Το ημερολόγιο έγραφε 1985 όταν ο Μάικλ Τζάκσον, στο απόγειο της καριέρας του, υλοποίησε μια επιχειρηματική ιδέα που του την είχε εμπνεύσει άθελά του ο Πολ Μακάρτνεϊ: αγόρασε τον μουσικό κατάλογο των Beatles έναντι 47 εκατ. δολαρίων. Σύντομα, το κομμάτι «Revolution» των Βρετανών θα ακουγόταν σε ένα διαφημιστικό της Nike, και ενώ τότε είχαν προκύψει αρκετές συζητήσεις, η χρήση τραγουδιών για γενικώς αλλότριους σκοπούς δεν θα ελαττωνόταν.
Εσχάτως, παρόμοιες ανησυχίες εγείρει το γεγονός ότι πολλοί σταρ της ροκ και της ποπ μουσικής πωλούν τα δικαιώματα των τραγουδιών τους για αστρονομικά ποσά σε δισκογραφικούς κολοσσούς ή επενδυτικά κεφάλαια που δραστηριοποιούνται στον χώρο, με τα παραδείγματα να είναι πολλά: στα τέλη του 2020, ο Μπομπ Ντίλαν έλαβε 300 εκατ. δολάρια από τη Universal για τα δικαιώματα εξακοσίων τίτλων του, τον Δεκέμβριο ο Μπρους Σπρίνγκστιν πούλησε τα δικά του στη Sony Music έναντι 500 εκατ. δολαρίων, πρόσφατα ο Νιλ Γιανγκ έγινε πλουσιότερος κατά 150 εκατ. δολάρια, προσφέροντας στη Hipgnosis Songs Fund το 50% των δικαιωμάτων του, ενώ η Warner απόκτησε τη δυνατότητα χρήσης της μουσικής του Ντέιβιντ Μπόουι, καταβάλλοντας στους κληρονόμους του 250 εκατομμύρια.
«Για τα επενδυτικά κεφάλαια, τα τραγούδια είναι ένα χρηματιστηριακά σταθερό προϊόν, που δεν πέφτει η αξία του», λέει ο Δημήτρης Μπούρας
Και ενώ το νομικό κομμάτι των δικαιωμάτων είναι σύνθετο (ενδεικτικά, τα λεγόμενα «publishing rights» αφορούν στη χρήση τραγουδιών σε διαφημίσεις, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες κ.λπ., και είναι επικερδέστερα από τα «κλασικά» πνευματικά δικαιώματα που αποδίδονται βάσει πωλήσεων, ραδιοφωνικών μεταδόσεων ή ακροάσεων μέσω streaming), το ζήτημα είναι ότι η λίστα των μουσικών που παραχωρούν τις δημιουργίες τους μεγαλώνει, περιλαμβάνοντας και τα ονόματα των Πολ Σάιμον, Στίβι Νικς, Αλις Κούπερ (από το 2018 αυτός), Μπλόντι, Ντέιβιντ Κρόσμπι κ.ά.
Τα δικαιώματα χρήσης 600 τραγουδιών του Μπομπ Ντίλαν, έναντι 300 εκατ. δολαρίων (ή 400, σύμφωνα με άλλες πηγές), αγόρασε στα τέλη του 2020 η Universal Music Publishing Group. (A.P. Photo/Chris Pizzello).
