Kathimerini.gr
ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥΣ
Οταν τα μουσεία άνοιξαν και πάλι, η Εθνική Πινακοθήκη υπήρξε πρωταγωνίστρια της επανεκκίνησης, τουλάχιστον στη συνείδηση του κοινού. Με σύγχρονο και εντυπωσιακό κτίριο, ανανεωμένη συλλογή και καινούργια μουσειολογική μελέτη δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί θέμα συζήτησης. Κι ενώ στο εσωτερικό του κτιρίου κάποια από τα τεχνικά έργα συνεχίζονται ώστε να αποκατασταθεί η πλήρης λειτουργία, μικρές ουρές επισκεπτών σχηματίζονται έξω από την είσοδο. Οι Κυριακές είναι οι μέρες των οικογενειών, οι καθημερινές ανήκουν κυρίως στους νέους. Η «Κ» έχει επισκεφθεί την Εθνική Πινακοθήκη αρκετές φορές έως τώρα – στα τελευταία στάδια της προετοιμασίας πριν αποδοθεί στην πόλη, και με το νέο της ξεκίνημα. Ομως αυτή τη φορά επιλέξαμε να την ξαναδούμε μέσα από τα μάτια των ειδικών. Ζητήσαμε από τρεις ανθρώπους που οι σπουδές, οι γνώσεις, το ταλέντο και το επάγγελμα τους φέρνουν κοντά στην ελληνική ζωγραφική, να κάνουν μια προσεκτική περιήγηση στις αίθουσες και να μας μεταφέρουν εντυπώσεις, σκέψεις, κρίσεις. Το έμπειρο βλέμμα τους εμπλουτίζει την προσωπική εμπειρία και αποκαλύπτει ενδιαφέροντα σημεία της περιήγησης. Ακόμη και όταν εντοπίζει κενά, δεν στέκεται σε αυτά αλλά καλλιεργεί έναν καλόπιστο και δημιουργικό δημόσιο διάλογο.
Η νέα αισθητική σύνθεση και η «θυσία» στον χρόνο
Του ΜΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
Σκέψη πρώτη: Πολύ μεγάλη χαρά. Στην ουρά περιμένουν κυρίως νέοι 20-30 ετών. Τα έργα, πολύ περισσότερα, αποδίδονται στο κοινό, υπό αισθητά καλύτερες συνθήκες θέασης. Και ένας λόγος πιο προσωπικός: για πρώτη φορά, από τότε που ο Μαρίνος Καλλιγάς έδειχνε σε ένα παιδί 15 ετών τα σχέδια του Γύζη μέσα σε συρτάρια, προς έκπληξη φυλάκων και επιμελητή, μια ωραία ανθολογία του θησαυρού κοσμεί τη μόνιμη έκθεση. Οπως και τα ευαίσθητα μικρά σχέδια με μολύβι -αριστουργήματα- των αγωνιστών της Επανάστασης φτιαγμένα εκ του φυσικού από τον αυτοδίδακτο Κρατσάιζεν. Τα σχέδια αποκτούν θέση στη μόνιμη έκθεση, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Σκέψη δεύτερη: Μια νέα αισθητική συνθήκη εγκαθίσταται στα μουσειακά ήθη μας. Το χρώμα των τοίχων είναι ένα υποβλητικό γκρι, ο φωτισμός προσεκτικά σύγχρονος, οι διατάξεις των έργων λεπταίσθητα παλαιικές, η παράθεση της πληροφορίας που οργανώνει τις διαδρομές του επισκέπτη μεστή και κομψή. Ελάχιστο παράπονο: τη διαδρομή της σκέψης και του ματιού διακόπτουν συχνά οι ήχοι των αισθητήρων προστασίας.
Σκέψη τρίτη: Η θυσία που έγινε στην επιτάχυνση του ανοίγματος γίνεται αισθητή ήδη στον δεύτερο και κυρίως στον τρίτο όροφο. Εις βάρος του μεγάλου ζητούμενου που είναι η καλλιέργεια του βλέμματος. Ενώ στον δεύτερο όροφο η αισθητική αναζήτηση της έκθεσης αιφνιδιάζει και ερεθίζει δημιουργικά το μάτι, στον τρίτο το θέαμα γίνεται πληθωρικό και το βλέμμα ασφυκτιά. Ωστόσο, στον όροφο αυτόν είδα να επιμένουν περισσότερο χρόνο οι νέοι επισκέπτες.
