Πολ Κρούγκμαν / The New Yok Times
Οι οικονομικές δυσκολίες των χρόνων μετά την πανδημία έχουν οδηγήσει σε έντονες συζητήσεις. Ενα πράγμα στο οποίο σχεδόν όλοι συμφωνούν, ωστόσο, είναι ότι η μετά τον κορωνοϊό κρίση ελάχιστα μοιάζει με εκείνην τη χρηματοπιστωτική του 2008. Οπότε, σίγουρα, η Κίνα –η μεγαλύτερη ή η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ανάλογα με το πώς τη μετράτε– φαίνεται να βρίσκεται στο χείλος μιας κρίσης πολύ παραπλήσιας με ό,τι πέρασε ο υπόλοιπος κόσμος το 2008. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κατανοώ επαρκώς την Κίνα, ώστε να αποφανθώ εάν θα ανακόψει την πορεία προς το σημείο εκείνο, στο οποίο όλοι ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι το μη βιώσιμο χρέος είναι όντως μη βιώσιμο. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι σίγουρος αν κάποιος άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένων των Κινέζων αξιωματούχων, γνωρίζει την απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Παρά ταύτα, μπορούμε να απαντήσουμε σε μια πιο συγκεκριμένη ερώτηση: Εάν η Κίνα έχει όντως μια κρίση τύπου 2008, θα εξαπλωθεί και αυτή με δραματικό τρόπο και στις άλλες χώρες και δη στις ΗΠΑ; Η απάντηση σαφώς και είναι αρνητική. Οσο μεγάλη και αν είναι η οικονομία της Κίνας, η Αμερική έχει εξαιρετικά μικρή οικονομική ή εμπορικής φύσεως έκθεση στα προβλήματα της πρώτης.
Τώρα, ας αναφέρουμε και τον λόγο που η Κίνα του 2023 μοιάζει με τις οικονομίες τόσο της Αμερικής όσο και της Ευρώπης του 2008. Η κρίση του 2008 προκλήθηκε από το σκάσιμο μιας τεράστιας υπερατλαντικής «φούσκας» στα στεγαστικά δάνεια, της οποίας τα αποτελέσματα μεγεθύνθηκαν από τη διάλυση ειδικά των «σκιωδών τραπεζικών ιδρυμάτων» τα οποία λειτουργούσαν ως τράπεζες, δημιουργούσαν το επενδυτικό ρίσκο που οδηγούσε σε μαζικές αναλήψεις, αλλά το όλο σύστημα ήταν άναρχο άνευ ασφαλιστικών δικλίδων, που παρέχουν οι συνηθισμένες τράπεζες. Σήμερα η Κίνα έχει έναν κλάδο ακινήτων ακόμη πιο διογκωμένο από εκείνον των δυτικών χωρών το 2008, έναν εξαιρετικά προβληματικό σκιώδη τραπεζικό τομέα, καθώς και τεράστια χρέη των τοπικών αρχών. Τα καλά νέα είναι ότι η Κίνα δεν είναι ούτε Αργεντινή ούτε Ελλάδα, που είχαν τεράστιες οφειλές σε ξένους επενδυτές. Οπότε, με πάσα ειλικρίνεια, εδώ το χρέος το οφείλει η Κίνα στον εαυτό της, ενώ η κεντρική κυβέρνηση θα πρέπει να επιλύσει την κρίση μέσω κάποιου συνδυασμού διάσωσης οφειλετών και περικοπών για τους πιστωτικούς ομίλους. Μπορεί, όμως, το Πεκίνο να διαχειριστεί το είδος της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης που χρειάζεται η οικονομία του; Εχουν οι υπάλληλοι επαρκή αποφασιστικότητα ή διανοητική διαύγεια ώστε να κάνουν το επιβεβλημένο; Για το τελευταίο ανησυχώ. Η Κίνα πρέπει να αντικαταστήσει τις μη βιώσιμες επενδύσεις σε ακίνητα με υψηλότερη καταναλωτική ζήτηση. Ωστόσο, ορισμένες αναφορές υποδηλώνουν ότι οι ανώτατοι αξιωματούχοι παραμένουν καχύποπτοι για τις «σπάταλες» καταναλωτικές δαπάνες και επίσης αποσιωπούν την ιδέα της «ενδυνάμωσης των ατόμων να λαμβάνουν περισσότερες αποφάσεις για το πώς ξοδεύουν τα χρήματά τους». Και δεν είναι καθησυχαστικό ότι οι Κινέζοι αξιωματούχοι ανταποκρίνονται στην πιθανή κρίση, πιέζοντας τις τράπεζες να δανείσουν περισσότερα, ούτως ειπείν, συνεχίζοντας την πορεία που έφερε την Κίνα εκεί όπου βρίσκεται σήμερα.