Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Σαφές μήνυμα ότι πρέπει να εξεταστούν πιο προσεκτικά οι κίνδυνοι που προέρχονται από τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποστέλλει από τη Φρανκφούρτη το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Elizabeth McCaul. Την ίδια ώρα, στην συνέντευξη που παραχωρεί στην «Κ», τονίζει πως, από τη στιγμή της δημιουργίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας πριν από δέκα χρόνια, οι κυπριακές τράπεζες έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο και η κατάσταση έχει βελτιωθεί θεαματικά σε σχέση με τις σκοτεινές ημέρες του 2013, με το μέλλον να δείχνει ακόμη πιο υποσχόμενο.
Το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ εφιστά την προσοχή στις κυπριακές τράπεζες, λέγοντας πως, η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων σίγουρα έδωσε ώθηση στην κερδοφορία του τραπεζικού τομέα, αλλά τα υψηλότερα επιτόκια ασκούν αρνητική επίδραση στην εγχώρια ζήτηση δανείων τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τα νοικοκυριά.
Αναφέρει επίσης ότι οι επόπτες παρακολουθούν τις εξελίξεις ως προς ορισμένες νομοθετικές προτάσεις σε εθνικό επίπεδο που ενδέχεται να δυσχεράνουν την ικανότητα των τραπεζών να ανακτήσουν την αξία των ακινήτων.
Όσον αφορά την Credit Suisse, θεωρεί ότι υπενθύμισε στις εποπτικές αρχές τη ζωτική σημασία που έχουν οι ενδελεχείς εσωτερικοί έλεγχοι, η αξιόπιστη διαχείριση κινδύνων, η ορθή διακυβέρνηση και τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα.
- Πώς αξιολογείτε την πρόοδο του κυπριακού τραπεζικού τομέα την τελευταία δεκαετία;
- Καταρχάς, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για την εξαιρετική συνεργασία που έχουμε πάντα. Ο ρόλος της στην ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα ήταν καθοριστικός. Από τη στιγμή της δημιουργίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας πριν από δέκα χρόνια, οι κυπριακές τράπεζες έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο. Αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στην ποιότητα του ενεργητικού, καθώς τα κόκκινα δάνεια επανέρχονται σταθερά σε πιο βιώσιμα επίπεδα. Οι συναλλαγές μεγάλης κλίμακας για την απομόχλευση των κόκκινων δανείων που ολοκληρώθηκαν πρόσφατα, οδήγησαν σε υποχώρηση των δεικτών. Ο μέσος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων των κυπριακών τραπεζών διαμορφώνεται σήμερα κάτω από 9%, έναντι επιπέδου υψηλότερου του 50% πριν από λίγα χρόνια. Την ίδια στιγμή, η αυξημένη αποτελεσματικότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις και μέσω προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου, βελτίωσε τη βιωσιμότητα του κόστους λειτουργίας των τραπεζών. Τέλος, χάρη στις εκδόσεις μέσων κατηγορίας 2 το 2022 και το 2023, οι κυπριακές τράπεζες κατέγραψαν αξιοσημείωτη πρόοδο ως προς την ενίσχυση της ικανότητάς τους να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις για τα ίδια κεφάλαια και τις αποδεκτές υποχρεώσεις (MREL). Οι σχετικοί στόχοι που έθεσε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης είναι πλέον εφικτοί. Εν ολίγοις, η κατάσταση έχει βελτιωθεί θεαματικά σε σχέση με τις σκοτεινές ημέρες του 2013 και το μέλλον δείχνει ακόμη πιο υποσχόμενο.
- Θεωρείτε ότι οι κυπριακές τράπεζες έχουν κάνει αρκετά για να αντιμετωπίσουν όλες τις βασικές προκλήσεις εκείνης της περιόδου, ή υπάρχουν ακόμη πράγματα που πρέπει να γίνουν;
- Πρέπει να γίνουν περισσότερα καθώς τα κόκκινα δάνεια στην Κύπρο εξακολουθούν να υπερβαίνουν τον μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ. Αν και οι περισσότερες τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τα κόκκινα δάνεια, κάποιες εξακολουθούν να υστερούν στη μεταβίβαση σημαντικών αποθεμάτων κατασχεμένων στοιχείων ενεργητικού, η ηλικία των οποίων αυξάνεται. Οι πρωτοβουλίες πολιτικής διαδραματίζουν κομβικό ρόλο βοηθώντας τις τράπεζες να σημειώσουν πρόοδο ως προς τη μείωση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού τού παρελθόντος. Σε αυτές περιλαμβάνεται ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για τις κατασχέσεις. Παρακολουθούμε τις εξελίξεις και παραμένουμε επιφυλακτικοί ως προς ορισμένες νομοθετικές προτάσεις σε εθνικό επίπεδο που ενδέχεται να δυσχεράνουν την ικανότητα των τραπεζών να ανακτήσουν την αξία των ακινήτων που παραμένουν στην κατοχή τους και των κόκκινων δανείων.
Η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων σίγουρα έδωσε ώθηση στην κερδοφορία του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο. Ταυτόχρονα όμως, τα υψηλότερα επιτόκια ασκούν αρνητική επίδραση στην εγχώρια ζήτηση δανείων τόσο από τις επιχειρήσεις όσο και από τα νοικοκυριά. Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών εξακολουθεί να εξαρτάται από την επιτυχή εφαρμογή μέτρων μείωσης του κόστους, η οποία πρέπει να ολοκληρωθεί.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω ότι τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο στα υφιστάμενα αλλά και στα νέα δάνεια. Είναι αναγκαίο να βελτιωθούν τα κριτήρια έγκρισης χορηγήσεων ώστε να αποφευχθεί μια συσσώρευση νέων κόκκινων δανείων. Την ίδια στιγμή, περιμένουμε οι κυπριακές τράπεζες να ενισχύσουν τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζουν, ώστε να εντοπίζουν εγκαίρως τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιό τους. Τέτοια μέτρα θα αποφέρουν καρπούς, μειώνοντας την προκυκλικότητα μιας ενδεχόμενης επιβράδυνσης της οικονομίας.
Χρειάζεται εγρήγορση
- Ποιες είναι οι βασικές προκλήσεις για την τραπεζική εποπτεία; Η πτώχευση της Credit Suisse άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπετε τα πράγματα;
- Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα παραμένει συνολικά ανθεκτικό. Οι τράπεζες υπό την εποπτεία μας έχουν γενικά ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας. Ο μέσος δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) των σημαντικών τραπεζών ήταν 15,7% το β΄ τρίμηνο του 2023, ενώ ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) διαμορφώθηκε σε 158% την ίδια χρονική περίοδο. H κερδοφορία των τραπεζών ενισχύθηκε περαιτέρω, με τον δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) των σημαντικών τραπεζών να ανέρχεται, σε ετήσια βάση, σε 10%, έναντι 7,6% πριν από ένα έτος. Αυτό οφείλεται κυρίως στην άνοδο των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων που αντιστάθμισαν τη μείωση του όγκου των δανειακών χορηγήσεων. Από τη σκοπιά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αυτή η άνοδος συνιστά μια ευπρόσδεκτη ομαλοποίηση που αντιστρέφει την τάση μείωσης των περιθωρίων που παρατηρήθηκε στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων των προηγούμενων ετών. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες πρέπει να παραμένουν σε εγρήγορση καθώς και να παρακολουθούν και να προσαρμόζουν συνεχώς την προσέγγισή τους ως προς ενδεχόμενους νέους κινδύνους και ευπάθειες. Η ταχύρρυθμη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής θέτει και αυτή κάποιες προκλήσεις. Για παράδειγμα, καθώς οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων θα μειώνονται, ο ανταγωνισμός στην αγορά για άντληση χρηματοδότησης μπορεί να συνεχίσει να εντείνεται.
Όσον αφορά την Credit Suisse, θεωρώ ότι υπενθύμισε στις εποπτικές αρχές τη ζωτική σημασία που έχουν οι ενδελεχείς εσωτερικοί έλεγχοι, η αξιόπιστη διαχείριση κινδύνων, η ορθή διακυβέρνηση και τα βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Επίσης, αν εξετάσουμε τα γεγονότα που σημειώθηκαν στις ΗΠΑ, η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές φέτος τον Μάρτιο κατέδειξε ότι η συμπεριφορά των καταθετών χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα και μεγαλύτερη αστάθεια. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να ωθήσουν τον κόσμο σε αναλήψεις των καταθέσεών του και οι νέες τάσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στη συμπεριφορά των καταθετών και επομένως στη σταθερότητα των πηγών χρηματοδότησης και της ρευστότητας των τραπεζών. Γι’ αυτό, εξετάζουμε προσεκτικά το επίπεδο διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών καθώς και την επάρκεια των σχεδίων χρηματοδότησής τους.
