Η οικονομία της Ευρωζώνης ενδεχομένως τώρα να βρίσκεται στα πρόθυρα της ανάκαμψης. Μετά τη στασιμότητα που εμφάνισε από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 και τους πρώτους μήνες του 2024 με την κάποια σχετική αδυναμία της, η οικονομία ίσως να ξεκινήσει να ανακάμπτει και πάλι από την άνοιξη και μετά. Η αγορά εργασίας παραμένει ισχυρή, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού υποδηλώνει άνοδο του εισοδήματος, οι συνθήκες δανεισμού χαλαρώνουν καθώς η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μ.β. τον Ιούνιο, ενώ η παγκόσμια διόρθωση των αποθεμάτων μειώνεται. Αν και οι πρώιμοι δείκτες, όπως ο δείκτης διευθυντών προμηθειών, το καταναλωτικό κλίμα και οι οικονομικές έρευνες του γερμανικού ινστιτούτου Ifo, παραμένουν συγκρατημένοι, εντούτοις κινήθηκαν προς τη σωστή κατεύθυνση τον Μάρτιο.
Σε εναρμόνιση με τις κατά συναίνεση προβλέψεις του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, ο δείκτης οικονομικού κλίματος της Ευρωζώνης βελτιώθηκε στις 96,3 μονάδες τον Μάρτιο, από τις προς τα πάνω αναθεωρημένες 95,5 μονάδες τον Φεβρουάριο. Πάντως, παρέμεινε κάτω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο των 100 μονάδων. Αξίζει να σημειωθεί πως στη βελτίωση αυτή συνέβαλαν όλοι οι κλάδοι, εξαιρουμένου του κατασκευαστικού. Οσο για τον δείκτη προσδοκιών για την απασχόληση, ο οποίος διατηρήθηκε πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο από τον Απρίλιο του 2021, αυτός ενισχύθηκε στις 102,6 μονάδες τον Μάρτιο, από τις 102,5 μονάδες του Φεβρουαρίου.
Θετικά για όλα τα παραπάνω λειτούργησαν και οι προσδοκίες για την απασχόληση. Αυτές εμφάνισαν κάμψη μόνο για τον κλάδο παροχής υπηρεσιών, όταν προηγουμένως βρίσκονταν σε ένα συγκριτικά υψηλό επίπεδο. Στους δε τομείς της μεταποίησης, του λιανικού εμπορίου και των κατασκευών καλυτέρευσαν. Αυτό αμβλύνει τις ανησυχίες για τις αντοχές της απασχόλησης, αν και συγκαλύπτει τις διαταραχές που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι όταν καλούνται να αλλάξουν δουλειά σε διαφορετικούς τομείς. Στο ίδιο μήκος κύματος, οι προσδοκίες των καταναλωτών για την ανεργία υποχώρησαν περαιτέρω τον Μάρτιο. Αναφορικά τώρα με τις προσδοκίες για την πορεία των τιμών, αυτές υποχώρησαν σε όλους τους τομείς, πλην της βαριάς βιομηχανίας. Δεδομένου ότι η εργασία αποτελεί μια σημαντικότατη μεταβλητή κόστους στον κλάδο παροχής υπηρεσιών, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως μια ευπρόσδεκτη υπόδειξη για την ΕΚΤ, η οποία ανησυχεί για τις δευτερογενείς επιπτώσεις του πληθωρισμού από τις υψηλές αυξήσεις μισθών. Οι βιομηχανίες, τέλος, εξακολουθούν να αξιολογούν τα αποθέματά τους ως πολύ μεγάλα συνολικά, αν και η κατάσταση έχει βελτιωθεί αξιοπρόσεκτα από τον Αύγουστο του 2023.
* Ο κ. Σάλομον Φίντλερ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.