Σκέψη τέταρτη: Η αξία της ζωγραφικής βρίσκεται πέρα από την τεχνική, στο πνευματικό της κέντρο. Αυτό της διασφαλίζει ζωή και διάρκεια. Μπορούμε να το δείξουμε, και πώς; Φαντασία ενός ερασιτέχνη: στο ισόγειο να υποδέχεται τον επισκέπτη ο τονικά σεμνός και ελληνικός Τσαρούχης. Στον δεύτερο όροφο, ο Γκίκας και ο Παρθένης να ισορροπούν πιο δίκαια με εκείνους που αναζήτησαν με θέρμη ψυχής να εισέλθουν από τη στενή πύλη στην ελληνική ζωγραφική, με τις σεπτές επιθαλάμιες τοιχογραφίες του Κόντογλου και το υπέροχο σπάραγμα-πορτρέτο του Παντελή Πρεβελάκη, με τον σεμνό Θεόφιλο («Αδάμ και Εύα»). Ενα «μικρό» έργο μπορεί να είναι ζωγραφικά και πνευματικά μεγάλο, όπως ένα «μεγάλο» μπορεί να είναι μικρό. Στον πρώτο όροφο λάμπουν μεγάλα τα «Ανθη» του Γύζη, τα «Κρεμμύδια, μαϊντανός και καπάκι» του Λύτρα και η «Νεκρή φύση με κυδώνια» του Πανταζή. Στον δεύτερο, η «Ανατολή από το λιμάνι της Χίου» του Τσαρούχη. Πιο πέρα, η καθηλωτική στήλη με δύο από τα πιο συναρπαστικά προσωπικά έργα που έκανε εκ του φυσικού ο Μόραλης («Προσωπογραφία Μαρίας Ρουσσέν» και «Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του»). Στον τρίτο όροφο, όμως, το «Αίνιγμα του Παρράσιου» του Χρήστου Μποκόρου δυσκολεύεται να αποδώσει το νόημά του. Γύρω του, ανεξήγητα απόντες, πολλοί σύγχρονοι καλοί τεχνίτες της ελληνικής γραμμής, επίγονοι του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα, του Τσαρούχη. Αυτό ίσως αξίζει περισσότερη προσοχή και σκέψη. Σκέψη αιρετική και αποφασιστική, σκέψη ανάδρομη στον καιρό και στις ευκολίες του.
Σκέψη πέμπτη: Η Εθνική Πινακοθήκη πρέπει να γίνει η κιβωτός της καλύτερης ελληνικής ζωγραφικής, διαχρονικά. Αξίζει να δοθούν ισχυρά κίνητρα -οικονομικά και συμβολικά- σε ιδιώτες και οργανισμούς που κρατούν στις συλλογές τους μεγάλα έργα Ελλήνων ζωγράφων για να συμπληρώσουν κενά της μόνιμης έκθεσης.
Σκέψη έκτη: Τι είναι ευεργεσία, δωρεά, χορηγία; Ποιο είναι το μέτρο της δίκαιης υπόμνησης για όποιον στήριξε γενναιόδωρα το σπουδαίο έργο; Πόσος χώρος αναλογεί στο μεγάλο ίδρυμα που επέτρεψε να επαναλειτουργήσει η Πινακοθήκη και πόσος στον Αλέξανδρο Σούτσο, στον Κουτλίδη και στους άλλους δωρητές που της χάρισαν περιεχόμενο πολιτισμού, έργα ζωγραφικής;
Σκέψη έβδομη: Στη ζωγραφική και στην τέχνη, το βλέμμα ασκείται μόνο με την αδιαμεσολάβητη θέαση και τη σύγκριση καλών έργων. Κοιτώντας, όχι διαβάζοντας. Η νέα έκθεση αιφνιδιάζει και εγκαλεί το μάτι του επισκέπτη, του προσφέρει πολύτιμες διαδρομές μαθητείας. Εκεί είναι η μεγάλη της αξία. Αυτό την καθιστά υπόσχεση οπτικής παιδείας και σπουδαίο έργο πολιτισμού εν προόδῳ.
