Kathimerini.gr
Ειρήνη Χρυσολωρά
«Αυτή είναι μια υπαρξιακή πρόκληση», γράφει ο Μάριο Ντράγκι στον πρόλογο της έκθεσής του, θέλοντας να καταδείξει γιατί η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στα βήματα που υποδεικνύει για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της.
Ισως είναι μια φράση ανάλογης βαρύτητας με την περίφημη «ό,τι χρειαστεί», που είχε πει το 2012, εκφράζοντας την αποφασιστικότητά του για τη στήριξη του ευρώ με κάθε τρόπο. Τώρα, το διακύβευμα είναι η ίδια η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τη μορφή που τη γνωρίσαμε. Αν χάσει το τρένο της ανταγωνιστικότητας, θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει κάποιους ή όλους τους στόχους και τις φιλοδοξίες στις οποίες στηρίζεται το οικοδόμημά της, όπως εξηγεί ο Ντράγκι. Δεν θα μπορεί να είναι μια Ευρώπη που στηρίζει την ευημερία των πολιτών της, χρηματοδοτεί το κοινωνικό της μοντέλο, φροντίζει για την προστασία του περιβάλλοντος, διακρίνεται για τα τεχνολογικά της επιτεύγματα. Αρα, δεν θα έχει λόγο ύπαρξης.
Το βάρος του ονόματος του τέως πρωθυπουργού της Ιταλίας και τέως προέδρου της ΕΚΤ ίσως βοηθήσει για να αντιμετωπίσει επιτέλους η Ευρώπη προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί χρόνια τώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 2000 η αύξηση του καθαρού διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος έχει αυξηθεί στις ΗΠΑ με διπλάσιο ρυθμό από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Βασικά σημεία των προτάσεων της έκθεσης είναι τα εξής:
• Επικέντρωση σε 3 περιοχές για την τόνωση της ανάπτυξης: προηγμένες τεχνολογίες, απανθρακοποίηση και άμυνα. Πρόκειται για τομείς στους οποίους σε επιμέρους χώρες υπάρχουν δυνάμεις ανάπτυξης, χωρίς όμως συντονισμό.
• Πρόσθετες ετήσιες επενδύσεις 700-800 δισ. ευρώ, με χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και με έκδοση κοινού χρέους – μια πρόταση που συγκέντρωσε ήδη τα πυρά των «λιτοδίαιτων» χωρών. Για την ενίσχυση της ιδιωτικής χρηματοδότηση πρέπει να δημιουργηθεί μια γνήσια Ενωση Αγορών Κεφαλαίου. Και για να ενισχυθεί η τραπεζική χρηματοδότηση πρέπει να ολοκληρωθεί η Τραπεζική Ενωση. Επίσης, ο κοινοτικός προϋπολογισμός πρέπει να αναθεωρηθεί και να επικεντρωθεί σε στρατηγικές προτεραιότητες.
• Αλλαγή στον τρόπο λήψης αποφάσεων, ώστε να μην απαιτούνται πλέον 19 μήνες για να υιοθετηθεί ένα νομοθετικό κείμενο, όπως γίνεται σήμερα. Η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία (χωρίς δηλαδή το δικαίωμα βέτο) πρέπει να επεκταθεί σε περισσότερους τομείς.