Kathimerini.gr
Δεν κατόρθωσε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της επί 50 χρόνια και θέλει να το επιτύχει τώρα μειώνοντας το δημοσιονομικό της έλλειμμα μέσα στο επόμενο έτος με μια σειρά αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ. Το επιχειρεί, όμως, σε μια μάλλον αρνητική συγκυρία, με αναλυτές και επιχειρηματίες να χαρακτηρίζουν το οικονομικό κλίμα στη χώρα εξίσου εύθραυστο και ασταθές με την ίδια την κυβέρνησή της. Ο λόγος για τη Γαλλία και την κυβέρνηση Μισέλ Μπαρνιέ, που προ ημερών παρουσίασε δημοσιονομικό πρόγραμμα με στόχο τη μείωση του ελλείμματος από το τρέχον 6,1% στο 5% μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Και όπως σχολιάζει σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, δεν φτάνει που το πρόγραμμα θα είναι επώδυνο για τους Γάλλους, αλλά την ίδια στιγμή η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης αρχίζει να εμπνέει ανησυχία στην Ευρωζώνη, ενώ μέχρι πρόσφατα αποτελούσε το αντίβαρο στην ασθμαίνουσα οικονομία της Γερμανίας.
Ο Μισέλ Μπαρνιέ ευελπιστεί πως με το πρόγραμμά του η Γαλλία θα μπορέσει να περιορίσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στον στόχο του 3% μέχρι το 2029 αναίμακτα, χωρίς δηλαδή να πληγεί η ανάπτυξη και η αγορά εργασίας. Υποστηρίζει πως μέσα στο επόμενο έτος, παρά τις περικοπές, το γαλλικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,1%, όσο δηλαδή προέβλεπε έως τώρα η κυβέρνηση. Τόσο ο ίδιος όσο και οι υπουργοί του επιμένουν πως οι αυξήσεις φόρων που θα επιβληθούν στις μεγάλες επιχειρήσεις και στους πλουσίους θα είναι «στοχευμένες και προσωρινές» και θα περιχαρακώσουν τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη της οικονομίας. Ο κ. Μπαρνιέ έχει, πάντως, προειδοποιήσει πως η Γαλλία κινδυνεύει να διολισθήσει σε οικονομική κρίση αν δεν αντιμετωπισθούν τα δημοσιονομικά της προβλήματα.
Σημαντική μερίδα οικονομολόγων και αναλυτών εκτιμά, όμως, πως ο αντίκτυπος των μέτρων λιτότητας, που αντιπροσωπεύουν συνολικά το 2% του γαλλικού ΑΕΠ, θα είναι πολύ μεγαλύτερος από τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης. Η απαισιοδοξία τους είναι δικαιολογημένη δεδομένου ότι χωρίς καν να υπολογιστούν οι συνέπειες των περικοπών και των φόρων, η γαλλική οικονομία παρουσίαζε μια από τις χειρότερες εικόνες ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. «Αυτή η περίοδος θα είναι δύσκολη για όλους», τονίζει ο Μπρουνό Καβαλιέ, οικονομολόγος της τράπεζας Oddo, που είναι από τις πλέον απαισιόδοξες για την κατάσταση. Οπως επισημαίνει ο ίδιος, «θα υποφέρουν όχι μόνον οι επιχειρήσεις και οι πλούσιοι που θα πληρώσουν περισσότερους φόρους, αλλά και τα νοικοκυριά και οι τοπικές αρχές». Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών OFCE, που έχει έδρα στο Παρίσι, το ΑΕΠ της Γαλλίας θα αυξηθεί μόνον κατά 0,8%, καθώς η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική θα εξουδετερώσει τον θετικό αντίκτυπο από την πτώση των τιμών της ενέργειας και τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Με την κυβέρνηση Μπαρνιέ συντάσσεται, αντιθέτως, ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος δήλωσε προ ημερών σε γαλλικό ραδιοφωνικό σταθμό ότι ο αντίκτυπος της περιοριστικής πολιτικής θα είναι διαχειρίσιμος. Χαρακτήρισε μάλιστα «κάπως απαισιόδοξες» τις προβλέψεις της OFCE επικαλούμενος άλλα «θετικά στοιχεία», όπως το υψηλό επίπεδο αποταμίευσης των Γάλλων, που μπορεί να στηρίξει την κατανάλωση. Πολλοί οικονομολόγοι επιμένουν, όμως, ότι η ζήτηση στη Γαλλία είναι ήδη σε χαμηλά επίπεδα και τα γαλλικά νοικοκυριά προσπαθούν να αποταμιεύσουν παρά να καταναλώσουν, ακόμη και τώρα που οι μισθοί έχουν αρχίσει να προσαρμόζονται στον πληθωρισμό. Ανάμεσά τους ο ακόμη πιο απαισιόδοξος Zιλ Μεκ, οικονομολόγος της ασφαλιστικής Axa, καθώς προβλέπει πως η ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας δεν θα υπερβεί το 0,6% το 2025. Τα μέχρι πρόσφατα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ έχουν ήδη πλήξει τη γαλλική οικονομία, ενώ οι πτωχεύσεις στη χώρα είναι στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών, καθώς έληξαν τα προγράμματα στήριξης που είχε εφαρμόσει η κυβέρνηση στη διάρκεια της πανδημίας.
Εχουν άλλωστε λήξει και οι επιδοτήσεις που πρόσφερε η κυβέρνηση για ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών και κτιρίων, ενώ πρόκειται να μειωθούν οι γενναιόδωρες επιδοτήσεις ύψους έως και 6.000 ευρώ ετησίως για όσες επιχειρήσεις προσλαμβάνουν νέους με υποτροφίες και διευκολύνουν έτσι ένα εκατομμύριο άτομα να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Κάτι ανάλογο θα γίνει και με τις φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις που προσλάμβαναν εργαζομένους χαμηλού εισοδήματος. Ολα αυτά είναι βέβαιο ότι καθιστούν ανέφικτο τον στόχο του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για περιορισμό της ανεργίας στο 5% και μάλλον θα την οδηγήσουν σε περαιτέρω άνοδο, από το 7,3% στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Εν ολίγοις, η εποχή της φιλικής προς τις επιχειρήσεις πολιτικής που υιοθέτησε ο Μακρόν οδεύει προς το τέλος της, καθώς η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της Γαλλίας αποτελεί πλέον προτεραιότητα τόσο για το Παρίσι όσο και για τις Βρυξέλλες και για τους επενδυτές. Η ανησυχία για τη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας έχει οδηγήσει φέτος σε μαζικές πωλήσεις ομολόγων του γαλλικού Δημοσίου και τις αποδόσεις των δεκαετών σε επίπεδα άνω του 3% για πρώτη φορά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.