![](https://www.kathimerini.com.cy/assets/modules/wnp/articles/202502/548058/images/b_helicopter1.jpg)
![Του Παύλου Ξανθούλη](assets/modules/wnp/authors/137/images/pavlosxanthoulis3.jpg)
Του Παύλου Ξανθούλη
Τρία μεγάλα μέτωπα διαφωνίας ανέδειξαν οι συζητήσεις της άτυπης Συνόδου Κορυφής για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, ενόψει των προτάσεων που αναμένεται να βάλει στο τραπέζι των «27» η Κομισιόν και του τακτικού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα πραγματοποιηθεί το διήμερο 20-21 Μαρτίου. Έγκυρη κοινοτική πηγή, ανέφερε στην «Κ» ότι «τα αποτελέσματα της άτυπης Συνόδου Κορυφής αναδεικνύουν αφενός αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, ενώ αφετέρου παραπέμπουν σε τρία πεδία διαφωνιών, τα οποία επισκίασαν τις συζητήσεις: Το πρώτο είναι πόσα χρήματα θα δαπανηθούν για την ευρωπαϊκή άμυνα, το δεύτερο είναι από πού θα προέλθουν αυτά τα χρήματα και το τρίτο, που ίσως αποδειχθεί περισσότερο περίπλοκο από όσο ακούγεται, είναι ποιοι θα είναι οι προμηθευτές».
Δεδομένου ότι η Γαλλία επιθυμεί όπως τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη αποκτήσουν «προνομιακό καθεστώς» στις προμήθειες, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των εταίρων έχει αντίθετη άποψη, καθώς για ευνόητους λόγους δεν επιθυμεί να αφήσει εκτός τις ΗΠΑ, οι οποίες φέρονται όχι μόνο να επιθυμούν αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ε.Ε., αλλά και να επωφεληθούν από την πώληση αμερικανικών οπλικών συστημάτων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προμήθειας οπλικών συστημάτων στην Ε.Ε. και από τρίτες χώρες, «χωρίς απαγορεύσεις», εκτιμάται ότι θα επιχειρηθεί να τύχει εκμετάλλευσης και από την Τουρκία που παρακολουθεί τις εξελίξεις και φέρεται να έχει ήδη προσεγγίσει τις Βρυξέλλες.
Η Λευκωσία, μέσα σε όλα αυτά, βλέπει μια μεγάλη ευκαιρία, θεωρώντας ότι η αντιπαράθεση του Ντόναλντ Τραμπ και των ευρωπαϊκών χωρών που μετέχουν στο ΝΑΤΟ, με φόντο την αύξηση των δαπανών για την άμυνα στο 5% του ΑΕΠ, δημιουργεί μια προοπτική «αυτονόμησης» της ευρωπαϊκής άμυνας. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτής της προσπάθειας για αυτονόμηση, κρύβουν μεγάλες δυσκολίες, όπως διαφάνηκε στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής, κυρίως σε σχέση με τον «προμηθευτή» των οπλικών συστημάτων για την ευρωπαϊκή άμυνα, κάτι επί του οποίου η Λευκωσία «δεν φέρεται να πήρε θέση», όπως ανέφερε στην «Κ» ξένη διπλωματική πηγή.
Οι προφανείς δυσκολίες
Οι δυσκολίες που προκύπτουν επί του προκειμένου είναι άλλωστε προφανείς για την Κυπριακή Δημοκρατία: Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης θα στηρίξει τον Εμανουέλ Μακρόν που επιθυμεί όπως η προμήθεια των οπλικών συστημάτων επιφυλάσσει προνομιακό καθεστώς για τα ευρωπαϊκά κράτη, δηλαδή για την ίδια τη χώρα του, τη Γαλλία, στην οποία η Κύπρος έχει επενδύσει σχεδόν αποκλειστικά την προώθηση των κυπρογενών ζητημάτων στην Ε.Ε; Και θα συναινέσει στο κλείσιμο της πόρτας για προμήθεια εξοπλισμών προς την Ε.Ε., από τις ΗΠΑ, στην οποία την ίδια ώρα η Λευκωσία επενδύει για την αναβάθμιση της βάσης Ανδρέας Παπανδρέου, έχοντας υπογράψει τρία αμυντικά προγράμματα συνεργασίας με την Ουάσιγκτον, ενώ προσβλέπει και σε αμερικανική στήριξη στο Κυπριακό; Ή θα πράξει το ακριβώς αντίθετο;
Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι όσο θετικά κι αν αποτιμάται από τη Λευκωσία η προσπάθεια της Ε.Ε. για αυτονόμηση της ευρωπαϊκής άμυνας, κυρίως σε ό,τι αφορά στην κάλυψη του κενού που αφήνει στην Κύπρο η απουσία συμφωνίας ασφαλείας με το ΝΑΤΟ, άλλο τόσο δύσκολες θεωρούνται οι «λεπτομέρειες» υλοποίησης της ευρωπαϊκής προσπάθειας.
