Γιώργος Σκαφιδάς
Λίγες ώρες προτού συλληφθεί από τις ρωσικές Αρχές ως «κατάσκοπος», ο Ίβαν Γκερσκόβιτς είχε δημοσιεύσει στη Wall Street Journal ένα άρθρο για τα προβλήματα που έχει πια «όντως» αρχίσει να αντιμετωπίζει η ρωσική οικονομία, έπειτα από 13 μήνες πολέμου στην Ουκρανία.
«Η οικονομία της Ρωσίας αρχίζει να αποσυντίθεται (σ.σ. “come undone” στο πρωτότυπο). Οι επενδύσεις μειώνονται, τα εργατικά χέρια σπανίζουν, ο προϋπολογισμός συμπιέζεται», σημείωνε ο Γκερσκόβιτς στο επίμαχο άρθρο, το τελευταίο του για τη Wall Street Journal, παραθέτοντας μεταξύ άλλων και τη φράση του Ρώσου «ολιγάρχη» Όλεγκ Ντεριπάσκα σύμφωνα με τον οποίο «στη Ρωσία του χρόνου δεν θα υπάρχουν λεφτά».
REUTERS/Evgenia Novozhenina
«Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά και οι δυτικές κυρώσεις “δαγκώνουν” βαθύτερα, τα κρατικά έσοδα της Ρωσίας συμπιέζονται και η ρωσική οικονομία μετακινείται, ενδεχομένως μακροπρόθεσμα, σε τροχιά χαμηλότερης ανάπτυξης […] Οι μεγαλύτερες εξαγωγές της χώρας, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, έχουν πια χάσει σημαντικούς πελάτες. Τα κρατικά οικονομικά είναι βεβαρημένα. Το ρούβλι έχει υποχωρήσει κατά πάνω από 20% έναντι του δολαρίου από τον περασμένο Νοέμβριο. Το εργατικό δυναμικό έχει συρρικνωθεί, καθώς οι νέοι στέλνονται στο μέτωπο ή εγκαταλείπουν τη χώρα υπό τον φόβο της επιστράτευσης. Η αβεβαιότητα έχει περιορίσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις», έγραφε ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal, ο οποίος είχε στο παρελθόν εργαστεί και για το AFP, τους (ιδιαίτερα επικριτικούς πια προς το περιβάλλον Πούτιν) Moscow Times και τους Τάιμς της Νέας Υόρκης, ένω άρθρα του έχουν δημοσιευθεί και στον Economist, στο Foreign Policy και στο Politico, μεταξύ άλλων.
Πόσο πιθανό είναι, άραγε, το εν λόγω άρθρο – το οποίο ο Ίβαν Γκερσκόβιτς παρουσιάζεται να συνυπογράφει με τον εγκατεστημένο πια στο Βερολίνο έτερο δημοσιογράφο της Wall Street Journal Γκεόργκι Κάντσεφ – να αποτέλεσε τη σταγόνα που έκανε το ποτήρι (της ανοχής των ρωσικών Αρχών) να ξεχειλίσει, οδηγώντας τελικώς στη σύλληψη του Αμερικανού δημοσιογράφου με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και ως την ώρα της σύλληψής του, ο Γκερσκόβιτς είχε δημοσιεύσει στη Wall Street Journal περίπου 110 άρθρα, τα περισσότερα εκ των οποίων θα μπορούσαν να θεωρηθούν επικριτικά προς το Κρεμλίνο. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν μιλάμε για άρθρα γνώμης αλλά για ρεπορτάζ που βασίζονταν σε πηγές, στις περισσότερες των περιπτώσεων επώνυμες.
Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι ο 31χρονος ρεπόρτερ της Wall Street Journal είχε λάβει διαπίστευση από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Ίβαν Γκερσκόβιτς (The Wall Street Journal/Handout via REUTERS)
Στο πλαίσιο του τελευταίου άρθρου του για τα σύννεφα που έχουν αρχίσει πια να πυκνώνουν πάνω από τη ρωσική οικονομία και τις προοπτικές της, ο 31χρονος Γκερσκόβιτς επικαλείται ως πηγές: μια πρώην αξιωματούχο της ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας που ζει πια στο εξωτερικό, την Αλεξάντρα Προκοπένκο, ορισμένους αναλυτές (Βασίλι Αστρόφ, Μαρία Σάγκινα) και μια σειρά από Ρώσους μικροεπιχειρηματίες κάποιοι από τους οποίους παραμένουν στη χώρα και το «παλεύουν» (Αρτέμ Τεμίροφ, Ίλια Κοροβένκοφ, Όλεγκ Μανσούροφ).
