Kathimerini.gr
Ηλίας Μαγκλίνης
Μονάχα οι νεκροί δεν κάνουν λάθη. Αφορισμός που λέει περισσότερα μάλλον για τους ζώντες παρά για τους τεθνεώτες. Μάλλον. Δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος με αυτά τα πράγματα. Πάντως, τα μέλη της κριτικής επιτροπής της Σουηδικής Ακαδημίας για το Νομπέλ Λογοτεχνίας βρίσκονται στη ζωή και κάθε χρόνο κρίνονται για τις επιλογές και τις αποφάσεις τους.
Πολύ συχνά, οι βραβεύσεις τους (πιο σωστά: οι μη βραβεύσεις τους) εντάσσονται στην παγκοσμίως γνωστή ιστορία των χαμένων ευκαιριών. Γυρνώντας πίσω στον χρόνο, αν δει κάποιος τα ονόματα των συγγραφέων που ΔΕΝ βραβεύθηκαν θα αφήσει έναν βαθύ αναστεναγμό: τα Νομπέλ ξεκίνησαν το 1901. Από το 1902 έως το 1906, ο Λέων Τολστόι ήταν συνεχώς υποψήφιος. Το 1901, χρονιά-αφετηρία για τον θεσμό, δεν ήταν καν υποψήφιος και ήδη με την πρώτη της απόφαση η Σουηδική Ακαδημία είχε προκαλέσει πολύ μεγάλες συζητήσεις (το βραβείο πήγε στον Γάλλο ποιητή Σιλί Πριντόμ, τον οποίο ουδείς μνημονεύει σήμερα πλέον). Ο Τολστόι πέθανε το 1910 χωρίς να πάρει ποτέ το Νομπέλ.
Αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν μια μεγάλη αίθουσα σαν τη μυθική Βαλχάλα των Σκανδιναβών με τους ηρωικούς στη μάχη πεσόντες, όπου όμως εδώ θα συγκεντρώνονται όχι νεκροί Βίκινγκς που πέθαναν με το σπαθί στο χέρι, αλλά οι μεγάλοι συγγραφείς που δεν βραβεύθηκαν ποτέ με Νομπέλ. Πιο φρέσκο μέλος της ο Μίλαν Κούντερα, που πέθανε τον Ιούλιο στα 93 του. Η Σουηδική Ακαδημία είχε πολλές ευκαιρίες να τον τιμήσει, αλλά τις πέταξε όλες. Εκεί, ο σπουδαίος αυτός Τσέχος μυθιστοριογράφος θα συναντήσει, εκτός από τον Τολστόι, τον Τζόζεφ Κόνραντ, τον Τσέχοφ, τον Κάφκα, τον Τζόις (δεν ήταν υποψήφιος ποτέ), τον Προυστ, τον Οργουελ, τον Ιψεν, τον Μπόρχες, τον Γκράχαμ Γκριν, τον Ναμπόκοφ, τον Μαρκ Τουέιν, τον Ρίλκε, τον Χένρι Τζέιμς, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Υπάρχει λόγος... πολιτικός
Προς υπεράσπιση των μελών της Επιτροπής και του δύσκολου έργου που αναλαμβάνουν, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα βραβεία στη φυσική ή στη χημεία, όπου κάθε χρόνο τα επιτεύγματα των εκάστοτε επιστημόνων είναι μετρήσιμα και απτά, στη λογοτεχνία μιλάμε για «αέρα φρέσκο». Γι’ αυτό και, πέρα από την αναπόφευκτη υποκειμενικότητα, στα Νομπέλ Λογοτεχνίας υπάρχει πολύς χώρος για πολιτική εις βάρος της αισθητικής ή, στην καλύτερη περίπτωση, παράλληλα με αυτήν. Για παράδειγμα, όταν το 2007 ο Ορχάν Παμούκ γινόταν ο πρώτος Τούρκος συγγραφέας που έπαιρνε το Νομπέλ, έπαιξε ρόλο η (έντονη τότε, σε αντίθεση με σήμερα) ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Επρεπε, εξάλλου, κάποτε να το πάρει και ένας Τούρκος και ο δυτικοθρεμμένος Παμούκ προσφερόταν ως γνήσιος εκπρόσωπος της «ευρωπαϊκής» Τουρκίας. Ανάλογα, και στα δύο ελληνικά Νομπέλ μέτρησαν και οι εξωλογοτεχνικοί παράγοντες: το 1963, η Δύση ανακάλυπτε τη σύγχρονη Ελλάδα, η