«Οι δημιουργοί πουλάνε τα δικαιώματα για διάφορους λόγους», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Μπούρας, υπεύθυνος της δισκογραφικής Inner Ear, ο οποίος εξηγεί: «Η Αμερική βρίσκεται σε περίοδο αύξησης του ΦΠΑ στη μουσική. Ο Τζο Μπάιντεν είχε ανακοινώσει προγραμματικά ότι θα τον αυξήσει από 20% σε 37%. Επίσης, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν περιοδείες λόγω της πανδημίας και οι ζάμπλουτοι μουσικοί χρειάζονται κάποιο αντίστοιχο εισόδημα μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση. Το οποίο λαμβάνουν και άμεσα: αν ζούσε, ο Ντέιβιντ Μπόουι θα έβγαζε από τα δικαιώματα 250 εκατ. δολάρια σε περίπου 15 χρόνια. Υπάρχουν και λόγοι κληρονομικοί: ο Μπομπ Ντίλαν έχει έξι παιδιά και από το να δημιουργήσει ένα ίδρυμα διαχείρισης της περιουσίας του, είναι πιο εύκολο να λάβει άμεσα ένα ποσό και να τους το μοιράσει». Σχολιάζοντας το φαινόμενο, η μουσική επιμελήτρια και ραδιοφωνική παραγωγός Kafka (Κατερίνα Καφεντζή) μνημονεύει το «Veni, vidi, vici» του Καίσαρα: «Από κάποια ηλικία και μετά», λέει, «αν είσαι πραγματικά χορτασμένος, αφενός δεν έχεις τίποτα ν’ αποδείξεις, αφετέρου αναγνωρίζεις το μάταιο της καλλιτεχνικής σου υπόστασης στον τρόπο που αποτυπώνεται η μουσική σήμερα. Επίσης, είσαι πολύ μεγάλος –ή νεκρός– για να σηκώσεις την εξάντληση μιας ακόμα περιοδείας, βαριέσαι το μοντέρνο τσίρκο, και κυρίως έχεις υποχρεώσεις σε πρώην ή νυν συζύγους, παιδιά, δικηγόρους και στο προσωπικό που κράτησε όρθια τα σπίτια σου όλα αυτά τα χρόνια».
Ο Νιλ Γιανγκ παραχώρησε στη Hipgnosis Songs Fund το 50% των πνευματικών δικαιωμάτων του (φωτ. PΗΟΤΟ ΒΥ RICH FURY/INVISION/AP).
Με ποια συναισθήματα υποδέχεται η ίδια τέτοιες ειδήσεις; «Με κατανόηση», αποκρίνεται. «Καταλαβαίνω την “παλιά σειρά” των μουσικών. Στη θέση τους θα έκοβα βόλτες σε βουνά με ανθρώπους που δεν τους πέφτει το σαγόνι όταν με αναγνωρίζουν. Πρόσφατα ρώτησα ένα γκρουπ Αμερικανών εφήβων τι θα επέλεγαν ανάμεσα στο να στερηθούν το κινητό τους ή τη δυνατότητα ν’ ακούν μουσική για έξι μήνες. Χρειάζεται να μεταφέρω την ομόφωνη, δίχως δεύτερη σκέψη, απάντησή τους; Ποιος αλήθεια μπορεί να σηκώσει μια τόσο σύντομη κατάληξη της υστεροφημίας του αν δεν έχει φροντίσει να τακτοποιήσει οριστικά, τους λογαριασμούς του; Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους, αλλά ειδικά ο Ντίλαν μου φαίνεται πιο σοφός από ποτέ».
Νέα επένδυση
Από τη μεριά του, ο Δημήτρης Μπούρας θεωρεί τη νέα συνθήκη «σημάδι των καιρών και της κρίσης στη μουσική βιομηχανία. Νομίζω ότι πλέον τα τραγούδια των οποίων τα δικαιώματα πωλήθηκαν, θα ακούγονται σε διαφημίσεις, σειρές, διαδικτυακά βίντεο, παντού. Ειδικά για τα επενδυτικά κεφάλαια, τα τραγούδια είναι ένα χρηματιστηριακά σταθερό προϊόν, που δεν πέφτει η αξία του. Είναι θλιβερό», καταλήγει, «αλλά σε επαναφέρει και στην πραγματικότητα του σκληρού καπιταλισμού. Οπως εκείνο το τραγούδι που λέει το εξής: “I fought the law, and the law won”».