Θα μπορούσε, άραγε, ο Γκερσκόβιτς – ο οποίος μιλά άπταιστα ρωσικά ως παιδί μεταναστών από τη Σοβιετική Ένωση – να βρέθηκε στο στόχαστρο των ρωσικών Αρχών λόγω των πηγών του;
Σύμφωνα με την Ντόρσα Τζαμπάρι του Al Jazeera, ο Γκερσκόβιτς ζούσε στη Ρωσία τα τελευταία έξι χρόνια. H Washington Post σημειώνει, σε δικό της άρθρο, ότι εκείνος εργαζόταν ως δημοσιογράφος στη Ρωσία από το 2017, ενώ στο δυναμικό της Wall Street Journal εντάχθηκε πέρυσι, με το πρώτο ενυπόγραφο άρθρο του να δημοσιεύεται στις αρχές Φεβρουαρίου, λίγες εβδομάδες δηλαδή πριν από τη ρωσική εισβολή.
Σύμφωνα με όσα έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από την πλευρά της ρωσικής FSB, ο 31χρονος ανταποκριτής της Wall Street Journal συνελήφθη στο Εκατερίνμπουργκ (Αικατερινούπολη) της κεντρικής Ρωσίας ενώ «συνέλεγε, κατ’ εντολή της αμερικανικής πλευράς, απόρρητες πληροφορίες σχετικά με δραστηριότητες της ρωσικής στρατιωτικής βιομηχανίας που αποτελούν κρατικό μυστικό».
Εκπροσωπώντας το ρωσικό ΥΠΕΞ, η Μαρία Ζαχάροβα θα δήλωνε από την πλευρά της ότι ο 31χρονος «πιάστηκε επ’ αυτοφώρω», ενώ το ίδιο θα δήλωνε και ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ. Η αμεσότητα με την οποία η ρωσική ηγεσία χαιρέτισε δημοσίως τη σύλληψη του Αμερικανού φανερώνει ότι η σχετική εντολή, της στοχοποίησής του, προήλθε από ψηλά στη ρωσική ιεραρχία, σχολιάζουν οι FT επικαλούμενοι αναλυτές.
Η Ντόρσα Τζαμπάρι του Al Jazeera μεταδίδει από τη Μόσχα ότι ο Γκερσκόβιτς είχε όντως μεταβεί στην περιοχή του Εκατερίνμπουργκ για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ που θα σχετιζόταν με τη δράση της μισθοφορικής ομάδας Wagner του Γεβγκένι Πριγκόζιν.
Επικαλούμενη ρωσικά δημοσιεύματα (της Vecherniye Vedomosti εν προκειμένω), η Washington Post υποστηρίζει ότι άνδρες με πολιτικά συνέλαβαν ένα άτομο μέσα σε εστιατόριο στο Εκατερίνμπουργκ. Σύμφωνα με τα ίδια δημοσιεύματα, του φόρεσαν μια μπλούζα στο κεφάλι για να μη βλέπει και τον οδήγησαν μέσα σε ένα βαν με το οποίο απομακρύνθηκαν από το σημείο.
Η Wall Street Journal έσπευσε, από την πλευρά της, με ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα, να «απορρίψει κατηγορηματικά» όλες τις κατηγορίες και να ζητήσει την άμεση απελευθέρωση του δημοσιογράφου.
Ως έχουν ωστόσο πλέον τα πράγματα, ο 32χρονος Αμερικανός υπήκοος θα παραμείνει υπό κράτηση τουλάχιστον ως τις 29 Μαΐου… με το μέλλον όμως να διαγράφεται ευρύτερα δυσοίωνο για τον ίδιο. Εάν καταδικαστεί, δε, για κατασκοπεία, τότε μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης έως και 20 ετών. Συγκριτικά, ο επίσης Αμερικανός – και επίσης κατηγορούμενος για κατασκοπεία – Πολ Γουίλαν είχε καταδικαστεί το 2020 από δικαστήριο της Μόσχας σε ποινή κάθειρξης 16 ετών ως «κατάσκοπος».
Το προηγούμενο του 1986
Για την ιστορία, ο τελευταίος δημοσιογράφος αμερικανικού Μέσου που είχε συλληφθεί στη Ρωσία με την κατηγορία της κατασκοπείας ήταν ο Νίκολας Ντανίλοφ τον Σεπτέμβριο του 1986, επί Ψυχρού Πολέμου, στη Μόσχα. Ο Ντανίλοφ είχε, τελικώς, απελευθερωθεί έπειτα από περίπου δύο εβδομάδες, πλην όμως όλα πια δείχνουν ότι ο Γκερσκόβιτς δεν θα έχει την ίδια τύχη… της άμεσης απελευθέρωσης.