χώρα ήταν «σέξι», trendy, μια εξωτική χαμένη χερσόνησος με πολλά νησιά, άλλοτε κοσμοπολίτικα και άλλοτε παρθένα, περήφανα βουνά, τη Ρούμελη και τη Μάνη του Πάτρικ Λι Φέρμορ, τον Ζορμπά και την Κρήτη, έχοντας μάλιστα πίσω της το αρχαίο κλέος να συνεχίζει να δίνει «τα φώτα του στην Ευρώπη». Ο Σεφέρης, που το πήρε εκείνη τη χρονιά, αυτός ο λάτρης της γαλλικής ποίησης και του Τ. Σ. Ελιοτ (τον οποίο μετέφρασε), με πυλώνες όμως την αρχαία ελληνική γραμματεία, ήταν (και ως επιφανής διπλωμάτης) η ιδανική επιλογή. Αλλά και το 1979, με τη βράβευση του Ελύτη, του ποιητή της «μεταφυσικής του φωτός», βραβευόταν και η χώρα που ήταν έτοιμη να γίνει νέο μέλος στην τότε ΕΟΚ. Εκτοτε, η Ελλάδα (ο σύγχρονος πολιτισμός της μάλλον, και ειδικότερα η γραμματολογία της) έπαψε να αφορά στα σοβαρά τη Δύση – εκτός κι αν επρόκειτο για μια χώρα σε οικονομική κρίση, με διαδηλώσεις και αστέγους. Η πολιτική παράμετρος ως παράγων επιρροής στην τελική επιλογή των μελών ήταν εκεί από τη γένεση του θεσμού το 1901. Λέγεται πως η Ακαδημία αρνιόταν πεισματικά να δώσει το βραβείο στον Τολστόι επειδή ήταν Ρώσος και η Σουηδία εκείνη την εποχή δεν είχε καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουν το βραβείο ο Τσέχοφ και ο Γκόρκι.
Ο πόλεμος με την Αμερική
Η Ακαδημία όμως είχε και τις προστριβές της με συγκεκριμένες εθνικές σχολές λογοτεχνίας, όπως τα τελευταία χρόνια, όταν επήλθε ένας ακήρυκτος πόλεμος μεταξύ Σουηδίας και Αμερικής, μετά τη διαρροή πως τα μέλη της υποτιμούν τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Ειρωνεία: η Ακαδημία βράβευσε έναν (μεγάλο) σύγχρονο Αμερικανό τροβαδούρο, τον Μπομπ Ντίλαν (2016) και μια επίσης σπουδαία Αμερικανίδα ποιήτρια, τη Λουίζ Γκλικ (2020), αλλά το τελευταίο αμερικανικό όνομα στον χώρο της μυθιστοριογραφίας που έλαβε το βραβείο ήταν η Τόνι Μόρισον (το μακρινό 1993). Παροιμιώδης υπήρξε και η παραφιλολογία γύρω από τη μη βράβευση του Φίλιπ Ροθ, ονόματος που «έπαιζε» επίμονα στις υποψηφιότητες επί σειράν ετών. Εδώ όμως μπήκε μάλλον η πολιτική ορθότητα στη μέση, με αποτέλεσμα ο «πορνολάγνος» Ροθ να πεθάνει το 2018, στα 85 του, αβράβευτος. Συνεπώς, η σπέκουλα κάθε χρόνο δίνει και παίρνει. Τι λοιπόν μπορεί να φέρει το 2024; Ποιον ή ποια θα δούμε να σηκώνει το βαρύτιμο τρόπαιο, το κορυφαίο των γραμμάτων στον πλανήτη;
Τα φαβορί του 2024
Οσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα έχουν βαρεθεί να ακούν το όνομα του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι. Αλλο όνομα που «παίζει» δυνατά είναι η Ρωσίδα πεζογράφος Λουντμίλα Ουλίτσκαγια, πλην όμως η υποψηφιότητά της παρουσιάζει δυσκολίες όσον αφορά την πολιτική παράμετρο της περίπτωσής της (βλέπε Ρωσία του Πούτιν). Η Κινέζα Καν Σούε, η οποία προέρχεται από οικογένεια αντιφρονούντων που διώχθηκε από το κινεζικό καθεστώς, με σειρά έργων στο ενεργητικό της που διεισδύουν με τόλμη στη σφαίρα της πειραματικής λογοτεχνίας, είναι επίσης μια πολύ δυναμική υποψηφιότητα. Ο Γάλλος Μισέλ Ουελμπέκ είναι ένα άλλο τεράστιο όνομα που ακούγεται, αλλά μάλλον δεν έχει τύχη, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής ορθότητας που δεν αντέχει τις αμφιλεγόμενες απόψεις του. Ο Αυστραλός Τζέραλντ Μαρνέιν, για πολλούς ο κορυφαίος εν ζωή πεζογράφος της χώρας, είναι επίσης ένα όνομα που ακούγεται πολύ για το Νομπέλ, όπως και ο Ρουμάνος Μίρτσεα Καρταρέσκου. Να αναφέρουμε εδώ την Καναδή ποιήτρια και δοκιμιογράφο Αν Κάρσον και τον Ιρλανδό Τζον Μπάνβιλ. (Το 2009, σε ημερήσια εκδρομή με τον Μπάνβιλ, τη μεταφράστριά του Τόνια Κοβαλένκο και τον φωτογράφο Νίκο Κοκκαλιά στο μαντείο των Δελφών –κατόπιν αιτήματος του συγγραφέα–, τόλμησα να θίξω τις φήμες γύρω από το Νομπέλ, αλλά έκανε ότι δεν άκουσε. Το Νομπέλ, όταν ακούγεται αλλά ΔΕΝ έρχεται, πονάει.) Τέλος, όσον αφορά την Αμερική που δεν πολυχωνεύει η Ακαδημία, το όνομα της Τζόις Κάρολ Οουτς ακούγεται όπως και αυτό του άφαντου Τόμας Πίντσον και, βέβαια, του φωτογενούς Πολ Οστερ (ο οποίος νοσεί σοβαρά με καρκίνο...).
Ιδιωτικές απονομές
Ο καθένας από εμάς έχει απονείμει ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας μέσα του, αγνοώντας τις επιταγές των ιθυνόντων της Ακαδημίας στη Στοκχόλμη. Ποιον θα ήθελα, λοιπόν, να δω να το παίρνει μέσα στο 2024; Ο Β ρ ε τ α ν ό ς Τ ζ ο ύ λ ι α ν Μπαρνς. Αγγλος που λατρεύει τη γαλλική κουλτούρα, ο Μπαρνς (γεννημένος το 1946 στο Λέστερ) είναι ένας περίτεχνος συγγραφέας, ο οποίος έχει κατορθώσει να συνδυάσει τον πειραματισμό στις αφηγηματικές του φόρμες με μια εξαιρετικά δραστική, άμεση γραφή, που συχνά έρχεται σαν το τσεκούρι του Κάφκα «να σπάσει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας». Από τον «Παπαγάλο του Φλομπέρ» (1984) και την «Ιστορία του κόσμου σε 10½ κεφάλαια» (1989) έως τα «Αγγλία, Αγγλία» (1998), «Αρθουρ και Τζορτζ» (2005) και τα συνταρακτικά «Ενα κάποιο τέλος» (2011 Βραβείο Μπούκερ), «Αχός της εποχής» (2016) και «Η μοναδική ιστορία» (2018), ο Μπαρνς, πολλές φορές ακροπατώντας πάνω σε ιστορικά δεδομένα και πραγματολογικά μιλώντας υπαρκτές –και άκρως προσωπικές– καταστάσεις, έχει επινοήσει μια μεγάλη ποικιλία από τρόπους για να μιλήσει για τις μεγάλες ανθρώπινες απορίες, αυτές για τις οποίες συχνά απομένουμε βουβοί και ταραγμένοι. Η γαλλική φινέτσα και το αγγλικό χιούμορ του συνυπάρχουν με μια βαθιά τραγική αίσθηση του ανθρώπινου βίου. Απαιτητικός συγγραφέας, για υποψιασμένους αναγνώστες, αλλά και άμεσος, προσιτός για τον οποιονδήποτε, επιπλέον δεν φοβάται το συναίσθημα. Το πιθανότερο είναι να μην πάρει το βραβείο. Και τι με αυτό; Το έργο, η φωνή, η γραφή είναι όλα εκεί, έξω. Ουδείς, εξάλλου, θα πάρει το βραβείο μαζί του στον τάφο. Και για να κλείσουμε όπως περίπου αρχίσαμε, είναι αυτό που λέει μια γνωστή τουρκική παροιμία: Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.