Του Παύλου Νεοφύτου
Μέτωπο Γενικής Εισαγγελίας – Βουλής σε επίπεδο Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ανοίξει η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, να μην υπογράψει τον δεύτερο Νόμο για το Πόθεν Έσχες, που ψήφισε η ολομέλεια της Βουλής στις 11 Ιουλίου, με βάση τον οποίο είναι υποχρεωμένοι να καταθέτουν δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων, ώστε να ελέγχονται για αθέμιτο πλουτισμό, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, αλλά να προχωρήσει σε αναφορά του Νόμου, με την υπόθεση να ορίζεται ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου για τις 4 Σεπτεμβρίου. Υπενθυμίζεται ότι η ετοιμασία των σχετικών νομοθετημάτων γύρω από τον εκσυγχρονισμό της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων και άλλων αξιωματούχων, ώστε να οδηγηθούν στην Ολομέλεια και να υπερψηφιστούν (με 41 ψήφους υπέρ και 1 εναντίον) είναι το αποτέλεσμα μίας πολυβασανισμένης και μακρόχρονης συζήτησης τριών χρόνων ή 23 συνεδριάσεων στα έδρανα της Βουλής, όπου -για να θυμηθούμε και τον Λένιν- το «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω» ήταν ο κανόνας, κάτι που επιδέχεται ερμηνειών για το μέγεθος και το επίπεδο της πολιτικής ωριμότητας στον τόπο μας.
Τα επιχειρήματα
Η Βουλή θα εκπροσωπηθεί στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο από τον δικηγόρο της Χρήστο Κληρίδη, ο οποίος, όπως πληροφορείται η «Κ», στην επιχειρηματολογία του αναμένεται να σταθεί στο γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είναι πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, τα οποια όπως και άλλοι αξιωματούχοι έχουν την υποχρέωση να ελέγχονται για τα περιουσιακα τους στοιχεία. Θα τονιστεί ότι πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως η διαφάνεια σε ό,τι αφορά πρόσωπα που συγκεντρώνουν πολλές εξουσίες στα χέρια τους, ότι άλλοι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι που εντάχθηκαν στον Νόμο δεν έφεραν ένσταση και ότι είναι ελεγχόμενοι ως διώκτες και διάδικοι σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων και ποσώς μπορούν να τύχουν αντιμετώπισης όπως οι δικαστές, οι οποίοι προχώρησαν σε αυτορρύθμιση για το έλεγχο των περιουσιακών τους στοιχείων.
Υπενθυμίζεται ότι στο στάδιο της συζήτησης της νομοθεσίας για το Πόθεν Έσχες, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα εξέφρασαν την επιθυμία για αυτορρύθμιση, όπως οι δικαστές. Πρότειναν να υποβάλλουν δήλωση περιουσιακών στοιχείων των ιδίων, των συζύγων και των ανήλικων παιδιών τους, με τα ίδια ακριβώς στοιχεία που απαιτούνται από τους δικαστές, στον πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα τηρεί ειδικό αρχείο και θα ασκεί έλεγχο κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση και θα μπορεί να ζητά και διευκρινίσεις. Δεν υπήρχε πρόθεση δημοσιοποίησης των στοιχείων, επειδή θεωρούσαν ότι διαφέρον από τα Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα, επειδή υπηρετούν έναν ανεξάρτητο θεσμό «μακριά από οποιαδήποτε πολιτική επιρροή». Είχαν εκφράσει, μάλιστα, τη θέση πως κάτι τέτοιο θα τους υποχρέωνε να αντιμετωπίζουν κακόπιστα και αναληθή σχόλια. Η επιθυμία της ηγεσίας της Νομικής Υπηρεσίας δεν πέρασε από την ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Επιτροπής Θεσμών της Βουλής.
Καθαρά νομική επιχειρηματολογία
Οι αναφορές του Προέδρου, οι οποίες δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, είναι αποκλειστικά ως προς το ερώτημα αν ένας Νόμος είναι αντισυνταγματικός ή όχι και συνεπώς το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου είναι καθαρά νομικό, δήλωσε στην «Κ» ο νομικός Αχιλλέας Αιμιλιανίδης. «Άρα δεν υπάρχει θέμα να οδηγηθούν μάρτυρες στο Δικαστήριο, αμφισβήτησης γεγονότων ή οτιδήποτε άλλο, είναι καθαρά νομική επιχειρηματολογία ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου, ώστε να εκδοθεί η λεγόμενη ‘‘γνωμάτευση’’, γιατί δεν λέγεται ‘‘απόφαση’’ όταν είναι αναφορά, αν και είναι όπως η ‘‘απόφαση’’ στο νόημα», πρόσθεσε για τη διαδικαστική πτυχή.
Κατά την εκτίμησή του, η γνωμάτευση θα εκδοθεί μέσα στους επόμενους μήνες και δε θα μακρυγορήσει, δεδομένου ότι η εξέταση των αναφορών επιταχύνθηκε, διότι μετά την ψήφιση της μεταρρύθμισης στην ανώτατη δικαστική βαθμίδα από τη Βουλή τον Ιούλιο 2022, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν έχει μεγάλο φόρτο εργασίας, καθώς κυρίως εξετάζει συνταγματικής φύσης θέματα και τις αναφορές του Προέδρου. Ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι συγχρόνως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε σε αναφορά στο Ανώτατο για ακόμη δύο Νόμους.
Η γνωμάτευση θα είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο. «Δεν έχει οποιανδήποτε διακριτική ευχέρεια να αποφανθεί αν συμφωνεί ή αν δε συμφωνεί», εξήγησε ο κ. Αιμιλιανίδης. «Εάν η απόφαση του Δικαστηρίου θα είναι ότι είναι συνταγματικός ο Νόμος, τότε ο Πρόεδρος υποχρεούται να το δημοσιεύσει στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, εάν η απόφαση είναι ότι είναι αντισυνταγματικός ο Νόμος, τότε δε δημοσιεύεται και ουσιαστικά δε γίνεται ποτέ Νόμος», είπε.