Χρύσα Λιάγγου
Στις διαρθρωτικές διαφορές των αγορών των χωρών του Βορρά με αυτές του Νότου σκόνταψε και η προσπάθεια της Συνόδου Κορυφής της περασμένης Παρασκευής να βρεθεί ένας κοινός τόπος αντίδρασης στην παρατεταμένη ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη.
Οι προσδοκίες των χωρών του Νότου για αποσύνδεση της τιμής του φυσικού αερίου από την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μετατίθενται για τον Μάιο, που η Επιτροπή βάσει των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα παρουσιάσει σχετικές προτάσεις. Το κατά πόσον η Ευρώπη θα οδηγηθεί τελικά σε μια τέτοια απόφαση, που ισοδυναμεί με μια δομική παρέμβαση στον τρόπο λειτουργίας του υφιστάμενου μοντέλου της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, θα αποτελέσει συνάρτηση της έντασης της κρίσης και της πίεσης που θα δεχθούν οι χώρες του Βορρά, οι οποίες μέχρι σήμερα κατάφεραν να συγκρατήσουν το κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τους σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον Νότο.
Οι βόρειες χώρες δεν συμφωνούν στην απεξάρτηση των τιμών των χονδρεμπορικών αγορών από τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, γιατί οι αγορές τους εξαρτώνται από το διασυνοριακό εμπόριο και το μείγμα τους στην ηλεκτροπαραγωγή εξαρτάται πολύ λιγότερο από το φυσικό αέριο απ’ ό,τι οι χώρες του Νότου. Είναι ενδεικτικό ότι η Γερμανία άρχισε από τον περασμένο Οκτώβριο να περιορίζει τη συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή υποκαθιστώντας τη με άνθρακα, με αποτέλεσμα να τη μειώσει κατά 30% στο τρίτο τρίμηνο του 2021, ποσοστό που έφτασε στο 40% τον Ιανουάριο του 2022. Επιπλέον, οι αγορές του Βορρά εκτός από τα οφέλη των πολλαπλών διασυνδέσεων και του πλούσιου μείγματος (υδροηλεκτρικά, ανθρακικά, πυρηνικά, ΑΠΕ) προστατεύουν τους καταναλωτές τους μέσω των διμερών συμβολαίων, τα οποία διασφαλίζουν σε ποσοστό 50% μεσοσταθμικά σταθερή τιμή, με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένοι κατά το ήμισυ στις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς.
Οι βόρειες χώρες δεν συμφωνούν στην απεξάρτηση των τιμών των χονδρεμπορικών αγορών από τις τιμές των ορυκτών καυσίμων.
Ακόμη όμως και στα ζητήματα που σημειώθηκε κάποια πρόοδος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όπως οι κοινές αγορές φυσικού αερίου σε εθελοντική βάση ή η επιβολή πλαφόν, χρειάζονται χρόνο για να ωριμάσουν, οπότε οι όποιες θετικές επιπτώσεις δεν πρόκειται να γίνουν αντιληπτές από τους καταναλωτές πριν από την έλευση της χειμερινής περιόδου. Αντιθέτως, το πιθανότερο είναι στο μεσοδιάστημα οι τιμές να αυξηθούν αφού η Ευρώπη θα πρέπει από την 1η Απριλίου και μέχρι την 1η Νοεμβρίου να αναπληρώσει το 90% των αποθεμάτων της.
Η Ευρώπη για να καλύψει αυτόν τον στόχο θα πρέπει να αναπληρώσει έναν πολύ μεγάλο όγκο αποθεμάτων, αφού ξεκινάει από τα χαμηλά επίπεδα των 20 δισ. κ.μ. αερίου στις αποθήκες της. Ο ευρωπαϊκός στόχος για πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου σε ποσοστό 90% σημαίνει ότι θα πρέπει να προσθέσει στις αποθήκες της έναν όγκο αποθεμάτων 70 δισ. κ.μ. αερίου. Για να το πετύχει αυτό θα πρέπει από τη μια να κρατάει τις τιμές υψηλά για να ανακατευθύνει τα φορτία LNG από την Ασία στην Ευρώπη, κάτι που ήδη κάνει (στην Ασία οι τιμές διαμορφώνονται στα 10-12 δολάρια το μεγαμπιτιγιού και στην Ευρώπη στα 50 δολάρια) και παράλληλα αρκετά χαμηλές τιμές ως κίνητρο για να το αποθηκεύσει ο προμηθευτής, πράγμα εξαιρετικά αντιφατικό. Οι κοινές προμήθειες σε συνδυασμό με την επιβολή πλαφόν στην τιμή φυσικού αερίου στην εσωτερική αγορά είναι μια λύση, σύμφωνα με αναλυτές, η οποία όμως προϋποθέτει ένα Ταμείο για να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ εσωτερικής τιμής και τιμής εισαγωγής, και θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την έκδοση ενός ευρωομολόγου, γιατί κανένα κράτος δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το κόστος. Η δημιουργία ενός ολιγοψωνίου, οι κοινές προμήθειες δηλαδή ανεβάζουν την διαπραγματευτική ισχύ και μπορεί η Ευρώπη με αυτόν τον τρόπο να πετύχει καλύτερες τιμές LNG. Oμως μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει διασφαλισθεί η απαραίτητη συναίνεση.
Χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία που δεν διαθέτουν τερματικούς σταθμούς LNG, και άρα δεν μπορούν να επωφεληθούν άμεσα από κοινές αγορές, αντιστέκονται σε μια τέτοια προοπτική. Η τύχη του μέτρου θα κριθεί εντέλει από το κατά πόσον η Γερμανία, με μεγάλο όγκο κατανάλωσης φυσικού αερίου, θα αποδεχθεί να συμμετάσχει στο κόστος κοινών προμηθειών για να επωφεληθούν οι χώρες του Νότου, που διαθέτουν τερματικούς σταθμούς LNG και έχουν υψηλά ποσοστά εξάρτησης ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Γερμανία, η Ουγγαρία και η Αυστρία ήταν από τις πιο επιφυλακτικές χώρες στη Σύνοδο Κορυφής σε ό,τι αφορά την επιβολή απαγόρευσης στο ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Σχετικά με την «ειδική μεταχείριση» των χωρών της Ιβηρικής Χερσονήσου, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου δεν υπάρχει καμία αναφορά. Στην απόφαση των ηγετών της Ευρώπης υπέρ «ειδικής μεταχείρισης» της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι αγορές των οποίων είναι συνδεδεμένες, αναφέρθηκε σε δήλωσή της η πρόεδρος της Ε.Ε., Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Το ενεργειακό μείγμα έχει υψηλά επίπεδα ανανεώσιμων που είναι πολύ καλό και μόνο με περιορισμένη διασυνδεσιμότητα, γι’ αυτό συμφωνήσαμε σε ειδική μεταχείριση έτσι ώστε η Ιβηρική να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτή την ειδική κατάσταση», είπε.
Η Ισπανία ζήτησε έγκριση από την Επιτροπή να επιβάλει μονομερώς πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, για το οποίο ουσιαστικά το Συμβούλιο Υπουργών έδωσε ένα σήμα να αξιολογηθεί θετικά από την Επιτροπή. Στην αγορά της Ισπανίας οι ΑΠΕ συμμετέχουν με σημαντικό μερίδιο κατά το μεγαλύτερο μέρος, σε αντίθεση με την Ελλάδα που η παραγωγή τους πληρώνεται βάσει εγγυημένων τιμών.
Προκειμένου να πάρει τα «ουρανοκατέβατα» κέρδη των ΑΠΕ η ισπανική κυβέρνηση έβαλε έκτακτη εισφορά, ωστόσο οι παραγωγοί προσέφυγαν στα δικαστήρια όπου το ισπανικό δημόσιο δεν κατάφερε να τεκμηριώσει νομικά την απόφασή του, με αποτέλεσμα να πρέπει να αναθεωρήσει. Ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ μέσω του αιτήματος επιδίωξε ουσιαστικά την κάλυψη της Επιτροπής για τη νομιμοποίηση είτε του συγκεκριμένου μέτρου είτε κάποιου εναλλακτικού που θα αποσυνδέει τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος από την τιμή φυσικού αερίου, όπως για παράδειγμα την επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, κάτι που προϋποθέτει αποζημίωση από το δημόσιο για την παραγωγή φυσικού αερίου όταν αυτή αποκλίνει σημαντικά. Αυτός είναι και ο λόγος, όπως τονίζουν αρμόδιοι παράγοντες, που η Ελλάδα δεν υπέβαλε πρόταση για μονομερή παρέμβαση στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, αλλά για ενιαία ευρωπαϊκή παρέμβαση.
Από την πλευρά της η βιομηχανία, πάντως, που παρακολουθεί με αγωνία τις ευρωπαϊκές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους, περιμένει την εξειδίκευση των ισπανικών μέτρων για να προβεί σε σχολιασμό και κρατάει αποστάσεις από την επιχειρηματολογία τόσο της αντιπολίτευσης όσο και της κυβέρνησης.