* Διευθυντής της Εταιρείας Κοινωνικού Εργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ).
Φωτ. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ.
Πριν διαβούμε το κατώφλι, η μύηση έχει συντελεστεί
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ*
Φτάνοντας στην Εθνική Πινακοθήκη, λίγο πριν από την είσοδο, συναντάμε το περίφημο γλυπτό του Ροντέν «Ο άνθρωπος που βαδίζει πάνω σε κολόνα». Η κολόνα είναι αρχαία, και πάνω σε αυτήν ο Ροντέν έβαλε την ανδρική φιγούρα που ο ίδιος έπλασε. Εχουμε λοιπόν ένα έργο του 19ου αι. το οποίο συνδιαλέγεται με την αρχαιότητα· την επιστέφει αναγνωρίζοντάς την συγχρόνως ως θεμέλιό του. Πρόκειται λοιπόν για ένα εξαιρετικά πολυδιάστατο έργο. Για να το δούμε, είναι καλό να σταθούμε στο σημείο από το οποίο «Ο άνθρωπος που βαδίζει» φαίνεται να προβάλλεται στον ουρανό. Η σχέση του με το φως και την απεραντοσύνη του χώρου μάς κάνει να σκεφτούμε πολλά πράγματα για το νόημα της τέχνης, αλλά και για εμάς τους ίδιους. Ετσι, πριν καν διαβούμε το κατώφλι της Πινακοθήκης, η μύηση έχει συντελεστεί.
Μπαίνοντας στο κτίριο, το πρώτο έργο που συναντάμε είναι η «Λαϊκή αγορά» του Τέτση: έναν πίνακα μνημειακών διαστάσεων και απίστευτης έντασης, με πολύ τολμηρό χρώμα, ορμή και σοφή δομή. Η αίθουσα στην οποία εκτίθεται είναι τεράστια και προσφέρει στο έργο τον απαραίτητο χώρο και την κατάλληλη απόσταση για να το δούμε σωστά. Προχωρώντας προς την πρώτη αίθουσα, συναντάμε τη ζωγραφική του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τα έργα της μόνιμης συλλογής με μερικές εκπλήξεις – τις νέες προσθήκες. Αλλά δεν είναι μόνον τα καινούργια έργα ευπρόσδεκτα. Εξίσου σημαντικός είναι ο τρόπος συνύπαρξης των παλιών με εκείνα που βγήκαν από τις αποθήκες. Είναι οι περίφημες «γειτνιάσεις», όπως έλεγε ο Ματίς, που αναβαπτίζουν το βλέμμα. Με μεγάλη χαρά είδα τις καινούργιες προθήκες με τα σχέδια του Κρατσάιζεν και τα εξαιρετικά σχέδια του Γύζη για την «Αποθέωση της Βαυαρίας». Τα σχέδια ενός ζωγράφου, οι σπουδές, μας μεταφέρουν στο εργαστήριό του. Βλέπουμε τη ζωγραφική εν τω γίγνεσθαι, και πέρα από απόλαυση που προσφέρει, αποκαλύπτει τις διαφορετικές όψεις ενός ολοκληρωμένου έργου. Το πιο σημαντικό: νιώθουμε το χέρι και την αναπνοή του ζωγράφου. Συνεχίζοντας ανεβαίνουμε στον δεύτερο όροφο, με τα έργα του 20ού αιώνα. Η έκπληξη που μας περιμένει είναι οι προθήκες με τα χαρακτικά. Ηταν καιρός να αποκατασταθεί επιτέλους η χαρακτική στη θέση που της αξίζει. Η Εθνική Πινακοθήκη είναι εξαιρετικά πλούσια σε έργα χαρακτικής: Διαθέτει Ρέμπραντ και όλες τις σειρές του Γκόγια, η δε συλλογή ξεκινάει από την Αναγέννηση, και φτάνει μέχρι τον Λοτρέκ και τον Μπονάρ. Ελπίζουμε ότι θα δούμε αυτά τα έργα στις εκθέσεις που θα ακολουθήσουν.
