Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Καμία διάταξη του αμερικανικού Συντάγματος δεν απαγορεύει στον οποιονδήποτε να θέσει υποψηφιότητα για το προεδρικό αξίωμα ακόμη και από το κελί της φυλακής – αρκεί μόνο να έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ και να έχει συμπληρώσει τα 35 του χρόνια. Υπάρχει άλλωστε το προηγούμενο των προεδρικών εκλογών του 1920, όταν κατέβηκε υποψήφιος ο σοσιαλιστής Γιουτζίν Ντεμπς, ηγετική μορφή του αμερικανικού εργατικού κινήματος, όντας φυλακισμένος για τη συνδικαλιστική του δράση. Σε μια ειρωνεία της Ιστορίας, τη μοίρα του σοσιαλιστή συνδικαλιστή κινδυνεύει να μοιραστεί, έναν αιώνα αργότερα, ο μεγαλοεπιχειρηματίας, εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής Δεξιάς, Ντόναλντ Τραμπ. Την Πέμπτη τού απαγγέλθηκαν από ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσιγκτον βαρύτατες κατηγορίες για την προσπάθεια ανατροπής των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020 και για τα έκτροπα της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, οι οποίες επισύρουν ποινές πολυετούς κάθειρξης.
Ήταν η τρίτη κατά σειρά δικαστική δίωξη εναντίον του 45ου προέδρου μέσα σε ένα τετράμηνο – είχε προηγηθεί η απαγγελία κατηγοριών από πολιτειακό δικαστήριο του Μανχάταν για λογιστικές παρανομίες, σχετικές με την εξαγορά της σιωπής της πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς και η δίωξή του από ομοσπονδιακό δικαστήριο της Φλόριντα για τα απόρρητα κρατικά έγγραφα που πήρε μαζί του, φεύγοντας από τον Λευκό Οίκο, στην ιδιωτική του έπαυλη στο Μαρ-α-Λάγκο. Μέσα στο ερχόμενο δεκαπενθήμερο αναμένεται και τέταρτη δίωξη, αυτή τη φορά για τις παρεμβάσεις του με στόχο την ανατροπή των εκλογικών αποτελεσμάτων του 2020 στην πολιτεία της Τζόρτζια. Ωστόσο η δίωξη που ανακοινώθηκε αυτή την εβδομάδα από τον ειδικό εισαγγελέα Τζακ Σμιθ ξεπερνάει σε σημασία κατά πολύ όλες τις υπόλοιπες: για πρώτη φορά στα πολιτικά χρονικά των ΗΠΑ, ένας πρώην πρόεδρος, που μάλιστα έχει αρχίσει τη μάχη για την επανεκλογή του, κατηγορείται ότι οργάνωσε συνωμοσία για να υπονομεύσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας της οποίας εννοεί να προΐσταται.
Τίποτα από ό,τι αναφέρεται στις 45 σελίδες του κατηγορητηρίου που συνέταξε ο Σμιθ δεν είναι καινούργιο για την αμερικανική κοινή γνώμη. Οι πάντες γνωρίζουν τις φαντασιοπληξίες του Τραμπ περί νοθείας υπέρ του Μπάιντεν στις κρίσιμες πολιτείες, τις πιέσεις του στο υπουργείο Δικαιοσύνης και στον τότε αντιπρόεδρο Μάικ Πενς για να μην επικυρωθούν τα αποτελέσματα από το Κογκρέσο και τις εμπρηστικές δηλώσεις του ενόψει του εξαγριωμένου όχλου της 6ης Ιανουαρίου, που πυροδότησαν την αιματηρή έφοδο στο Καπιτώλιο. Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα δύο τρίτα των Ρεπουμπλικανών και το ένα τρίτο του συνόλου των Αμερικανών πιστεύουν ότι το 2020 διεπράχθη όντως νοθεία υπέρ του Μπάιντεν, ενώ περίπου το μισό εκλογικό σώμα θεωρεί ότι ο Τραμπ ενήργησε καλή τη πίστει, πεπεισμένος ότι του είχαν κλέψει τη νίκη. Ενδεχόμενη καταδίκη του στην Ουάσιγκτον, μια περιοχή όπου πλειοψηφούν συντριπτικά οι Δημοκρατικοί, από μια δικαστή που διορίστηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα, θα εκληφθεί από ένα μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας ως εκλογικό πραξικόπημα του βαθέος κράτους εναντίον του εκλεκτού τους.
Όλα δείχνουν, άλλωστε, ότι οι δικαστικές διώξεις, αντί να εξασθενίσουν, ενισχύουν πολιτικά τον Τραμπ, τουλάχιστον στο εσωτερικό των Ρεπουμπλικανών. Ερευνα του ινστιτούτου Siena College για λογαριασμό των New York Times, που δημοσιεύτηκε μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση της νέας του δίωξης, έδειξε ότι ο πρώην πρόεδρος προηγείται με συντριπτική διαφορά έναντι των ανθυποψηφίων του για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος (54% για τον Τραμπ, 17% για τον κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον ντε Σάντις και μόλις 3% για τον Μάικ Πενς και την πρώην πρέσβειρα στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι). Είναι χαρακτηριστικό ότι, με εξαίρεση τον Πενς, όλα σχεδόν τα μεγάλα κεφάλια των Ρεπουμπλικανών, συμπεριλαμβανομένου του Ντε Σάντις και του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, συντάχθηκαν με τον Τραμπ, αποδοκιμάζοντας τη νέα δικαστική δίωξή του.
