Σάλομον Φίντλερ*
Η ΕΚΤ είναι σχεδόν βέβαιο ότι στην αυριανή συνεδρίασή της θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης, αν και το τι θα γίνει κατόπιν δεν είναι σαφές. Εκτιμούμε ότι υπάρχει κατά 60% πιθανότητα να κάνει μια ανάλογη κίνηση στις 14 Σεπτεμβρίου, κάτι το οποίο θα διαμορφώσει το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,5% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 4%, από το σημερινό 4% και 3,5% αντίστοιχα. Ωστόσο, τα πιο αδύναμα οικονομικά δεδομένα, όπως η πτώση του σύνθετου δείκτη διευθυντών προμηθειών στην Ευρωζώνη, υποδηλώνουν ότι η ΕΚΤ έχει περισσότερες πιθανότητες να διατηρήσει αμετάβλητο το κόστος δανεισμού τον Σεπτέμβριο. Οπως πολλές άλλες κεντρικές τράπεζες, η ΕΚΤ προσεγγίζει τώρα το τέλος του κύκλου αύξησης των επιτοκίων της. Το επόμενο έτος, ωστόσο, η ΕΚΤ μπορεί να κάνει κάτι ακραίο. Κι ενώ η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας ενδέχεται να αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια στις αρχές του 2024, αναμένουμε από την ΕΚΤ να τα διατηρήσει κοντά στα ανώτατα επίπεδά τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Η ΕΚΤ πιθανότατα δεν θα δώσει καμία σαφή κατεύθυνση στη συνεδρίασή της σχετικά με το αν θα αυξήσει τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο, αλλά αντίθετα θα επιμείνει σε μια στάση αναμονής, εξαρτώμενης από τα οικονομικά δεδομένα. Κι αυτό συμβαδίζει με τα πρόσφατα σχόλια, ακόμη και του πιο επιθετικού στην προσέγγισή του διοικητή της Τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάας Κνοτ, ο οποίος δήλωσε ότι οι αυξήσεις πέραν του Ιουλίου «δεν είναι καθόλου αναντίρρητες». Οι παράγοντες που θα σταθμίσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ περιλαμβάνουν τον γενικό δείκτη πληθωρισμού και τον δομικό, που αμφότεροι τον Ιούνιο βρίσκονταν στο 5,5% σε ετήσια βάση, άρα είναι πολύ πάνω από τον επίσημο στόχο της. Κι ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις εξασθενούν και το ονομαστικό επιτόκιο θα μπορούσε να υποχωρήσει στο 3% σε ετήσια βάση μέχρι το τέλος του 2023, η ΕΚΤ πιθανότατα δεν θα θελήσει να διακινδυνεύσει τη σημειωθείσα πρόοδο κατά του πληθωρισμού, διακόπτοντας πολύ νωρίς τον κύκλο σύσφιγξης. Τον Σεπτέμβριο η ΕΚΤ θα έχει στη διάθεσή της δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία, όπως ο πληθωρισμός του Ιουλίου και του Αυγούστου, καθώς και οι ενημερωμένες μακροοικονομικές προβλέψεις. Πάντως, εν κατακλείδι, η πραγματική οικονομία δείχνει σημάδια αδυναμίας και η ΕΚΤ θα ήθελε να αποφύγει την ύφεση. Αυτή η προοπτική ευνοεί μια προσεκτική παύση, μόλις αρχίσουν να υποχωρούν οι κίνδυνοι από τις μισθολογικές αυξήσεις. Πιθανώς η ΕΚΤ να πρέπει να υποβαθμίσει τις αισιόδοξες προβλέψεις της για την ανάπτυξη τον Σεπτέμβριο. Επί του παρόντος αναμένει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 0,9% το 2023 και 1,5% το 2024, πολύ περισσότερο από την εκτίμηση του Bloomberg για 0,5% και 1% το 2024.
*Ο κ. Σάλομον Φίντλερ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.