Kathimerini.gr
SWAHA PATTANAIK/ REUTERS BREAKINGVIEWS
Οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών σε όλο τον κόσμο βρίσκονται ενώπιον του ερωτήματος πώς θα ανακόψουν τον υψηλό πληθωρισμό χωρίς να παρεμποδίσουν την οικονομική ανάπτυξη. Κι αυτό είναι αρκετά δύσκολο. Εντούτοις, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει ακόμα έναν «πονοκέφαλο». Θα πρέπει να διασφαλίσει, πέραν των άλλων, και ότι οι διαφορές στις αποδόσεις των ομολόγων ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης δεν θα διευρυνθούν, φθάνοντας σε επίπεδα τα οποία θα υπονομεύσουν τη νομισματική πολιτική ή πιθανόν και θα θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του κοινού νομίσματος. Οι ποικίλοι στόχοι της ίσως να αποβούν ασύμβατοι μεταξύ τους. Οι αποδόσεις των ομολόγων της Ευρωζώνης εκτινάχθηκαν λίγες ημέρες νωρίτερα, αφότου η Κριστίν Λαγκάρντ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο για αύξηση επιτοκίων μέσα στο 2022. Ειδικότερα, οι μεγάλες διακυμάνσεις στα ομόλογα των χωρών του Νότου μεταφράζονται στο εξής: ότι η διαφορά ανάμεσα στις αποδόσεις στα 10ετή κρατικά ομόλογα της Γερμανίας και τα αντίστοιχα της Ιταλίας έχουν διευρυνθεί σχεδόν 40 μονάδες βάσης φέτος και διαμορφώνονται στις 170 μονάδες βάσης, ήτοι το πλείστον από τον Ιούλιο του 2020.
Πρέπει να ελέγξει τον πληθωρισμό, χωρίς όμως οι διαφορές αποδόσεων στα ομόλογα των μελών της Ευρωζώνης να διευρυνθούν.
Κι αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι η ΕΚΤ σχεδιάζει να σταματήσει τις αγορές τίτλων, προτού προβεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού. Οσο πιο σύντομα αποφασίσει την αύξηση, τόσο σύντομα πρέπει να διακόψει τις αγορές. Εάν, τώρα, οι διαφορές των αποδόσεων εξακολουθήσουν την ανιούσα, οι πιο αδύναμες οικονομίες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, θα πληγούν και οι επενδυτές ίσως αρχίσουν να αμφιβάλουν για την ικανότητα ορισμένων κυβερνήσεων να αποπληρώσουν το χρέος τους. Παρά ταύτα, ο Φρεντερίκ Ντικροζέ της Pictet αναγνωρίζει ότι η διαφορά στις αποδόσεις ανάμεσα στα ομόλογα της Ιταλίας και της Γερμανίας θα χρειαστεί να φθάσει σχεδόν τις 250 μονάδες βάσης προτού η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρχίσει να ανησυχεί. Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει δηλώσει ότι διαθέτει εργαλεία για να αντιδράσει, εάν παραστεί ανάγκη και όντως έχει επιλογές. Ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του κατεπείγοντος προγράμματος της πανδημίας, τα έσοδα από τα ομόλογα που λήγουν θα χρησιμοποιούνται για επανεπένδυση. Αναλυτές της Citi εκτιμούν ότι σχεδόν 20 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση μπορούν συνεπώς να χρησιμοποιηθούν για να θέσουν ένα όριο στις αποδόσεις των ομολόγων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Ωστόσο, αυτό ίσως είναι πολύ λίγο για να αντεπεξέλθει κανείς σε ένα χτύπημα σαν αυτό του 2020 ή του 2012, όταν ξέσπασε η δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη. Ισως ο κορυφαίος οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, θα χρειαστεί να προτείνει ένα σήμα, που και θα συνδράμει τις ασθενέστερες χώρες και δεν θα παραβιάσει τους κανόνες της ΕΚΤ για οικονομική στήριξη κυβερνήσεων.