Kathimerini.gr
Γιώτα Συκκά
«Γιατί μας ενοχλείτε με το κινητό σας, κύριε; Ελεος!» φώναξε ένα βράδυ αγανακτισμένος θεατής, κατά τη διάρκεια της παράστασης «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» στο Εθνικό Θέατρο. Ενώ στη «Μήδεια» του Κερουμπίνι στη Λυρική Σκηνή, θεατές των πρώτων σειρών φωτογράφιζαν το εντυπωσιακό σκηνικό του Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ αποσπώντας την προσοχή των υπολοίπων από την ερμηνευτική κορύφωση της Αννα Πιρότσι. Σε μια παλαιότερη παράσταση της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στο Μέγαρο Μουσικής, η θεατής δικαιολογήθηκε που είχε ανοίξει ολόκληρο τάμπλετ: «Μα κοιτάζω τα δρομολόγια του μετρό». Σήμερα, βλέπετε, λίγοι νιώθουν άσχημα στην υπόδειξη «κλείστε το κινητό». Αβολα αισθάνεται πια ο θεατής που κάνει την παρατήρηση!
Ο Γιώργος Ζαμπέτας, εκτός από δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και σπουδαίος συνθέτης, ήταν από τους κορυφαίους σόουμαν της αθηναϊκής νύχτας. Ωστόσο, τους φιγουρατζήδες δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.
Στην τελευταία παράσταση των «Παιχτών» του Γκόγκολ στο θέατρο «Κιβωτός» που επί δύο σεζόν ήταν γεμάτο, το κοινό ήταν εντελώς διαφορετικό από τους θεατές της πρώτης περιόδου. Πλήθος οι οθόνες, ενώ κάποιοι έτρωγαν ποπ κορν. Θεατής τόλμησε να παρατηρήσει τη διπλανή της ότι ενοχλεί με το κινητό της. Η απάντηση: «Μην το κοιτάς αν σε ενοχλεί».
Στους μικρούς χώρους και δη σε μονολόγους, κάθε θόρυβος μεγεθύνεται. Πόσο μάλλον όταν ακούς παράταιρο ringtone, όπως ένα βράδυ στη «Μηχανή του Τούρινγκ» με τον Ορφέα Αυγουστίδη στο θέατρο «Βασιλάκου».
Και όλα αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στις θεατρικές αίθουσες. Να κάτι κοινό στο θέατρο, στο πάλκο και στις συναυλίες: το κινητό! Σήμερα, ο θαυμασμός στον καλλιτέχνη, και στην πραγματικότητα ο αυτοθαυμασμός, δηλώνεται μέσω της αυτοπαρουσίασης του χρήστη στα σόσιαλ μίντια, το «ποστάρισμα». «Είναι ένα είδος αυτοσελεμπριτοποίησης», όπως είχε πει εύστοχα ο Φοίβος Δεληβοριάς.
Μανώλης Χιώτης και Μαίρη Λίντα. Ο βιρτουόζος του μπουζουκιού κάποτε πήγε στην «Τριάνα του Χειλά» με κράνος!
Μπαλόνια και μαχαίρια
Η υπερβολή, ή και αγένεια μπροστά στον καλλιτέχνη εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους στο πέρασμα των δεκαετιών. Στα κέντρα, αλλά και στο θέατρο. Οι αλλαγές στην κοινωνική μας συμπεριφορά είναι εντονότερες στη νυχτερινή διασκέδαση. Τέλος η προσήλωση στον καλλιτέχνη. Ο Γιάννης Βογιατζής, που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, μου είχε πει το 2014: «Παρακολουθούσα στην τηλεόραση πώς πέταξαν ένα τραπέζι στην πίστα που τραγουδούσε ο Ρέμος. Στον καιρό μου, αν άρεσα, έστελναν στο καμαρίνι ανθοδέσμη με καρτούλα. Επειτα ήρθε η μόδα της γαρδένιας και το σπάσιμο των πιάτων. Σε κοστολογούσαν: “Πόσα πιάτα σπάει ο Βογιατζής;”. Πιάτο σήμαινε πελάτης. Υστερα ήρθε το γαρίφαλο που βγάζει μάτι με το σύρμα. Τώρα αγρίεψαν τα πράγματα στη διασκέδαση. Σαν γλιτώσεις από το γαρίφαλο, θα τη βρεις από το τραπέζι». Οσο αυξάνεται η επίδειξη, τόσο μειώνεται ο σεβασμός. Και το αντίθετο. Ολο και λιγοστεύουν, άλλωστε, οι μεγάλοι καλλιτέχνες που επέβαλλαν με τη στάση τους και τη στάση του κοινού.
