ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Άμεση ανάλυση: Η Ευρωζώνη εν μέσω πανδημίας

Οι πρόσφατες κινήσεις της ΕΚΤ σηματοδοτούν την πρόθεσή της να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τον άμεσο κίνδυνο και δείχνουν να έχουν σταματήσει τα δείγματα πανικού που είχαν εμφανιστεί στις αγορές

Kathimerini.gr

Η οικονομική κρίση που φέρνει η πανδημία του κορωνοϊού δημιουργεί τεράστιες προκλήσεις για την Ευρωζώνη και, κατ’επέκταση, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το συνολικό έλλειμμα των 19 μελών της Ευρωζώνης εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί από το 1% στο 12% ενώ το συνολικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 22 ποσοστιαίες μονάδες από το 86% το 2019 στο 108% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Αυτές οι δραματικές εξελίξεις εγείρουν δύο σημαντικά ερωτήματα. Βραχυπρόθεσμα, θα μπορέσουν τα κράτη της Ευρωζώνης να δανειστούν τα τεράστια ποσά που χρειάζονται για την καταπολέμηση του κορωνοϊού και της συνακόλουθης οικονομικής κρίσης; Μακροπρόθεσμα, θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αυτά τα νέα χρέη χωρίς να καταδικάσουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες τους σε αέναη λιτότητα; Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το μέλλον της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί απο την συλλογική αντίδραση στην κρίση.

Ο βασικός άμεσος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι γνώριμος από την κρίση της περασμένης δεκαετίας: το τεράστιο μέγεθος του απαραίτητου δανεισμού μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών, τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και τον αποκλεισμό από τις αγορές. Η λύση του προβλήματος είναι επίσης γνώριμη: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει να δεσμευτεί ότι θα στηρίξει τις πληττόμενες χώρες παρέχοντας όση χρηματοδότηση χρειαστεί.

Η ΕΚΤ ανακοίνωσε πρόσφατα ένα νέο προγράμμα αγοράς ομολόγων συνολικής αξίας 750 δισ. ευρώ, το οποίο μπορεί να αυξηθεί αν κριθεί απαραίτητο. Η κρίσιμη καινοτομία αυτού του προγράμματος είναι ότι επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομολόγα με στοχευμένο τρόπο, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε χώρας, και χωρίς επιπλέον προϋποθέσεις για την επωφελούμενη χώρα. Αυτό αποτελεί σημαντικότατη αλλαγή πολιτικής καθώς, υπό κανονικές συνθήκες, οι αγοραπωλησίες κρατικών ομολόγων γίνονται κατ’αυστηρή αναλογία με το οικονομικό μέγεθος της κάθε χώρας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ισοκατανομή του οφέλους και κόστους της νομισματικής πολιτικής. Οι εξαιρέσεις που έχουν γίνει στο παρελθόν από αυτόν τον κανόνα είτε είχαν πολύ περιορισμένο μέγεθος είτε είχαν αυστηρές προϋποθέσεις, όπως τη συμμετοχή της επωφελούμενης χώρας σε μνημόνιο. Οι πρόσφατες, λοιπόν, κινήσεις της ΕΚΤ σηματοδοτούν την πρόθεσή της να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τον άμεσο αυτό κίνδυνο και δείχνουν να έχουν σταματήσει τα δείγματα πανικού που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις αγορές.

Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους χωρίς συνεχή λιτότητα προϋποθέτει ευνοϊκούς όρους δανεισμού (χαμηλά επιτόκια, μακρύς ορίζοντας αποπληρωμής) για πολλά χρόνια, ίσως δεκαετίες. Αν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω των αγορών για κάποιες χώρες της Ευρωζώνης, ιδίως αυτές που είχαν υψηλό χρέος πριν την πανδημία, τότε θα χρειαστεί να γίνει μέσω της ευρωπαϊκής οδού. Καθώς, όμως, οι έκτακτες πολιτικές της ΕΚΤ θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθούν μετά το πέρας της πανδημίας, το μακροπρόθεσμο πρόβλημα χρειάζεται διαφορετική αντιμετώπιση. Σε γενικές γραμμές, είναι αναγκαίο να αντληθούν τα απαραίτητα κεφάλαια από τις αγορές από κάποιον πανευρωπαϊκό φορέα (το οποίο μπορεί να γίνει με χαμηλό επιτόκιο) και μετά να προωθηθούν στις πληττόμενες χώρες με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Αυτή η λύση φέρνει μεν την αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων, καθώς όλες οι χώρες της Ευρωζώνης γίνονται, στην ουσία, συνυπεύθυνες για την αποπληρωμή του χρέους της παραλήπτριας-χώρας αλλά εγείρει και το δύσκολο ζήτημα του επιπλέον ελέγχου. Ο συμβιβασμός μεταξύ αμοιβαιοποίησης και ελέγχου ήταν και το βασικότερο αγκάθι για την χάραξη πανευρωπαϊκής πολιτικής στο πρόσφατο eurogroup.

Με αυτά τα κριτήρια, λοιπόν, πώς μπορούμε να αξιολογήσουμε τις αποφάσεις του eurogroup; Το συνολικό πακέτο που συμφωνήθηκε έχει αξία 540 δισ. ευρώ το οποίο, παρόλο που ακούγεται μεγάλο, αντιστοιχεί μόλις στο 3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης και, συνεπώς, είναι απολύτως ανεπαρκές για την επίλυση του μακροπρόθεσμου προβλήματος. Επίσης, οι πιο φιλόδοξες προτάσεις αμοιβαιοποίησης, όπως τα ευρωομόλογα, απορρίφθηκαν, τουλάχιστον για τώρα. Πέρα από αυτά, όμως, υπάρχουν αρκετά θετικά σημεία, τα οποία ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση για πληρέστερη λύση στο μέλλον. Πρώτον, η χρηματοδότηση του πακέτου γίνεται πανευρωπαϊκά (από τρεις ξεχωριστούς ευρωπαϊκούς φορείς) το οποίο σημαίνει ότι έχει γίνει αποδεκτή η αμοιβαιοποίηση των υποχρεώσεων και, μάλιστα, χωρίς φοβερά παρεμβατικούς ελέγχους. Δεύτερον, ένας από τους φορείς (SURE) θα έχει ως στόχο την έμπρακτη στήριξη της εργασίας με 100 δισ. ευρώ, ένα καίριο πεδίο στο οποίο η ΕΕ δεν δραστηριοποιούνταν μέχρι τώρα – η αμοιβαιοποίηση, συνεπώς, επεκτείνεται σε νέους τομείς. Τρίτον, το eurogroup αναγνώρισε ότι το συνολικό πακέτο δεν επαρκεί και προτείνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης με κεφάλαια «ανάλογα με το κόστος της κρίσης».

Συνολικά, στις τεράστιες προκλήσεις που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού, η Ευρωζώνη έχει απαντήσει με ταχύτητα και επάρκεια στα βραχυπρόθεσμα προβλήματα και με δυστοκία αλλά όχι ακινησία στα μακροπρόθεσμα προβλήματα. Το τελικό πρόσημο, όμως, θα κριθεί κυρίως από την τελική μορφή του Ταμείου Ανάκαμψης.

* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση