ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μετοχικό φλερτ τραπεζών Ελλάδας-Κύπρου

Διαφορετικοί οι λόγοι προσέγγισης της Τράπεζας Κύπρου από την Εθνική και της Ελληνικής από τη Eurobank

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Σε πολιορκητικό κλοιό βρίσκονται οι κυπριακές τράπεζες από τις ελληνικές τράπεζες από τις αρχές του 2021. Τράπεζες από Ελλάδα βλέπουν τις δύο μεγάλες τράπεζες της Κύπρου υπό το πρίσμα επενδυτικών ευκαιριών, ενώ οι κυπριακές τράπεζες βλέπουν τις ελληνικές τράπεζες υπό το πρίσμα ενίσχυσής τους. Από το πρώτο εξάμηνο του 2021 υπήρχε ψιθυρολογία στα κυπριακά τραπεζικά πηγαδάκια πως η Eurobank «καλόβλεπε» την Ελληνική Τράπεζα και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την Τράπεζα Κύπρου. Τον Ιούλιο η ψιθυρολογία τουλάχιστον για την Ελληνική Τράπεζα μετουσιώθηκε σε έργο, καθώς η Eurobank τον Ιούλιο έγινε μέτοχος της Ελληνικής Τράπεζας με ποσοστό αρχικά 9,9% και έπειτα με 12,6% (αγόρασε το ποσοστό της Third Point Hellenic Recovery Fund L.P.). Η αντίστοιχη συζήτηση για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και την Τράπεζα Κύπρου έμεινε στον «πάγο» και θεώρησαν στα τραπεζικά «πηγαδάκια» πως αφού μία τράπεζα από Ελλάδα μπήκε μετοχικά σε μια κυπριακή, δεν θα προχωρούσαν οι συζητήσεις για μια δεύτερη εισχώρηση τέτοιου τύπου. Όμως, από τη μεγάλη εβδομάδα και εντεύθεν οι συζητήσεις για περαιτέρω εισχώρηση ελληνικών τραπεζών στις κυπριακές, έχουν πυροδοτηθεί ξανά. Οι καταστάσεις με τον πόλεμο από τη μία έχουν φέρει –τουλάχιστον σε επίπεδο ψιθυρολογίας και ρεπορτάζ ελληνικών ΜΜΕτην Wargaming, τον μεγαλομέτοχο της Ελληνικής Τράπεζας, να αναζητά διέξοδο από την Ελληνική και την Eurobank να ενδιαφέρεται για την απόκτηση του ποσοστού της. Ελληνικά ΜΜΕ εξάλλου έγραψαν τη Μεγάλη Εβδομάδα ρεπορτάζ ότι η Eurobank ήταν σε προχωρημένες συζητήσεις με την Wargaming. Από την άλλη, φέρεται σε ρεπορτάζ πάλι σε ελληνικά ΜΜΕ ότι η Τράπεζα Κύπρου συζητά για συγχώνευση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, κάτι που από πλευράς της διέψευσε η πρώτη στην «Κ» και την ίδια ημέρα η δεύτερη εξέδωσε ανακοίνωση διάψευσης στο Χρηματιστήριο Αθηνών επειδή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν άφησε να περάσει στα «ψιλά» το δημοσίευμα.

Ο Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζικών Λοΐ ζος Χατζηκωστής που παρέμεινε πέραν των 30 χρόνων επικεφαλής της Οργάνωσης, σημείωσε στην «Κ» ότι οι συγχωνεύσεις είναι αναπόφευκτες.

Διαφορετικές περιπτώσεις

Όσον αφορά στην Ελληνική Τράπεζα, είναι ξεκάθαρο πλέον πως υπάρχει η πρόθεση για εξομάλυνση του μετοχικού της κεφαλαίου και μετοχικής της απεμπλοκής από μετόχους που δεν έχουν εμπειρία από τραπεζικές εργασίες. Η Ελληνική Τράπεζα είναι μία τράπεζα που αντιμετώπιζε διαχρονικά ζητήματα διακυβέρνησης και η εισδοχή της Eurobank, έστω και με το 12,6% που είναι σήμερα, μπορεί μόνο να τη βελτιώσει. Μεγάλο της ατού ότι δεν χτυπήθηκε από την τραπεζική κρίση σε επίπεδο κουρέματος, όπως χτυπήθηκε η Τράπεζα Κύπρου και έχει μείνει στο μυαλό του Κύπριου ως τράπεζα που η κρίση δεν την κλόνισε.