Ποτέ δεν ήταν εύκολη η ισορροπία ανάμεσα στο ομαδικό γλέντι και στην εγωπαθή επίδειξη. Κάποτε ένας μεθυσμένος πελάτης πέταξε ένα ποτήρι και έκοψε μια αρτηρία στο πόδι της Σωτηρίας Μπέλλου. Η τραγουδίστρια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και έκτοτε απαγόρευε τα σπασίματα. «Μια άγρια ματιά, μια κουβέντα και τέρμα», σημειώνει η Σοφία Αδαμίδου («Πότε ντόρτια, πότε εξάρες», εκδ. Αγγελάκη). Αργότερα ήρθαν τα πιάτα. Η Σωτηρία έβγαινε να τραγουδήσει αφού πρώτα σκούπιζαν την πίστα. «Πράγμα που σήμαινε ότι τέρμα τα πιάτα». Ο Γιώργος Ζαμπέτας, σπουδαίος τραγουδοποιός αλλά και σόουμαν, όπως έχει επισημάνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, έδινε τη δική του παράσταση. Τέτοια βράδια πολλοί αποκαλύπτονταν. Οπως ο Χαραλαμπόπουλος, ο «λεσχιάρχης» όπως τον αποκαλούσε ο συνθέτης. Ηθελε να χορεύει μόνος του και «έφερνε μαζί του λίρες, φλουριά αγιοβασιλιάτικα και μοίραζε. Μοίραζε και πέρλες χύμα, τάχα μου μαργαριτάρια».
Μαρινέλλα και Καζαντζίδης στο πάλκο. Ο τραγουδιστής ήθελε να εγκαταλείψει τις πίστες όταν κινδύνεψε από μπουκάλι.
Το τραγούδι «Ο Τζώνυ ο φιγουρατζής», αναφέρει η κόρη του συνθέτη, Κατερίνα Ζαμπέτα («Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω», εκδ. Αγκυρα), γράφτηκε για θαμώνες σαν αυτόν. «Επειδή όμως δεν ήταν πραγματικά γαλαντόμος να χαρίζει μαργαριτάρια, πλήρωνε τα γκαρσόνια να τα μαζεύουν διακριτικά και να του τα... επιστρέφουν. (...) Μια φορά ο πατέρας του ’κανε ένα χουνέρι. “Μεγάλε, απόψε ό,τι έριξες θα μείνει στην ορχήστρα και στην τραγουδίστρια” του πέταξε με το που άρχισε τις φιγούρες». Μια άλλη φορά πάντως, ο «Τζώνυ» όπως είχε αφηγηθεί η Δούκισσα, έκοψε με ψαλίδι το μάξι φόρεμα της Καίτης Αμπάβη την ώρα που εκείνη τραγουδούσε. Του άρεσαν, βλέπετε, τα μίνι. Αλλά και η χουντική αισθητική άφησε τα δικά της σημάδια. Κάποτε ψαλίδισαν τα μαλλιά του Τόλη Βοσκόπουλου την ώρα που τραγουδούσε για να τα κάνουν φυλαχτό.
Δεν ήταν μόνο τα χρήματα που πάντα άφηναν τα «γερά πορτοφόλια» σε μουσικούς και τραγουδιστές. Αλλοτε πετούσαν μπαλόνια, σίγουρα πιο ανώδυνη συνήθεια από τα μπουζούκια του 1948-’50 που έσπαγαν ποτήρια. Παλιότερα το σπάσιμο, όπως έχει πει ο Ζαμπέτας, «ήταν προσβολή».
Συναδελφική αγάπη. Ο Σταμάτης Κόκοτας τραγουδάει και ο Χρηστάκης ασπάζεται το γόνυ του «σερ» Γρηγόρη Μπιθικώτση που χορεύει. Σε εκδηλώσεις λατρείας δεν επιδίδονταν μόνο οι θαμώνες.
Το «όχι» στον Ωνάση
Μερικοί πρόσφεραν λεφτά. Ανάμεσά τους και ο Αριστοτέλης Ωνάσης. Ομως, σύμφωνα με τα λεγόμενά της προς τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη («Αρχισαν τα όργανα», εκδ. Αμμος), η Μάγια Μελάγια τα αρνήθηκε, λέγοντας: «Αν θέλετε να μου κάνετε ένα δώρο, να μου στείλετε λουλούδια ή κάτι άλλο. Λεφτά εγώ δεν παίρνω». Αν σήμερα έχουν σημασία οι διαδικτυακοί ακόλουθοι, οι followers, παλιά η επιτυχία και η αναγνώριση μετριόταν με την κατανάλωση της σαμπάνιας. Μερικές από τις παρέες που πήγαιναν στα κέντρα, έδειχναν την οικονομική άνεση με τα κιβώτια φθηνής σαμπάνιας που έστελναν στην πίστα. Αλλοι έβαζαν τους σερβιτόρους να χύνουν ουίσκι στην πίστα και το άναβαν για να χορέψουν.
Σέλφι τότε δεν υπήρχαν, όμως όλοι ήθελαν φωτογραφίες. Μια παρέα Ελληνοαμερικανών πήγε κάποτε στο μαγαζί όπου τραγουδούσε ο Τσιτσάνης και ζήτησε από τους σερβιτόρους, όταν έρθει, να φωτογραφηθεί μαζί τους και να πιει ένα ποτήρι. Ομως, όταν κατέφθασε ο Τσιτσάνης, η παρέα δεν τον αναγνώρισε. Εκείνος ενοχλήθηκε από την αγένεια, αλλά ο πελάτης ήταν επιδεικτικά γαλαντόμος. Γονάτισε στα πόδια του όσο έπαιζε στο πάλκο και έβγαζε στοίβες τα χιλιάρικα από την τσέπη.
Μητροπάνος και Μαρινέλλα με ένα βουνό σπασμένα πιάτα στα πόδια τους. Για να αποφύγει τα σημάδια στις γάμπες η τραγουδίστρια άρχισε να φοράει παντελόνια (και τα καθιέρωσε).
Ο Χιώτης με... κράνος
Τα σπασμένα πιάτα άφηναν τα δικά τους σημάδια. Η Δούκισσα, από τα πολλά κοψίματα στα πόδια, άρχισε να φοράει μπότες και η Μαρινέλλα παντελόνια. Ο Μανώλης Χιώτης πήγαινε συχνά να ακούσει τον Ζαμπέτα και να διασκεδάσει. Ενα βράδυ του 1963 πήγε στην «Τριάνα του Χειλά» φορώντας γερμανικό κράνος! «Το φορούσε για να μη φάει κάνα τραπέζι στο κεφάλι», είχε αφηγηθεί ο Ζαμπέτας στην Ιωάννα Κλειάσιου («Και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου», εκδ. Ντέφι).
Μέσα δεκαετίας του ’60, ο Καζαντζίδης αποχώρησε από το πάλκο εξαιτίας ενός περιστατικού σε κέντρο της Αχαρνών. Οπως αφηγήθηκε στον Βασίλη Βασιλικό («Υπάρχω» εκδ. Λιβάνη): μια κοπέλα κλώτσησε ένα μπουκάλι που έσπασε και κόντεψε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο. Εκείνος διέκοψε το τραγούδι, κλείστηκε στο καμαρίνι και ορκίστηκε να μην ξανατραγουδήσει σε νυχτερινό μαγαζί.
