Kathimerini.gr
Της Μαργαρίτας Πουρνάρα
Είχε φάτσα Ανατολίτη. Καθόριζε το πρόσωπό του ένα παχύ άσπρο μουστάκι με άκρες που κατέβαιναν μέχρι το κάτω χείλος. Τον έκανε να δείχνει αυστηρός, αρκούντως απόμακρος. Μέχρι που να χαμογελάσει και να σπάσει αυτή η οριζόντια λευκή παύλα, να φωτιστούν τα πράσινα μάτια του που ήταν γλυκά και συμπονετικά. Το ίδιο γινόταν και στις συνεντεύξεις μας. Απαντούσε στην αρχή με λίγα λόγια, περιεκτικά, και σε λίγο έπαιρνε μπρος και μιλούσε με πάθος για τη ζωγραφική: «Ζωγραφίζω κάθε μέρα, έτσι υπάρχω», έλεγε για την τέχνη σαν ένα υπαρξιακό raison d’ être. Ο Χρόνης Μπότσογλου πήρε τον ίδιο δρόμο με τον Δημοσθένη Κοκκινίδη, τον Παναγιώτη Τέτση και τον Γιάννη Μόραλη – ήταν από τους σπουδαίους Ελληνες ζωγράφους που είχαν μεταξύ τους κάτι κοινό. Φρόντισαν κατά τη διάρκεια της ζωής τους να τιμήσουν τους ομοτέχνους τους που θαύμαζαν –από την Αναγέννηση ώς τη Μοντέρνα Τέχνη–, αλλά και να περάσουν τις γνώσεις τους στις επόμενες γενιές μέσα από τη διδασκαλία τους στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί, ο Μπότσογλου άφησε το αποτύπωμά του ως δάσκαλος αλλά και ως ο πρύτανης που έδωσε τεράστια ώθηση στις θεωρητικές σπουδές της τέχνης.
Η μητέρα του ζωγράφου κυριαρχούσε στα έργα του.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη από γονείς που κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη, είχε την ευτυχία όχι μόνον να βρει την κλίση του από μικρός, αλλά και το περιβάλλον του να του σταθεί. Ο πατέρας του ήταν αυτός που του πήρε τα πρώτα κραγιόνια και χαρτιά, κάτι που έκανε τον πενταετή Χρόνη να δηλώσει πως θα γίνει ζωγράφος και να μείνει ακλόνητος στην επιθυμία του. Καθοριστική φυσιογνωμία στη ζωγραφική του υπήρξε η μάνα του, την οποία αποτύπωσε στον καμβά πολλές φορές, κυρίως όταν η τελευταία είχε περάσει σε φάση άνοιας και δεν τον αναγνώριζε. Πήγαινε κάθε Κυριακή στο σπίτι της και τη ζωγράφιζε εκ του φυσικού. Ειρωνεία της τύχης, «έφυγε» και εκείνος με προχωρημένη άνοια, σαν μια κατάρα με την οποία είχε ήδη συμφιλιωθεί.
Μία από τις πολλές προσωπογραφίες του.
Η φθορά του σώματος, η αλλοίωση του πνεύματος, η διαδρομή προς το τέλος ήταν πάντα παρούσα στα έργα του. Η «Νέκυια», η σημαντικότερη πολυπρόσωπη σύνθεσή του, αναφερόταν στην Οδύσσεια και στην κάθοδο του ήρωα στον κόσμο των χαμένων, ώστε να μάθει τα μελλούμενα, κοινώς στην πίστη των αρχαίων στη νεκρομαντεία. Εκεί ο Μπότσογλου φτιάχνει 26 αγαπημένα του πρόσωπα που είχαν πεθάνει αλλά τον συντρόφευαν με την παρουσία τους: «Οταν πρωτοείδα τη σύνθεση στο ατελιέ του, συγκινήθηκα τόσο πολύ, που έμεινα άφωνος, ένιωθα πως λύγιζαν τα γόνατά μου», θυμάται ο συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος, που αγόρασε το έργο και το παρουσίασε σε έκθεση στη Βενετία. «Νομίζω σε όλη του τη ζωή ο καλλιτέχνης είχε ως αίτημα την ελευθερία. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στην πολιτική. Τότε αποφάσισε να αποσυρθεί από αυτά και να διεκδικήσει να στραφεί σε ένα απολύτως εσωτερικό ταξίδι. Αυτό ήταν για εκείνον το μεγαλύτερο επίτευγμα. Ηταν πολύ τυχερός που σε αυτήν τη διαδρομή είχε δίπλα του τη γυναίκα του Ελένη, μια ιδανική συνοδοιπόρο», λέει στη στήλη. Η πολιτική κηδεία του Χρόνη Μπότσογλου θα γίνει σήμερα Τετάρτη, στις 11 π.μ., στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Ενα από τα 26 έργα της «Νέκυιας».