Αμέσως μετά συναντάμε τους πίνακες του Γκίκα, του Μόραλη, του Τσαρούχη. Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους μεγάλωσε η γενιά μου. Οταν ξεκίνησα τη ζωγραφική, το 1970, τη χρονιά που μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, ξέραμε βέβαια τον Πικάσο και τον Μπέικον, αλλά καθώς τότε στην Αθήνα δεν γίνονταν σπουδαίες εκθέσεις, όλοι αυτοί οι ζωγράφοι υπήρχαν μεν, αλλά σε έναν κόσμο μακρινό. Στην τέχνη, τα έργα που σε διαμορφώνουν, είναι αυτά που βλέπεις στη φυσική τους παρουσία. Τη ζωγραφική την αγγίζεις, δεν την πληροφορείσαι. Ετσι λοιπόν οι ζωγράφοι της γενιάς μου με ιδιαίτερη συγκίνηση περιδιαβαίνουμε τις αίθουσες αυτές, γιατί όλοι αυτοί –ο Γκίκας, ο Μόραλης, ο Τσαρούχης– είναι οι ζωγράφοι που μας ενέπνευσαν και μας έκαναν να θελήσουμε να μιμηθούμε το παράδειγμά τους. Στον τρίτο όροφο παρουσιάζεται η ελληνική ζωγραφική από τις πρωτοπορίες του ’50 – ’60 μέχρι τη ζωγραφική του σήμερα. Συγκινητική η προσπάθεια να μη λείψει κανείς, πράγμα βέβαια ανέφικτο. Το σίγουρο είναι ότι όλες οι δυνατότητες εξαντλήθηκαν, και κάτω από την ίδια στέγη βρίσκονται ζωγράφοι με διαφορετικές προσεγγίσεις . Ομως αυτό οφείλει να επιδιώκει μια Εθνική Πινακοθήκη: τη σύνθεση. Ποιος θυμάται σήμερα τις φοβερές διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς του Πουσέν και του Ρούμπενς τον 17ο αιώνα; Ή τις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους θαυμαστές του Ενγκρ και εκείνους του Ντελακρουά τον 19ο αιώνα; Ολοι βρίσκονται τώρα στα ίδια μουσεία.
Καθώς ετοιμάζομαι να βγω από την Πινακοθήκη, συνειδητοποιώ ότι δεν είδα τα έργα του Γκρέκο, του Φαντέν Λατούρ και του Λούκα Τζιορντάνο, του επονομαζόμενου Λούκα Φα Πρέστο για τη φοβερή δεξιοτεχνία του. Μια επιγραφή: «Δυτικοευρωπαϊκή τέχνη», και «Περιοδικές εκθέσεις», που δεν είχα προσέξει με πληροφορεί για την ύπαρξη αιθουσών που δεν έχουν εγκαινιαστεί ακόμη. Ανυπομονούμε.
* Ζωγράφος.
Πρώτη εικόνα, θετική και αισιόδοξη
Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΟΡΑΤΗ*
Φυσικά πήγα στην Πινακοθήκη, τη δεύτερη μέρα που άνοιξε. Και φυσικά, όλα ήταν διαφορετικά. Η γενική μου εικόνα είναι απόλυτα θετική, με τις επιφυλάξεις μου για τις προσθήκες που αναμένουμε να γίνουν. Και εξηγούμαι: εξαιρετική θεωρώ την ιδέα της τοποθέτησης της «Λαϊκής αγοράς» του Π. Τέτση στην υποδοχή. Οχι μόνο λόγω του μεγέθους του, αλλά επιπλέον, αυτό το έργο δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί αλλού χωρίς να διαταράξει ισορροπίες. Θετικό και το ότι το έργο φαίνεται μέσα από τα τζάμια, ακόμα και από πολύ μακριά.
