Δημήτρης Καραΐσκος
Κυριακή 23 Ιουλίου του 1961. Η βαυαρική πόλη του Μπαϊρόιτ είναι σε αναβρασμό. Το διάσημο μουσικό φεστιβάλ της ξεκινά, και επίκεντρό της είναι η εντυπωσιακή όπερα που έχτισε εκεί ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στα τέλη του 19ου αιώνα. Μια πομπή πολυτελών αυτοκινήτων καταφθάνει στην πρεμιέρα μέσω της δενδρόφυτης λεωφόρου που καταλήγει στο μνημειώδες θέατρο. Οταν οι πόρτες των εντυπωσιακών Μερσεντές ανοίγουν, οι μουσικόφιλοι αστοί της Γηραιάς Ηπείρου αποβιβάζονται αυτάρεσκα, φορώντας ακριβά κοστούμια, εντυπωσιακά φουστάνια και σνομπ βλέμματα. Λίγα λεπτά μετά, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, γεμίζουν τον επιβλητικό συναυλιακό χώρο των 1.925 θέσεων και γίνονται μάρτυρες ενός γεγονότος που γράφει Ιστορία.
Δεκαέξι μόλις καλοκαίρια μετά τη λήξη του πολέμου, ο διευθυντής του φεστιβάλ (που δεν είναι άλλος από τον εγγονό του ίδιου του Βάγκνερ) στήνει μια μοντέρνα εκδοχή της «Τανχόιζερ», όπερας που είχε γράψει ο παππούς του το 1845, ξεγυμνώνοντας τα σκηνικά σε σημείο ακραίου μινιμαλισμού και φέρνοντας επί σκηνής, στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Αφροδίτης, μια Αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια. Τολμηρή καλλιτεχνικά και πολυμήχανη επικοινωνιακά, η παράσταση γίνεται σύμβολο της ενοχής της μεταπολεμικής Γερμανίας, αλλά και η αρχή της λάμψης ενός νέου αστεριού της όπερας, της πληθωρικής Γκρέις Μπάμπρι, η οποία πέθανε στη Βιέννη την Κυριακή που πέρασε, στα 86 της χρόνια.
Γεννημένη στο Σεντ Λούις του Μιζούρι το 1937, μεγάλωσε θαυμάζοντας την κοντράλτο Μάριαν Αντερσον, την πρώτη διάσημη Αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια της όπερας. Η Μπάμπρι έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε από μικρή, ενώ στην εφηβεία της διακρίθηκε σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό τραγουδιού και έπειτα σε δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή «ταλέντων». Εκεί, τραγούδησε συγκινητικά μια άρια από τον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι, που της έφερε μια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Οι μουσικές σπουδές της συνέχισαν στο υψηλού κύρους Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν του Ιλινόι, όπου είχε καθηγήτρια τη θρυλική Γερμανίδα υψίφωνο Λότε Λέμαν, η οποία πίστεψε στο χάρισμά της και έγινε μέντοράς της.
Το 1960, στα είκοσι τρία της, πέρασε τον Ατλαντικό και έκανε το ντεμπούτο της στην Οπερα του Παρισιού, ερμηνεύοντας τον ρόλο της Αμνερις στην «Αΐντα» του Βέρντι. Την πόρτα γι’ αυτό το εντυπωσιακό ξεκίνημα της άνοιξε μία ακόμη γυναίκα που θαύμασε τα ταλέντα της: η Τζάκι Κένεντι, που συνεργάστηκε με την αμερικανική πρεσβεία στο Παρίσι για να της εξασφαλίσουν μια ακρόαση. Ενα χρόνο μετά, ήρθε ο ρόλος της Αφροδίτης σε εκείνη τη «νεοβαγκνερική» παράσταση στη Γερμανία, που ακόμη βασανιζόταν από το κακό της παρελθόν. Ο εγχώριος Τύπος τής έδωσε το παρατσούκλι «Μαύρη Αφροδίτη», συχνά μην αναφέροντας καν το όνομά της, λες και αυτό ήταν ασήμαντο. Παράλληλα, ολόκληρο το καλοκαίρι του 1961, οι επιστολές διαμαρτυρίας έφταναν κατά δεκάδες στα γραφεία του φεστιβάλ, ενώ κάποιες εφημερίδες έγραφαν: «Ας κρατήσουμε τους μαύρους μακριά από το Μπαϊρόιτ».
Η έλευση της χαρισματικής νέας τραγουδίστριας από την Αμερική έκανε τη σκιά του ναζισμού να αχνοφανεί. Η ίδια όμως δεν επηρεάστηκε από το αρνητικό κλίμα. Η ερμηνεία της ανάγκασε το πλήθος με τα σμόκιν και τα καλοραμμένα καλοκαιρινά φουστάνια να χειροκροτεί όρθιο επί μισή ώρα και τους ερμηνευτές να κάνουν είκοσι επτά υποκλίσεις. Η «Μαύρη Αφροδίτη» είχε κατακτήσει τα «ιερά εδάφη» της παραδοσιακής, συντηρητικής Γερμανίας.
Και ενώ το 1961 έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα που τραγούδησε στο Μπαϊρόιτ, ένα χρόνο μετά σημείωσε την ίδια πρωτιά τραγουδώντας στον Λευκό Οίκο, καλεσμένη σε επίσημο δείπνο από την «προστάτιδά» της Τζάκι Κένεντι. Ακολούθησε το ντεμπούτο της στο Κάρνεγκι Χολ το 1962, στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου το 1965 και στη Σκάλα του Μιλάνου το 1964. Στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης πρωτοεμφανίστηκε το 1965, στην πρώτη από 216 εμφανίσεις που έμελλε να κάνει συνολικά εκεί. Αυτό ωστόσο που χαρακτήρισε εξίσου την καριέρα της δεν ήταν μόνον οι μεγάλοι ρόλοι στις κορυφαίες σκηνές του κόσμου, αλλά και το ότι, προς το τέλος του ’60, άρχισε να λειτουργεί εκτός από μεσόφωνος και ως υψίφωνος (σοπράνο), ανακαλύπτοντας ένα σπάνιο, μεγάλο ερμηνευτικό εύρος που εμπλούτισε το ρεπερτόριό της, φέρνοντας τις σπουδαίες ερμηνείες σε εμβληματικές σκηνές και μεγάλα έργα όπως η «Τόσκα» του Πουτσίνι, η «Δύναμη του πεπρωμένου» και ο «Τροβατόρε» του Βέρντι ή το «Πόργκι και Μπες» του Γκέρσουιν. Στα εγκαίνια της νέας όπερας του Παρισιού, την πολυαναμενόμενη Οπερα της Βαστίλλης, το 1990, έπαιξε στους «Τρώες» του Μπερλιόζ τον ρόλο της Κασσάνδρας και το 1997 έδωσε την αποχαιρετιστήρια ερμηνεία της στην Οπερα της Λυών, ως Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους.
Εζησε στην κορυφή του κόσμου φορώντας ακριβά ρούχα και οδηγώντας μια Λαμποργκίνι, βραβεύτηκε από την UNESCO, πήρε Γκράμι, τιμήθηκε με τη διάκριση του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών από τη γαλλική κυβέρνηση, ενώ το 2009 έλαβε το βραβείο Κένεντι (Kennedy Center Honors), την ανώτατη τιμή από τον πρόεδρο των ΗΠΑ για την προσφορά της στις τέχνες. Τα τελευταία της χρόνια ζούσε στη Βιέννη, και είχε φτιάξει ένα σεμινάριο για φιλόδοξους νέους ερμηνευτές, τη «Μέθοδο Μπάμπρι». Σε ένα από τα βίντεο της μεθόδου, τη βλέπουμε να κάθεται δίπλα σε ένα πιάνο και να μιλάει με στεντόρεια, εντυπωσιακή φωνή.
Είναι αδύνατον να μη δώσεις προσοχή σε κάθε της λέξη. «Μια καλή φωνή δεν αρκεί», μας λέει. «Χρειάζεται και θάρρος. Η ντροπαλότητα και η ταπεινότητα δεν έχουν καμία θέση πάνω στη σκηνή», συμπληρώνει με σιγουριά, θυμίζοντας τον εαυτό της εξήντα χρόνια πριν, όταν απαντούσε στις ερωτήσεις ενός δημοσιογράφου του καναλιού RTF της γαλλικής τηλεόρασης, αμέσως μετά τον θρίαμβό της στο Μπαϊρόιτ. «Το ξέρετε ότι χθες κάνατε μια μικρή επανάσταση, έτσι δεν είναι;» τη ρωτάει ο δημοσιογράφος κι εκείνη απαντά: «Ναι, φυσικά το ξέρω». Αυτός τη ρωτάει ξανά: «Γιατί το κάνατε;» και εκείνη απαντά: «Γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας μου».