Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Δύο μήνες «ορφανή» παραμένει η θέση του χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως. Ο Φορέας που επιλαμβάνεται παραπόνων από καταναλωτές εναντίον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων με σκοπό τον διακανονισμό των διαφορών που ενδέχεται να έχουν καταναλωτές υπηρεσιών χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων εναντίον χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, παραμένει «ακέφαλος». Σε μία χρονική περίοδο που η κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει πληθωρισμό, υψηλά επιτόκια και βρίσκεται εν βρασμώ το σύστημα των εκποιήσεων γενικότερα, παραμένει κενή η θέση του προέδρου και άγνωστο παραμένει πότε θα τοποθετηθεί επικεφαλής. Ιδίως σε μια νευραλγική περίοδο που έχει δοθεί από τον Ιούλιο 4μηνη αναστολή εκποιήσεων, ώστε μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου να προχωρήσει η Βουλή σε αλλαγές στο πλαίσιο που θα βελτιστοποιήσει τη διαδικασία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, στο τραπέζι υπάρχει και η διεύρυνση των δυνατοτήτων που θα έχει ο χρηματοοικονομικός Επίτροπος και στην ουσία δεν υπάρχει πρόσωπο στο οποίο υποθετικά θα δοθούν παραπάνω δυνατότητες/ εξουσίες.
Βάσει του καταστατικού του Θεσμού, η θητεία του Επιτρόπου και του βοηθού Επιτρόπου είναι πενταετής και δύναται να ανανεώνεται για ακόμη μία θητεία. Έτσι και έγινε με τον μέχρι πρότινος χρηματοοικονομικό Επίτροπο, τον κ. Παύλο Ιωάννου, που κράτησε τη θέση για 10 χρόνια. Ο κ. Ιωάννου, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Κ», προχώρησε στις συνεντεύξεις σχετικά με την πλήρωση της νέας θέσης, και αν τελικά επιλεγεί για τη θέση του Επιτρόπου, θα γίνει με διαδικασία «εκ νέου διορισμό». Στη διαδικασία των συνεντεύξεων μπήκαν 40 συνολικά πρόσωπα και τα εννιά –με τον κ. Ιωάννου να είναι ένα εξ’ αυτών– προχώρησαν στην τελική φάση. Ο κ. Ιωάννου, πάντως, είναι βάσει πληροφοριών το επικρατέστερο πρόσωπο για να λάβει ξανά τη θέση. Πλέον είναι στα «χέρια» του πρόεδρου Χριστοδουλίδη ο διορισμός του χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, όμως ερωτηματικά γεννώνται γιατί έχει αργήσει τόσο η διαδικασία διορισμού ενός προσώπου σε ένα τόσο νευραλγικό πόστο, ιδιαίτερα όταν ο εκ νέου διορισμός Ιωάννου θεωρείται από πολιτικούς κύκλους δεδομένος.
Οι αναδιαρθώσεις και οι επαναδιαπραγματεύσεις στην Κύπρο τον τρέχοντα χρόνο έχουν αυξηθεί λόγω των δυσκολιών που έχουν δημιουργηθεί με την αύξηση των επιτοκίων. Έτσι, ο Φορέας του χρηματοοικονομικού Επιτρόπου θα πρέπει να πληρωθεί όσο πιο γρήγορα είναι δυνατό, ώστε να υπάρχουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία σε ισχύ. Στην αρχή της εβδομάδας ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας κ. Κωνσταντίνος Ηροδότου επισήμανε στη Βουλή για τις αναδιαρθρώσεις και επαναδιαπραγματεύσεις δανείων πως, έφτασαν τα 2 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2023, σε σύγκριση με 900 εκατ. Ευρώ του πρώτου εξαμήνου του 2022.
Μακρύς ο δρόμος
Μπορεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες να είναι 2,2 δισ. ευρώ πλέον, ωστόσο στο «σύστημα» τα προβληματικά δάνεια είναι πολλαπλάσια. Οι πωλήσεις δανείων από τις τράπεζες σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων δεν έχουν λύσει το πρόβλημα, αλλά το έχουν απλά μετατοπίσει. Όλα τα παραπάνω, σε ένα πλαίσιο το οποίο δέχεται συχνά-πυκνά αλλαγές ή προσπάθεια αλλαγών (κάθε χρόνο περίπου). Για του λόγου το αληθές, βρισκόμαστε τώρα σε μία διαδικασία αλλαγής του, με ορίζοντα τον Οκτώβριο του 2023. Το συνολικό ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων των Εταιρειών Εξαγοράς Πιστώσεων, στα τέλη Μαρτίου 2023 ανήλθε σε 22,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 21 δισ. ευρώ, ή ποσοστό 93% του συνόλου των δανείων, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι σε καθυστέρηση πέραν των 5 ετών. Όσον αφορά τις τράπεζες, από το συνολικό ποσό 24,4 δισ. Ευρώ που παραχώρησαν σε δάνεια μέχρι το τέλος Μαρτίου 2023, ποσό ύψους 2,2 δισ. ευρώ αφορά σε ΜΕΔ, ή αλλιώς σε ποσοστό 9% του συνόλου των δανείων. Από το σύνολο των 2,2 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων, το 28% ή δάνεια αξίας 624 εκατ. ευρώ παρουσιάζουν καθυστέρηση λιγότερο από 1 χρόνο, ενώ ποσοστό 9%ή δάνεια ύψους 191 εκατ. Ευρώ δεν εξυπηρετούνται για 1 με 2 χρόνια. Δάνεια αξίας 586 εκατ. ευρώ, ή σε ποσοστό 27% δεν εξυπηρετούν τις δόσεις τους για 2 με 5 χρόνια, ενώ 228 εκατ. ευρώ, ή το 10% των δανείων, για διάστημα 5με 7 χρόνια. Τέλος, δάνεια 573 εκατ. ευρώ, ή 26% δεν εξυπηρετούνται πέραν των 7 ετών.