Ενώ οι τελευταίες παραδόσεις λογαριασμών ρεύματος για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στους καταναλωτές, αναμένεται ότι και οι επόμενοι λογαριασμοί θα είναι φουσκωμένοι, τουλάχιστον όσον αφορά την τιμή της κιλοβατώρας.
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο Τύπου της ΑΗΚ Χριστίνα Παπαδοπούλου, η τιμή της κιλοβατώρας ανέρχεται στα 35 σεντ και είναι κατά 3% αυξημένη σε σχέση με τον αντίστοιχο λογαριασμό του προηγούμενου μήνα, ή κατά 16,5% πιο πάνω σε σύγκριση με πέρσι την αντίστοιχη περίοδο.
Αυτό σημαίνει ότι σε σύνολο κατανάλωσης 800 κιλοβατώρων, το κόστος θα είναι 279 ευρώ, και κατανάλωση 1.000 κιλοβατώρες θα κοστίσει στον καταναλωτή γύρω στα 350 ευρώ. Εκτιμάται ότι παρά την αύξηση του κόστους της κιλοβατώρας, ο συνολικός λογαριασμός θα είναι αισθητά πιο ξεφούσκωτος από την προηγούμενη διμηνία, λόγω των πιο ήπιων καιρικών συνθηκών.
Υπερισχύει η συμβατική ενέργεια
Οι αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος επηρεάζουν αναπόφευκτα την πλειοψηφία των καταναλωτών, εφόσον όπως προκύπτει από τις μετρήσεις, το ποσοστό παραγωγής και κατανάλωσης ενε΄ργειας από ανανεώσιμες πηγές παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς, στις 2 Οκτωβρίου, από τα 735 μεγαβάτ που ήταν η συνολική ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος, τα 387 καλύφθηκαν από συμβατική παραγωγή και τα 355 μεγαβάτ από φωτοβολταϊκά, αιολική ενέργεια και βιομάζα.
Η κάλυψη από ηλιακή ενέργεια περιορίζεται στις ώρες ηλιοφάνειας, και ξεπερνά τα 200 μεγαβάτ από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα. Διάστημα δηλαδή που η πλειοψηφία των καταναλωτών δεν καταναλώνουν ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι. Κατά τις βραδινές ώρες η συνεισφορά της ηλιακής ενέργειας συρρικνώνεται σε μονοψήφιους αριθμούς, ενώ αξιοποιείται κατά κόρον η συμβατική ενέργεια. Για παράδειγμα, στις 8 το βράδυ της Δευτέρας, από την συνολική ζήτηση των 678 μεγαβάτ, τα 664 καλύφθηκαν από συμβατική παραγωγή.
Σημειώνεται ότι, για όλο το 2022 το ποσοστό διείσδυσης Ανανεώσιμων Πηγών στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας της Κύπρου ήταν στο 17%, και η συνεισφορά της ηλιακής ενέργειας και των φωτοβολταϊκών συστημάτων στο σύνολο της κατανάλωσης, ανήλθε μόλις στο 11,9%.