Παράθυρο ευκαιριών
- Πιστεύετε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ένα επιχειρηματικό μοντέλο κατάλληλο για να παράγει βιώσιμα κέρδη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και να προσελκύει το ενδιαφέρον των επενδυτών κατά τρόπο που θα δώσει ώθηση στις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις τους;
- Δουλειά των εποπτών δεν είναι να παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, αλλά να διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα, την ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών. Οι τράπεζες πρέπει να διαθέτουν ένα ισχυρό και βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο σε ολόκληρη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Σήμερα, οι συνθήκες που έχει δημιουργήσει η νομισματική πολιτική ευνοούν την κερδοφορία των τραπεζών. Πρέπει να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία για να γίνουν πιο αποδοτικές ως προς το κόστος, να αναπτύξουν την καινοτομία και να επενδύσουν σε συστήματα πληροφορικής και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν την εταιρική διακυβέρνησή τους. Έχουμε διαπιστώσει ότι όταν η διοίκηση και το διοικητικό συμβούλιο μιας τράπεζας διαθέτουν την ικανότητα στρατηγικής καθοδήγησης, η τράπεζα είναι ικανή να αποχωρήσει από μη κερδοφόρους τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας και να επεκταθεί επαρκώς σε τομείς στους οποίους έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Καμπανάκι για μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
- Βλέπετε τυχόν κινδύνους στο μέλλον; Κάτι που να προκαλεί ανησυχία στις εποπτικές αρχές;
- Πρέπει να εξεταστούν πιο προσεκτικά οι κίνδυνοι που προέρχονται από τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι ιστορικά παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες μετακινούνται μαζικά προς τομείς που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της τραπεζικής εποπτείας, όπως η πιστωτική διαμεσολάβηση, με αποτέλεσμα ο τομέας της μη τραπεζικής χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης να αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Πρέπει να καλύψουμε τα κενά στα δεδομένα και να ενισχύσουμε την κανονιστική και εποπτική επίβλεψη αυτού του τομέα, ιδίως σε διασυνοριακό επίπεδο. Οι αριθμοί είναι πράγματι εντυπωσιακοί. Κατά μία μέτρηση, στη Ζώνη του Ευρώ, ο τομέας αυτός διπλασιάστηκε μετά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, από 15 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2008 σε 31 τρισεκατομμύρια ευρώ σήμερα, αναλογώντας πλέον στο ήμισυ του χρηματοπιστωτικού τομέα. Μπορώ να αναφέρω εν συντομία τρεις κινδύνους που προκαλεί αυτή η κατάσταση. Πρώτον, η συσσώρευση χρηματοπιστωτικής και συνθετικής μόχλευσης μπορεί να μεταδώσει κινδύνους σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να οδηγήσει σε σημαντικές διαταράξεις. Ο δεύτερος κίνδυνος αφορά τη ρευστότητα. Όπως παρατηρήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Σεπτέμβριο του 2022, προβλήματα ρευστότητας στον τομέα των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορούν εύκολα να μεταδοθούν στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τα επενδυτικά και συνταξιοδοτικά ταμεία που χρησιμοποιούν επενδυτικές στρατηγικές βάσει των υποχρεώσεων (LDI) έλαβαν πολλά αιτήματα παροχής εξασφαλίσεων σε συμφωνίες επαναγοράς καθώς και απαιτήσεις κάλυψης περιθωρίων σε παράγωγα επιτοκίων, με αποτέλεσμα να σημειωθούν μαζικές πωλήσεις μέχρις ότου παρέμβει η Τράπεζα της Αγγλίας. Τρίτον, προκαλούνται κίνδυνοι αντισυμβαλλομένου λόγω των ανοιγμάτων σε παράγωγα που έχουν οι τράπεζες στον τομέα των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια βελτίωσης για να μειωθούν αυτοί οι κίνδυνοι.