Οι καλλιτέχνες δεν ήταν πάντα ανεκτικοί. Κάποτε η Μαρινέλλα είχε πετάξει μια καρέκλα σε κάποιον που απαιτούσε με αγένεια να πει ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι με τον Καζαντζίδη. «Ούτε κι εγώ ξέρω πώς σταμάτησε ο καβγάς, πώς με φυγάδευσαν στην κουζίνα, πώς με κυνηγούσαν με κάτι κουζινομάχαιρα τα αδέρφια του που τον είχαν φέρει στο μαγαζί». («Αρχισαν τα όργανα», εκδ. Αμμος).
Ενώ, σύμφωνα με τη Βίκυ Μοσχολιού, όταν διασκέδαζαν και έρχονταν στο τσακίρ κέφι, κάποιοι από το κοινό πετούσαν τις βέρες τους και μετά έψαχναν να τις βρουν. Κάθε εποχή είχε τα δικά της.
Η Αλλαγή στην πίστα
Η δεκαετία του ’80 έφερε τον εκδημοκρατισμό της πίστας. Ο χορός δεν ήταν δικαίωμα μιας παρέας, μα όλων, αφού μπορούσαν να στριμωχτούν και να αγγίξουν τον τραγουδιστή. Και πολύ περισσότεροι μπορούσαν πια να κλείσουν πρώτο τραπέζι με το αζημίωτο. Σύντομα η αναπάντεχη σοσιαλιστική ευημερία ανέβηκε στα τραπέζια και κρατούσε την κάβα της προηγούμενης στα μαγαζιά. Με το τραγούδι «Γλέντα τη ζωή» (Τι τα θέλεις τα λεφτά, να τα κάψεις τι θα θες) που έλεγε η Ελένη Βιτάλη γλεντούσε ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ, όταν δεν χόρευε στη Ρίτα Σακελλαρίου το «Αυτός ο άνθρωπος, αυτός» και στον Πανταζή την «Ταραχή». Λεφτά υπήρχαν και το κοινό έμοιαζε όλο και πιο αγενές και ξιπασμένο.
Δεκαετίες αργότερα, ένα τμήμα από το νέο κοινό της εποχής κόμπαζε με άλλους τρόπους σε νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν ο Παντελίδης, η Πάολα κ.ά. Δήλωνε τον θαυμασμό του εκτοξεύοντας στην πίστα από τραπέζια, καρέκλες, σαμπανιέρες μέχρι μαξιλάρες από τους καναπέδες.
Η μαζική καταστροφή στα μπουζούκια, υποστήριζε ο Δημήτρης Μητροπάνος το 2003, ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από τους χορούς. «Ερχόταν ο κόσμος, δικό του το μαγαζί, ήθελε να χορέψει, βουρ πάνω. Δεν χωρούσα πάνω στην πίστα να τραγουδήσω, καθόμουν στην ορχήστρα ή πήγαινα από πίσω, κι από τα καμαρίνια έχω τραγουδήσει (...) κατά το “εμείς έχουμε τον χώρο, εμείς εξουσιάζουμε”».
Χρόνια πριν, κάποιο βράδυ στο «Χάραμα» που ήταν ο Ηλίας Ανδριόπουλος, η Μπέλλου ξεκίνησε να τραγουδά το «Μην κλαις» όταν σηκώθηκε κάποιος να το χορέψει. «Κάτσε κάτω καπετάνιε, δεν χορεύονται αυτά», του είπε αυστηρά.
«Δεν με ενοχλεί ότι χορεύουν πάνω στα τραπέζια, με ενοχλεί ο τρόπος που διασκεδάζουν», είχε πει η Μαρινέλλα. Γιατί «διασκεδάζουν για να φανούν, για να δείξουν ο ένας στον άλλον». Ε, τώρα το κάνουν και στο Instagram...