Υποδοχή καλή, αν και αμήχανη ακόμα, νομίζω ότι αυτό θα ρυθμιστεί με τον χρόνο, όταν θα λειτουργήσουν όλοι οι χώροι. Στο ισόγειο αριστερά βρίσκεται η έκθεση για το 1821. Εξαιρετική η επιλογή του μικρού λαϊκού ξυλόγλυπτου με τον αγωνιστή στο άνοιγμα. Ενα θαυμάσιο έργο σε μια σωστή γωνία. Η έκθεση αρχίζει με το μοναδικό απόκτημα της Πινακοθήκης, τη σειρά του Krazeisen, με τα σχέδια των αγωνιστών με μολύβι δίπλα στις αντίστοιχες λιθογραφίες. Σωστός μουσειολογικά και ο τρόπος παρουσίασής τους πίσω από το κατάλληλο τζάμι. Η έκθεση αυτή είναι μικρή, αντιπροσωπευτική όμως, και για μένα, σωστά παρουσιασμένη. Και εκεί, αλλά και στη μόνιμη συλλογή με έργα του 19ου αιώνα, που διαρθρώνεται στα δεξιά, μου άρεσε το αρχιτεκτονικό εύρημα με τις λοξές επιφάνειες στο κέντρο των αιθουσών, με έργα μεγάλων διαστάσεων συνήθως, που έσπαγαν την αυστηρότητα του χώρου, αλλά και απομόνωναν έργα που είχαν αυτή την ανάγκη. Επίσης, μου άρεσε ότι η διήγηση γίνεται μέσα από θεματικές ενότητες και όχι πλέον χρονολογικά ή κατά καλλιτέχνη. Ετσι, παρουσιάζονται περισσότερα έργα, αλλά και δημιουργούνται θεματικοί κύκλοι απαραίτητοι για τη γνωριμία με την εξέλιξη της προσωπογραφίας, της τοπιογραφίας, της ηθογραφικής ζωγραφικής κ.λπ. Και εδώ, σε κατάλληλα σημεία, παρουσιάζονται σχέδια, όπως για παράδειγμα τα μοναδικά προσχέδια του Ν. Γύζη για την «Αποθέωση της Βαυαρίας».
Και ο δεύτερος όροφος ακολουθεί την ίδια λογική, με τις λοξές επιφάνειες, τον μεγάλο πλούτο, τις ενοποιήσεις εδώ και κάτω από ομάδες που δημιουργούνται στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως η Ομάδα «Τέχνη». Για πρώτη φορά εκτίθενται σε μόνιμη συλλογή και χαρακτικά, σε μικρές ομάδες που συνυπάρχουν με τη ζωγραφική. Ο τρίτος όροφος με τα σύγχρονα έργα σίγουρα θα χρειαζόταν έναν μεγαλύτερο χώρο για να μπορούν να αποστασιοποιούνται τα έργα μεταξύ τους, όμως και εδώ συνυπάρχουν οι τάσεις και εκτίθενται έργα που αποκτήθηκαν σχετικά πρόσφατα και δεν είχαν παρουσιαστεί στη μόνιμη συλλογή.
Οι ράμπες που ενώνουν τους ορόφους δίνουν τον αναγκαίο χρόνο αποστασιοποίησης, αλλά και μια θαυμάσια εικόνα της Αθήνας. Είδα ότι ο κόσμος ήθελε να ξαναβρεθεί σε αυτόν τον χώρο. Ολοι είχαν ένα σχόλιο σίγουρα και για την κατασκευή, το πόσο άνοιξε το κτίριο, μεγάλωσε, απλώθηκε. Το πόσο προσεγμένα ήταν στοιχεία της κατασκευής. Και ο κήπος μόλις τώρα διαμορφώνεται, γλυπτά προστίθενται, η εικόνα δεν είναι ακόμα πλήρης. Ομως η πρώτη εικόνα –που είναι και η σημαντικότερη– είναι απόλυτα θετική και αισιόδοξη.
* Ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια στη συλλογή έργων τέχνης της Alpha Bank.