Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο πληθωρισμός το Μάρτιο εκτινάχθηκε σε υψηλά επίπεδα 30ετίας, της τάξεως του 7%. Η άνοδος αυτή ως επί το πλείστον οφείλεται σε έναν συνδυασμό των προβλημάτων της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, που προέκυψαν κατά την ανάκαμψη από την πανδημία και της πρόσφατης αναταραχής στην αγορά εμπορευμάτων, που συνδέεται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έπειτα από μηνιαία άνοδο 1,1% στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το Μάρτιο, ο ετήσιος δείκτης ενισχύθηκε στο 7% από το 6,2% του Φεβρουαρίου. Ο δομικός πληθωρισμός, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται το ευμετάβλητο στοιχείο των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, ανήλθε στο 5,7% σε ετήσια βάση, εν συγκρίσει με το 5,2% του Φεβρουαρίου.
Η σε ετήσια βάση άνοδος 6,2% του δείκτη κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου υπερβαίνει κατά πολύ την πρόβλεψη για 5,7% της Τράπεζας της Αγγλίας για τον Φεβρουάριο. Απλά λειτουργεί ως επιβεβαίωση ότι η εννεαμελής επιτροπή νομισματικής πολιτικής της θα προχωρήσει σε ακόμα μια αύξηση 25 μονάδων βάσης στο 1%, όταν συνεδριάσει την 5η Μαΐου. Παρά το γεγονός ότι η τράπεζα είχε δηλώσει ότι θα εξετάσει σοβαρά την προοπτική να πωλήσει κρατικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος σύσφιγξης της πολιτικής της, αφ’ ής στιγμής το βασικό επιτόκιο ανέλθει στο 1%, προσέθεσε ότι μια τέτοια κίνηση θα εξαρτηθεί και από τις συνθήκες στην αγορά. Ενώ δεν θεωρείται απίθανο η τράπεζα να αρχίσει τις πωλήσεις της ήδη από τον επόμενο μήνα, προβλέπουμε οι αξιωματούχοι της να περιμένουν έως ότου η αστάθεια της αγοράς και ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων με κάποιον τρόπο συγκρατηθούν – αυτό ίσως συμβεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Η εκτίναξη των τιμών παραγωγού, καθώς και των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν έχουν πλήρως μετατοπισθεί στις τιμές καταναλωτή. Ύστερα από μια σειρά συνεχών εκπλήξεων, με τα δεδομένα του πληθωρισμού να αποτυπώνουν ανοδική τάση κατά τη διάρκεια του 2021 και στις αρχές του 2022, το πότε θα κλιμακωθεί η τωρινή έξαρση και πόσο θα διαρκέσει είναι κάτι που δεν γνωρίζουμε.
Αναμένουμε ο ετήσιος δείκτης να φθάσει στο αποκορύφωμά του τον Απρίλιο, ήτοι σε επίπεδα 8,5% έως 9%, όταν το ανώτατο όριο στις χρεώσεις ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά ανήλθε εξαιτίας της διόγκωσης των τιμών ενέργειας στην παγκόσμια αγορά χονδρικής. Οπότε, τέλος, θεωρούμε πως το δεύτερο εξάμηνο φέτος και το 2023 θα δούμε μια αποσυμπίεση των τιμών, αφενός λόγω μετριασμού της ζήτησης εξαιτίας του πολέμου, αφετέρου λόγω σταδιακής αποσυμφόρησης της εφοδιαστικής αλυσίδας.
* Ο κ. Κάλουμ Πίκερινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.