Συνέντευξη Τύπου για την απελευθέρωση του Νίκολας Ντανίλοφ τον Σεπτέμβριο του 1986 (AP Photo/J. Scott Applewhite)
H Αμερικανίδα μπασκετμπολίστρια Μπρίτνεϊ Γκράινερ πέρασε πέρυσι σχεδόν δέκα μήνες σε ρωσικές φυλακές υπό το βάρος κατηγοριών (περί κατοχής μικροποσότητας ελαίου κάνναβης για συσκευή ατμίσματος) που ήταν όμως ήσσονος σημασίας μπροστά στις καταγγελίες περί κατασκοπείας που βαρύνουν πλέον τον Γκερσκόβιτς. Η Γκράινερ επέστρεψε τελικώς στις ΗΠΑ τον περασμένο Δεκέμβριο, αφού η Μόσχα εξασφάλισε ως αντάλλαγμα την απελευθέρωση του Ρώσου εμπόρου όπλων Βίκτορ Μπουτ ο οποίος κρατείτο στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από το 2008. Ωστόσο ο Αμερικανός πρώην πεζοναύτης Πολ Γουίλαν, που είχε συλληφθεί στο Μόσχα το 2018 ως «κατάσκοπος», εξακολουθεί, σχεδόν πέντε χρόνια μετά, να κρατείται έχοντας μάλιστα πια στην πλάτη μια ποινή κάθειρξης συνολικά 16 ετών.
Πολλοί διερωτώνται, πλέον, εάν θα μπορούσε και ο Γκερσκόβιτς της Wall Street Journal να αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί από την πλευρά της Ρωσίας στο πλαίσιο μιας νέας ανταλλαγής αιχμαλώτων με τις ΗΠΑ. Ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Ριαμπκόφ, έσπευσε πάντως να απορρίψει ως πρόωρο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το οποίο ωστόσο επί της ουσίας δεν μπορεί να αποκλειστεί μεσομακροπρόθεσμα.
Αγκάθια στις σχέσεις
Η σύλληψη του ανταποκριτή της Wall Street Journal έρχεται, πλέον, να προσθέσει ακόμη ένα, διόλου ευκαταφρόνητο, αγκάθι στις δοκιμαζόμενες αμερικανορωσικές σχέσεις, ανεβάζοντας το επίπεδο της καχυποψίας σε ψυχροπολεμικά επίπεδα και διευρύνοντας τα ήδη υπάρχοντα ρήγματα.
Η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρίν Ζαν-Πιερ, αποκήρυξε ως απαράδεκτη τη στοχοποίηση Αμερικανών πολιτών από τη ρωσική κυβέρνηση, καταδίκασε την κράτηση του Γκερσκόβιτς και εξέφρασε τη βαθιά ανησυχία των ΗΠΑ για όσα συμβαίνουν στη Ρωσία.
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζον Κίρμπι, κάλεσε όσους Αμερικανούς βρίσκονται επί του παρόντος στη Ρωσία να την εγκαταλείψουν άμεσα και όσους σχεδίαζαν να ταξιδέψουν εκεί να ακυρώσουν τα σχέδιά τους.
Και όλα αυτά, με φόντο όσα περιγράφει ο Γκερσκόβιτς στο τελευταίο άρθρο του για τη Wall Street Journal, με θέμα τις εξελίξεις στη ρωσική οικονομία:
«Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2023, τα έσοδα από τη φορολογία πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 46% σε ετήσια βάση, ενώ οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 50% […] Οι λιανικές πωλήσεις μειώθηκαν κατά 6,7% το 2022 […] Οι πωλήσεις νέων αυτοκινήτων μειώθηκαν κατά 62% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση […] Το δημοσιονομικό κενό άγγιξε τα 34 δισεκατομμύρια δολάρια τους δύο πρώτους μήνες του 2023 […] Η πτώση στις εξαγωγές, οι συνθήκες πίεσης στην αγορά εργασίας και οι αυξημένες κρατικές δαπάνες επιδεινώνουν τους κινδύνους πληθωρισμού […] Περίπου οι μισές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ελλείψεις εργαζομένων […] Οι ελλείψεις νέων αεροσκαφών και ανταλλακτικών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε προβλήματα συντήρησης (σ.σ. για τις ρωσικές αερομεταφορές). Οι εταιρείες πληροφορικής δυσκολεύονται καθώς δεν έχουν πια πρόσβαση σε δυτικές τεχνολογίες […] Με όλες αυτές τις αλλαγές, η ρωσική οικονομία εξαρτάται πια περισσότερο από το κράτος.»
«Είναι σαν να επιστρέφουμε στη σοβιετική εποχή», είχε δηλώσει ο Βασίλι Αστροφ, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σπουδών της Βιέννης, μιλώντας στον Ίβαν Γκερσκόβιτς της Wall Street Journal προτού ο τελευταίος συλληφθεί.
Όπως θα φαινόταν ωστόσο εκ των υστέρων, αυτή η επιστροφή στη σοβιετική – ψυχροπολεμική εποχή, δεν έχει να κάνει μόνο με τις εξελίξεις στο μέτωπο της ρωσικής οικονομίας…