Αμφίρροπη αναμέτρηση
Το πιο ανησυχητικό για τους Δημοκρατικούς είναι ότι η πολύ πιθανή, με τα σημερινά δεδομένα, μονομαχία-ρεβάνς μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ, το 2024, διαγράφεται άκρως αμφίρροπη. Στην προαναφερθείσα δημοσκόπηση, οι δύο μονομάχοι ισοβαθμούν με 43% ο καθένας στην προτίμηση ψήφου. Η φυσική και πνευματική υγεία του 80χρονου Μπάιντεν εξακολουθεί να εμπνέει ανησυχίες. Αν και μετά τα καλύτερα των αναμενομένων αποτελέσματα στις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου ο πρόεδρος ενίσχυσε τη θέση του στο εσωτερικό των Δημοκρατικών, ως ο μόνος που καταφέρνει να ενώνει την αριστερή και την κεντρώα πτέρυγα του κόμματος, το ποσοστό αποδοχής του πανεθνικά βρίσκεται στο απογοητευτικό 39%. Την περασμένη Πέμπτη, η Washington Post αποκάλυψε ότι τον Ιούνιο, στη διάρκεια γεύματος εργασίας στον Λευκό Οίκο, ο Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε την ανησυχία στον πρώην αντιπρόεδρό του για το ενδεχόμενο να νικήσει ο Τραμπ το 2024 και προσφέρθηκε να στρατευθεί στον προεκλογικό του αγώνα.
Η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε κύριο άρθρο όπου τόνιζε ότι ο κίνδυνος επανεκλογής του Τραμπ είναι κάτι παραπάνω από πραγματικός και ότι, σε περίπτωση δεύτερης θητείας του, είναι πολύ πιθανό να αποσύρει την Αμερική από το ΝΑΤΟ και να διαλύσει την ευρωατλαντική ενότητα, κάνοντας πράξη τον υπ’ αριθμόν ένα γεωστρατηγικό πόθο του Βλαντιμίρ Πούτιν. Μάλιστα η εφημερίδα κάλεσε τη Βουλή των Αντιπροσώπων να μιμηθεί τη Γερουσία, η οποία πρόσφατα ψήφισε νομοσχέδιο ώστε να μην μπορεί ο εκάστοτε πρόεδρος να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των δύο τρίτων και των δύο νομοθετικών σωμάτων.
Στο μεταξύ, η ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλή των Αντιπροσώπων συνεχίζει τις έρευνες για επιχειρηματικές απάτες του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του προέδρου, στο εξωτερικό, στις οποίες προσπαθούν να εμπλέξουν και τον πατέρα του. Την περασμένη εβδομάδα ο Ντέιβον Αρτσερ, επιχειρηματικός εταίρος του Χάντερ Μπάιντεν, δήλωσε ότι ο πατέρας του συμμετείχε σε δεκάδες συνομιλίες του με ξένους επιχειρηματικούς παράγοντες ενώ ήταν αντιπρόεδρος της χώρας. Η σκιά των σκανδάλων και των δικαστικών περιπετειών, που μπορεί να φτάσουν και στο Ανώτατο Δικαστήριο, πέφτει βαριά πάνω από την προεκλογική εκστρατεία, κλιμακώνοντας μέχρι τα άκρα την πολιτική πόλωση.
Αρθρογράφος του έγκυρου Foreign Policy υποστήριζε ότι από αυτές τις εκλογές θα εξαρτηθεί αν οι ΗΠΑ θα επιβιώσουν ως ενιαία Δημοκρατία ώστε να γιορτάσουν τα 250 χρόνια τους το 2026. Αλλοι αναλυτές μιλούν για τον βαθύτερο διχασμό μετά τον αμερικανικό εμφύλιο, τονίζοντας ότι οι «κόκκινες» (ρεπουμπλικανικές) και οι «γαλάζιες» (δημοκρατικές) πολιτείες αρχίζουν να μοιάζουν με παράλληλα σύμπαντα, με διαφορετικούς νόμους για τα πάντα, από τη φορολογία και την Παιδεία μέχρι τις εκτρώσεις και την κλιματική αλλαγή, ενώ μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού θεωρούν τους πολιτικούς αντιπάλους τους κρυπτοκομμουνιστές ή νεοφασίστες, αντιστοίχως. Σε αυτό το φόντο, ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται ως το σύμπτωμα και όχι η αιτία μιας βαθύτερης παθολογίας, που έχει φτάσει να απειλεί την ταυτότητα και τη συνοχή της αμερικανικής Δημοκρατίας.