ΚΥΠΕ
Συνέρχεται στις 6 Ιουνίου το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο θα αποφασίσει, όπως όλα δείχνουν, τη μείωση των βασικών της επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, σηματοδοτώντας την έναρξη του κύκλου ομαλοποίησης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, στο πλαίσιο του περιορισμού του πληθωρισμού.
Με τη μείωση να θεωρείται δεδομένη από όλους τους οικονομικούς αναλυτές, το ενδιαφέρον επιεντρώνεται στα μηνύματα που θα στείλει η ΕΚΤ αναφορικά με τη μελλοντική πορεία αποκλιμάκωσης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
Ωθούμενη από την εκτόξευση του πληθωρισμού που το 2022 είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, η ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 προχώρησε σε συνολικά δέκα αυξήσεις επιτοκίων, ή σωρρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης, στέλνοντας τα βασικά της επιτόκια σε επίπεδα ρεκόρ. Παράλληλα, μετά την τελευταία αύξηση τον Σεπτέμβριο, η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκιά της αμετάβλητα για πέντε συνεχόμενες συνεδρίες.
Όπως δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο οικονομολόγος και μέλος του ΔΣ της KPMG, Τάσος Γιασεμίδης, παρά τη μικρή αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη τον Μάιο, η μείωση των επιτοκίων «πρέπει να θεωρείται δεδομένη».
Όπως αναφέρει σε σημείωμά της η γερμανική επενδυτική τράπεζα, Berenberg, η ΕΚΤ έχει «ντε φάκτο» προαναγγείλει μια μείωση 25 μονάδων βάσης την ερχόμενη Πέμπτη, αλλά θα δώσει περιορισμένη καθαρότητα ως προς τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής, ενώ μια μείωση τον Ιούλιο θεωρείται «απίθανη».
Το δεδομένο είναι ότι, παρά τη μείωση των επιτοκίων, ο κύκλος της νομισματικής πολιτικής θα παραμείνει περιοριστικός, αν και σε πιο ήπιο επίπεδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τάσος Γιασεμίδης επεσήμανε ότι «η μείωση αυτή έχει περισσότερο σημασιολογική ερμηνεία, εφόσον η περίοδος των υψηλών επιτοκίων αναμένεται να παραμείνει για αρκετό διάστημα, εφόσον οι μειώσεις δεν θα έχουν την ταχύτητα και το μέγεθος των αυξήσεων που είδαμε τα τρία τελευταία χρόνια».
«Οι δανειολήπτες», είπε, «θα πρέπει να συνεχίσουν τη διαχείριση του προϋπολογισμού τους με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι θα το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων θα παραμείνει για αρκετό χρονικό διάστημα, εφόσον οι αποφάσεις για μειώσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες θα είναι σταδιακές και σε βάθος χρόνου. Πολλοί έχουν ήδη συζητήσει με τα τραπεζικά ιδρύματα ώστε να υπάρξουν οι κατάλληλες διευθετήσεις. Οπότε η απόφαση από την ΕΚΤ δίνει το μήνυμα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, αλλά με πολύ προσεκτικό τρόπο», ανέφερε.
Ενδεικτικά, το μέλος το Εκτελεστικού Συμβουλίου, της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν ανέφερε σε συνέντευξή του ότι το επίπεδο του πληθωρισμού που παρατηρείται στον τομέα των υπηρεσιών «σημαίνει ότι θα πρέπει να είμαστε περιοριστικοί φέτος, γιατί πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι ακόμη σημαντικές πιέσεις κόστους δεν τροφοδοτούν πολύ την αύξηση των τιμών».
Και η Ισαζμπέλ Σνάμπελ, επίσης μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, είχε δηλώσει, σε συνέντευξη στον Nikkei, ότι στη βάση των υφιστάμενων στοιχείων μια μείωση στη συνεδρίαση του Ιουλίου δεν φαίνεται να δικαιολογείται. «Θα πρέπει να ακολουθήσουμε μια προσεκτική προσέγγιση. Έπειτα από τόσα χρόνια υψηλού πληθωρισμού και με τους κινδύνους να είναι ανοδικοί, μια επίσπευση της διαδικασίας (νομισματικής) χαλάρωσης θα γίνει με κίνδυνο μιας πρόωρης χαλάρωσης», πρόσθεσε.
Σε σημερινό της σημείωμα, η Berenberg, διατήρησε αμετάβλητη την εκτίμησή της, για μείωση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων από το σημερινό 4% στο 3,25% με τριμηνιαίες μειώσεις τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο μετά τη δημοσιοποίηση των τριμηνιαίων προβλέψεων της ΕΚΤ.
Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων βρίσκονται στο 4,50%, 4,75% και 4,00% αντίστοιχα, επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί μετά τις αποφάσεις της συνεδρίας της 14ης Σεπτεμβρίου.