Kathimerini.gr
Έναν και πλέον χρόνο μετά τη φονική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, η χώρα φλερτάρει με την ύφεση και «βλέπει» τα δημοσιονομικά της περιθώρια να καταρρέουν, όπως άλλωστε και πολλές οικονομίες της Μέσης Ανατολής, που βιώνει τη μεγαλύτερη κρίση εδώ και δεκαετίες. Οι μάχες σε πολλά μέτωπα –από τη χερσαία εισβολή κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τις αεροπορικές επιδρομές στη Γάζα και τη Βηρυτό, μέχρι την απειλή για επίθεση στο Ιράν– αυξάνουν το οικονομικό κόστος, όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. «Η οικονομία του Ισραήλ φέρει το βάρος του πιο μακροχρόνιου και ακριβού πολέμου στην Ιστορία», είπε ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Μπεζαλέλ Σμότριχ στις 28 Σεπτεμβρίου, μια ημέρα μετά τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές που σκότωσαν τον ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, στη Βηρυτό.
Κάθε μήνα που περνάει η οικονομία του Ισραήλ πλησιάζει σε στασιμότητα, αν όχι σε ύφεση, καθώς εντείνονται οι κίνδυνοι περιφερειακής ανάφλεξης. Η ανάπτυξη μειώθηκε από 6,5% το 2022 σε 2% το 2023 και αναμενόταν να μειωθεί στο 1,1% συνολικά το 2024, σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της κυβέρνησης. Αυτός ο αριθμός είναι πιθανό να αναθεωρηθεί ξανά προς τα κάτω, ανάλογα με τη διάρκεια της σύγκρουσης στον Λίβανο, την κλίμακα της καταστροφής και τον αριθμό των εφέδρων που ανακαλούνται στις ένοπλες δυνάμεις. Η κεντρική τράπεζα του Ισραήλ, την ίδια στιγμή, δεν είναι σε θέση να μειώσει τα επιτόκια για να δώσει πνοή στην οικονομία, επειδή ο πληθωρισμός επιταχύνεται, ωθούμενος από την αύξηση των μισθών και την εκτίναξη των κρατικών δαπανών για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Η τράπεζα του Ισραήλ υπολόγισε τον Μάιο ότι το κόστος που θα προκύψει από τον πόλεμο θα ανέλθει συνολικά σε 66 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών και πολιτικών δαπανών, όπως η στέγαση χιλιάδων Ισραηλινών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Αυτό ισοδυναμεί με περίπου 12% του ΑΕΠ του Ισραήλ.
Μια γενικευμένη σύγκρουση θα μπορούσε να διαταράξει κρίσιμες πετρελαϊκές οδούς και τις χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές.
«Ο πόλεμος έχει επιδεινώσει σημαντικά την κατάσταση στη Γάζα, ωθώντας τον παλαιστινιακό θύλακο σε πρωτοφανή οικονομική και ανθρωπιστική κρίση, ενώ και η Δυτική Οχθη βιώνει ταχεία και ανησυχητική οικονομική παρακμή», ανέφεραν τα Ηνωμένα Εθνη τον περασμένο μήνα. Η οικονομία του Λιβάνου, εν τω μεταξύ, θα μπορούσε να συρρικνωθεί έως και 5% φέτος λόγω των διασυνοριακών επιθέσεων μεταξύ της Χεζμπολάχ και του Ισραήλ, σύμφωνα με την BMI, μια εταιρεία έρευνας αγοράς που ανήκει στη Fitch Solutions. Σε όλη τη Μέση Ανατολή, όμως, μια γενικευμένη σύγκρουση θα μπορούσε να διαταράξει κρίσιμες πετρελαϊκές οδούς. Οι χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πετρελαίου για να στηρίξουν τις οικονομίες τους –όπως το Ιράκ, το Κουβέιτ, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, μεταξύ άλλων– θα αντιμετωπίσουν κρίση.
Η Σαουδική Αραβία, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, εξάγει περισσότερα από έξι εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέσω των στρατηγικών πλωτών οδών του Κόλπου, με ετήσια έσοδα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά και το Μπαχρέιν, λόγου χάρη, βασίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου για περισσότερο από το 60% του εθνικού του προϋπολογισμού, κι ένα κλείσιμο των Στενών του Ορμούζ θα ήταν καταστροφικό για την οικονομία του. Τα ΗΑΕ παράγουν περίπου τρία εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα και επιδιώκουν να διπλασιάσουν τα επόμενα χρόνια. Το Κατάρ εξάγει φυσικό αέριο αξίας 100 δισ. δολαρίων ετησίως και το Κουβέιτ υπολογίζει σε 62 δισ. δολάρια ετησίως για να καλύψει το 90% των κρατικών του εσόδων.
Η ξαφνική απώλεια εσόδων, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγόμενων αγαθών για εγχώρια κατανάλωση, θα μπορούσε να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, όπως ακριβώς θα μπορούσε να συμβεί και στη Δύση. Η κατάσταση θα ήταν ιδιαίτερα οξεία για τα κράτη της Μέσης Ανατολής που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις, ενώ μια παρατεταμένη σύγκρουση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις λεπτές ισορροπίες, οδηγώντας σε ελλείψεις και εκτόξευση του πληθωρισμού. Οι ξένες επενδύσεις στη Μέση Ανατολή –μια βασική πτυχή στρατηγικών, όπως το Saudi Vision 2030, που στοχεύει στη διαφοροποίηση της οικονομίας της χώρας και την απεξάρτηση από το πετρέλαιο– πιθανότατα θα εξαντλούνταν, καθώς οι εταιρείες θα αποχωρούσαν λόγω αστάθειας. Ολα αυτά θα δημιουργούσαν μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας σε μια ήδη εύφλεκτη περιοχή.