Η Τράπεζα Κύπρου, από την άλλη, είναι τράπεζα που έχει διαχρονικά ένα μεγάλο κομμάτι της τραπεζικής πίτας της Κύπρου (μετά το Συνεργατισμό απέκτησε και η Ελληνική) και προχώρησε σε μεγάλη μείωση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της από το 2013 με πωλήσεις και οργανική μείωση. Προχώρησε τεχνολογικά, μείωσε το κόστος της σε ανεκτά επίπεδα και έχει ισχυρό δανειστικό χαρτοφυλάκιο για τα μεγέθη της Κύπρου. Τραπεζικοί κύκλοι χαρακτηρίζουν την περίπτωση της Τράπεζας Κύπρου πως είναι «θύμα της επιτυχίας της». Η Τράπεζα Κύπρου είναι μία επενδυτική ευκαιρία για όποια τράπεζα την προσεγγίσει, καθώς είναι «στρωμένη» με «management» που δεν θέλει πολλές αλλαγές.

Οι τιμές και των δύο τραπεζών θεωρούνται πολύ μικρές, άρα και θελκτικές από τραπεζικά σχήματα όπως από Ελλάδα. Χαρακτηριστικά, το χρηματιστηριακό κλείσιμο της Τρίτης 17 Μαΐου 2022 έδειξε τιμή κλεισίματος της μετοχής της Τράπεζας Κύπρου στο 1,10 ευρώ και της Ελληνικής Τράπεζας στο 0,75 ευρώ. Η Τράπεζα Κύπρου έχει 446.199.933 συνήθεις μετοχές και η Ελληνική 412.805.230 συνήθεις μετοχές. Η κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) της Τράπεζας Κύπρου ανέρχεται λοιπόν σε 490,8 εκατ. ευρώ βάσει της τιμής της Τρίτης, ενώ η κεφαλαιοποίηση (χρηματιστηριακή αξία) της Ελληνικής Τράπεζας ανέρχεται σε 309,6 εκατ. ευρώ.

Ανησυχία για σύνδεση ή όχι;

Οι καταστάσεις είναι εντελώς διαφορετικές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια όταν η τραπεζική κρίση –δικαιολογημένα- τιμώρησε τις κυπριακές τράπεζες. Οι κυπριακές τράπεζες πλέον δεν έχουν κεφαλαιακό πρόβλημα και ελλείμματα, αντιθέτως, έχουν κεφαλαιακά μαξιλάρια. Η ανάγκη λοιπόν των κυπριακών τραπεζών δεν έγκειται στο γεγονός πως θέλουν επενδυτή για να φέρει κεφάλαια. Εκείνο που έχουν ανάγκη οι κυπριακές τράπεζες είναι μετοχικές συμμετοχές, γεγονός που θα τους ανοίξει τους ορίζοντες σε επίπεδο τεχνογνωσίας και θα τους ανοίξει επίσης και νέες αγορές. Τέτοια προσέγγιση είναι επιθυμητή. Η μεγάλη πρόκληση των κυπριακών τραπεζών έχει σχέση με το κόστος τους και με τη μειωμένη εισροή κερδών που ως αποτέλεσμα είναι μη επιθυμητό. Τα έσοδα είναι αρκετά δύσκολο να αυξηθούν εάν δεν ανοίξουν νέοι ορίζοντες – αγορές, εκείνο που μπορούν να περιορίσουν –σχεδόν- εύκολα είναι ο περιορισμός του κόστους. Μια μετοχική συμμετοχή δεν μπορεί να βοηθήσει στο κομμάτι του περιορισμού του κόστους.

Όπως σημειώνουν τραπεζικοί κύκλοι, η πολιτική ηγεσία της Κύπρου ενδεχομένως να είναι αντίθετη να προχωρήσουν δύο ελληνικές τράπεζες εντός των κυπριακών σε επίπεδο πλήρους συγχώνευσης. Η σύνδεση με την ελληνική οικονομία ενδεχομένως να είναι κάτι που τους ανησυχεί και να μην πρέπει να γίνει. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η ελληνική οικονομία βρίσκεται ένα βήμα πριν από την είσοδό της στην επενδυτική βαθμίδα. Συγχρόνως, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της για το 2022 και το 2023 παρουσιάζεται η οικονομία της να είναι περισσότερο αναπτυξιακή –τουλάχιστον για το 2022- με το ρυθμό ανάπτυξης να φτάνει στο 3,5% και για το 2023 στο 3,1%. Η Κυπριακή, για το 2022 φτάνει στο 2,3% και για το 2023 στο 3,5%. Ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, είναι για το 2022 στο 2,7% και για το 2023 στο 2,3%.