Κύκλοι στις Βρυξέλλες σημείωναν ότι «γίνεται αντιληπτό, ότι όλα τα μικρά κράτη (σ.σ. στα οποία περιλαμβάνεται και η Κύπρος), τηρούν αποστάσεις για ευνόητους λόγους από το ζήτημα του προμηθευτή των οπλικών συστημάτων για την ευρωπαϊκή άμυνα και όπως όλα δείχνουν θα πορευθούν με το ρεύμα που θα δημιουργηθεί».
Οι διαφωνίες Ε.Ε.
Το πρώτο μεγάλο αγκάθι στις δρομολογούμενες αποφάσεις της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, είναι το ύψος των κονδυλίων που θα διατεθούν. Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει αναφερθεί σε ποσά της τάξης των 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την επόμενη δεκαετία, την ίδια ώρα που ο ηγέτης της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ μιλούσε για ποσά 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, με ορίζοντα τριετίας. Το αποτέλεσμα της εξίσωσης της ευρωπαϊκής άμυνας «χειραγωγείται» πάντως από την απαίτηση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, όπως τα ευρωπαϊκά κράτη, που είναι και μέλη του ΝΑΤΟ, βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη και διαθέσουν ποσά που ισοδυναμούν με ποσοστό 5% του ΑΕΠ τους, προειδοποιώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα αφαιρέσει την αμερικανική ομπρέλα προστασίας από την Ευρώπη. Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, μιλώντας προ μερικών εβδομάδων στην Ευρωβουλή, παρέπεμψε σε ποσοστά «βορείως του 3%», κάτι που μεταφράζεται σε κονδύλια πολύ μεγαλύτερα του 3% ΑΕΠ, αν και απέφυγε να τα προσδιορίσει σε απόλυτες τιμές.
Το δεύτερο ζήτημα, είναι εξίσου εύλογο: Από πού θα προέλθουν τα εν λόγω ποσά; Αρκετά κράτη-μέλη υποστηρίζουν την έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, δηλαδή ευρωομολόγου για την άμυνα, το οποίο πάντως προσκρούει στη Γερμανία. Επιχειρώντας προφανώς να εξεύρει μια συμβιβαστική λύση, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει προτείνει όπως ενεργοποιηθεί μια ρήτρα έκτακτης ανάγκης, ώστε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης να αποκτήσει τέτοια ευελιξία, η οποία να εξαιρεί τα κονδύλια για την άμυνα από τις εθνικές δαπάνες των κρατών-μελών. Οι οποίες δαπάνες θα αυξάνονται μεν, αλλά χωρίς να ενεργοποιούνται σε βάρος τους οι πρόνοιες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σε ό,τι αφορά στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Και το τρίτο ζήτημα είναι αυτό της προμήθειας των εξοπλισμών, στο οποίο όπως έλεγε ξένη διπλωματική πηγή, φέρεται να επενδύει η νέα αμερικανική διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ. Με άλλα λόγια, στη βάση αυτής της ανάγνωσης, ο νέος πλανητάρχης δεν ζητάει απλώς από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που είναι και μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να αυξήσουν τις δαπάνες τους για την αγορά αμυντικών συστημάτων. Αλλά επιθυμεί να εξασφαλίσει και οικονομικό κέρδος, ως βασικός ή έστω ένας από τους βασικούς προμηθευτές των εν λόγω αμυντικών εξοπλισμών της Ε.Ε. Γεγονός που ευνοεί μεγάλος αριθμός χωρών, αλλά όχι και η Γαλλία, η οποία απαιτεί «προνομιακό ευρωπαϊκό καθεστώς», επιφυλάσσοντας για την ίδια τη χώρα, την εξασφάλιση σημαντικών κερδών μέσα από το κυοφορούμενο νέο δόγμα της «ευρωπαϊκής άμυνας».