Ψύχραιμη τοποθέτηση ΕΤΥΚ

Σε μία ουσιαστική και αδρή τοποθέτησή του στην «Κ» επί του θέματος του «φλερτ» των ελληνικών τραπεζών με τις κυπριακές ο Επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζικών Λοΐζος Χατζηκωστής που παρέμεινε πέραν των 30 χρόνων επικεφαλής της Οργάνωσης, σημείωσε ότι οι συγχωνεύσεις είναι αναπόφευκτες στον ευρύτερο τραπεζικό χώρο, Ελλάδα και Κύπρο. Ερωτηθείς αν θα πρέπει να γίνουν, ο κ. Χατζηκωστής σχολίασε πως «το πρέπει είναι άλλη κουβέντα, αλλά είναι αναπόφευκτες και θα τις φέρουν οι εξελίξεις». Τέλος, σχολίασε ότι η «επιβίωση μεγαλύτερων σχημάτων είναι αναγκαία» και το καλύτερο κατά τον ίδιο, όπως δήλωσε, «μέσα από αυτές τις σχέσεις να κερδίσουν και οι δύο».

Τα μεγέθη της Eurobank και της Εθνικής

Ο μεγαλύτερος μέτοχος της Eurobank είναι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) με ποσοστό 51,23%, η Fairfax Financial Holding Limited έχει το 33%, η The Capital Group Companies (CGC) έχει το 5,06%, οι Λοιποί θεσμικοί επενδυτές εσωτερικού το 3,21%, οι Λοιποί θεσμικοί επενδυτές εξωτερικού έχουν το 1,4% και οι Μη θεσμικοί επενδυτές (λοιπά νομικά πρόσωπα και ιδιώτες επενδυτές) το 6,1%.

Το σύνολο του ενεργητικού της Eurobank βάσει των τελευταίων της αποτελεσμάτων για το 2021 ανέρχεται σε 77,9 δισ., με τα δάνεια προ προβλέψεων να ανέρχονται σε 40,8 δισ. και το χαρτοφυλάκιο επενδυτικών τίτλων να ανέρχεται σε 11,3 δισ. ευρώ. Τα επιχειρηματικά δάνεια (σε μεγάλες, μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις) διαμορφώθηκαν σε 22,4 δισ. ευρώ. Οι καταθέσεις του Ομίλου ανήλθαν σε 53,2 δισ. ευρώ. Ο δείκτης δανείων (μετά από προβλέψεις) προς καταθέσεις (L/D) του Ομίλου ανέρχεται στο 73,2%. Κατά την διάρκεια του 2021, τα καθαρά έσοδα τόκων ανήλθαν σε 1.312 εκατ. ευρώ και τα καθαρά κέρδη που αναλογούν στους μετόχους της Τράπεζας ανήλθαν σε 398 εκατ. ευρώ. Το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων του Ομίλου ανέρχεται σε 2,8 δισ. ευρώ οδηγώντας τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε 6,8%, ενώ ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε σε 69,2%. Την 31 Δεκεμβρίου 2021, οι δείκτες κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) και τα συνολικά εποπτικά κεφάλαια (total CAD) του Ομίλου Eurobank Holdings, ανήλθαν σε 13,7% και 16,1% αντίστοιχα.

Όσον αφορά στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, από τα τέλη Δεκεμβρίου 2015, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατέχει ποσοστό που ανέρχεται σε 40,39 % του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. Στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΤΕ το 45,14% είναι κατανεμημένο σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές του εξωτερικού και το 7,81% σε ιδιώτες επενδυτές εσωτερικού. Το 6,14% έχουν εγχώριοι ιδιώτες, νομικά πρόσωπα και λοιποί θεσμικοί επενδυτές και το 0,52% εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία και λοιποί μέτοχοι.

Τα καθαρά έσοδα από τόκους για την Εθνική Τράπεζα στο τέλος του 2021 αυξήθηκαν κατά 2,8% σε ετήσια βάση και ανήλθαν σε 1.212 εκατ. ευρώ και ο δείκτης Κόστους προς Οργανικά Έσοδα διαμορφώθηκε σε 52,2% το 2021. Το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων σε επίπεδο Ομίλου τον Δεκέμβριο του 2021 ανήλθε σε 2,3 δισ. ευρώ και ο δείκτης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων μειώθηκε σε 7% στις 31 Δεκεμβρίου 2021. Ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις το Δ’ τρίμηνο 2021 διαμορφώθηκε σε 56,1% στην Ελλάδα και σε 56,9% σε επίπεδο Ομίλου. Ο δείκτης κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ανήλθε σε 77,2% και οι καταθέσεις ανήλθαν σε 53,5 εκατ. ευρώ. Ο δείκτης CET1 ανήλθε σε 16,9% ή 14,9% με πλήρη επίπτωση του ifrs9. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAD) διαμορφώθηκε σε 17,5%.

Έντυπη Έκδοση 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Ρουγκάλα

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση