Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Θα μπορούσε άραγε μια Τροπολογία του 1868, ένα κείμενο που είχε δηλαδή γραφτεί αμέσως μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο με στόχο να αποκλείσει από τα δημόσια αξιώματα αξιωματούχους που είχαν πολεμήσει με την πλευρά των ηττημένων Νοτίων, να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ εν έτει 2024;
Θα μπορούσε άραγε ο Ντόναλντ Τραμπ, ως ο υπό μια έννοια «πολιτικός επίγονος» της Συνομοσπονδίας (Confederacy), την κληρονομιά της οποίας εκείνος έχει άλλωστε κατ’ επανάληψη υπερασπιστεί δημόσια, να αποκλειστεί από την εξουσία όπως οι «Νότιοι» του μακρινού παρελθόντος μετά την ήττα τους;
Και αν ναι, με ποιο αιτιολογικό; «Επειδή ενεπλάκη ενεργά στην ανταρσία (insurrection) της 6ης Ιανουαρίου του 2021», θα πουν οι επικριτές του.
Υπήρξαν δικαστές, δικηγόροι και ψηφοφόροι/ενάγοντες που πίστεψαν ότι όντως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο στις ΗΠΑ πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024.
Σύμφωνα με τη δική τους «γραμμή», ο Τραμπ είχε «ενεργό εμπλοκή» στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021, καθώς «ενεθάρρυνε» την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο με απώτερο στόχο την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος του 2020, που έδινε τη νίκη στον Τζο Μπάιντεν, και τη δική του παραμονή στην προεδρία των ΗΠΑ.
Με βάση όμως το εδάφιο 3 της 14ης Τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος, δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει δημόσιο αξίωμα στις ΗΠΑ όποιος ενεπλάκη σε ανταρσία «ενώ είχε προηγουμένως ορκιστεί να υποστηρίζει το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών ως μέλος ο ίδιος του Κογκρέσου ή ως αξιωματούχος των Ηνωμένων Πολιτειών ή ως μέλος οιουδήποτε νομοθετικού σώματος ή ως εκτελεστικός ή δικαστικός λειτουργός οποιασδήποτε Πολιτείας».
Επικαλούμενοι το εν λόγω εδάφιο, ψηφοφόροι σε ρόλο εναγόντων, δικηγόροι και δικαστές θεώρησαν ότι ο 77χρονος Τραμπ θα μπορούσε όντως να αποκλειστεί από την προεδρική κούρσα ενόψει των εκλογών του 2024.
Τα πολιτειακά δικαστήρια του Κολοράντο, του Μέιν και του Ιλινόι απεφάνθησαν μάλιστα, τους περασμένους μήνες, υπέρ ακριβώς αυτού του αποκλεισμού.
Και επειδή το εκλογικό σύστημα στις ΗΠΑ είναι ένα σύστημα προκριματικών εκλογών και εκλεκτόρων (Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί εκλογείς ψηφίζουν όχι απευθείας τον πρόεδρο αλλά τους εκλέκτορες που θα δώσουν το χρίσμα στον κομματικό υποψήφιο που θα διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ με τις ευλογίες κάθε παράταξης), ο αποκλεισμός του Τραμπ θα έπρεπε, προφανώς, να ξεκινήσει από τις προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών.
Εάν όμως ο Τραμπ δεν έχει δικαίωμα να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ, τότε εκείνος θα πρέπει προφανώς να αποκλειστεί και από τις προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα του κόμματός του.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η πλευρά Τραμπ άσκησε έφεση στις πολιτείες που πρόβαλαν νομικά εμπόδια, και οι υποθέσεις πέρασαν στα χέρια του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου.
Το εννεαμελές Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ απεφάνθη ωστόσο σήμερα, και μάλιστα ομόφωνα, ότι ο 77χρονος Τραμπ δεν μπορεί να αποκλειστεί από τα ψηφοδέλτια για τις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην πολιτεία του Κολοράντο, ανατρέποντας έτσι την απόφαση περί αποκλεισμού που είχε ανακοινώσει το πολιτειακό δικαστήριο της εν λόγω Πολιτείας τον περασμένο Δεκέμβριο.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σχετική απόφαση, οι πολιτειακές Αρχές δεν έχουν την εξουσία να εφαρμόσουν το εδάφιο 3 της 14ης Τροπολογίας κατά του προέδρου των ΗΠΑ ή άλλου ομοσπονδιακού αξιωματούχου. Αντιθέτως, το μόνο που έχει μια τέτοια εξουσία είναι το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι σύμφωνα ακόμη και με εκείνο το εδάφιο του 1868, το αμερικανικό Κογκρέσο είχε όντως την εξουσία να άρει τον όποιο αποκλεισμό εάν το αποφάσιζαν με πλειοψηφίες 2/3 τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε, λοιπόν, ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να αποκλειστεί από την προεδρική κούρσα με βάση το εδάφιο 3 της 14ης Τροπολογίας. Εάν όμως ο Τραμπ δεν μπορεί να αποκλειστεί στο Κολοράντο με βάση όσα αποφάσισε ένα Ανώτατο Δικαστήριο που είναι ομοσπονδιακό και όχι πολιτειακό, τότε εκείνος δεν μπορεί να αποκλειστεί και σε καμία άλλη Πολιτεία των ΗΠΑ: ούτε στο Μέιν αλλά ούτε και στο Ιλινόι.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένα από τα –βασικά– νομικά εμπόδια που είχαν μπει στον δρόμο του Τραμπ ενόψει των εκλογών του 2024 πλέον καταρρέει. Το γεγονός, δε, ότι εκείνο κατέρρευσε μόλις λίγες ώρες πριν από τις προκριματικές εκλογές που αναμένονται αύριο («Σούπερ Τρίτη») για το προεδρικό χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε συνολικά 16 Πολιτείες των ΗΠΑ, των Κολοράντο και Μέιν συμπεριλαμβανομένων, αποτελεί αν μη τι άλλο επικοινωνιακή νίκη για τον ίδιο τον Τραμπ, μια νίκη με συμβολικές/σημειολογικές αλλά, παράλληλα, πολύ πρακτικές προεκτάσεις.
Ο ίδιος ο Τραμπ έσπευσε να πανηγυρίσει τη σημερινή απόφαση ως «μεγάλη νίκη για την Αμερική». Η 52χρονη Νίκι Χέιλι από την άλλη πλευρά, ως αντίπαλος του Τραμπ για το προεδρικό χρίσμα της Ρεπουμπλικανικής παράταξης, δεν μπορεί βέβαια να είναι ικανοποιημένη από τις τελευταίες εξελίξεις. Αντιθέτως, πολλοί εκτιμούν ότι εκείνη πρόκειται μέσα στις επόμενες ώρες ή μέρες να αποσύρει την υποψηφιότητά της, αφήνοντας έτσι τον Τραμπ μόνο και ανενόχλητο ως διεκδικητή της προεδρίας εντός του Ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου.
Ο 77χρονος Ρεπουμπλικανός προεδρικός υποψήφιος θα έχει, βέβαια, άλλες νομικές «οχλήσεις» το προσεχές διάστημα, καθώς εκείνος θα κληθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον δικαστών στο πλαίσιο σειράς άλλων υποθέσεων και μάλιστα εν μέσω προεκλογικής περιόδου. Ο λόγος για μια σειρά από υποθέσεις που σχετίζονται συγκεκριμένα με:
- τα συνολικά 130.000 δολάρια που είχε δώσει στην πρώην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2016 προκειμένου εκείνη να μην αποκαλύψει στα μίντια την ερωτική σχέση που είχε ζήσει μαζί του παλαιότερα (χρήματα τα οποία ο Τραμπ παρουσίασε ως «νομικά έξοδα» παραποιώντας τα στοιχεία στις φορολογικές του δηλώσεις και αποκρύπτοντας έτσι ένα πιθανό σκάνδαλο από τους ψηφοφόρους, γεγονός για το οποίο διώκεται),
- τα απόρρητα κρατικά έγγραφα που είχαν βρεθεί στην έπαυλή του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντα (βλ. παράνομη κατοχή απορρήτων εγγράφων),
- την κατηγορία ότι συνωμότησε με στόχο να ανατρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020,
- και την κατηγορία ότι επιχείρησε να παραποιήσει το εκλογικό αποτέλεσμα των προεδρικών του 2020 συγκεκριμένα στην Πολιτεία της Τζόρτζια.
Οι διαδικασίες εκδίκασης των προαναφερθεισών υποθέσεων, ωστόσο, καθυστερούν και το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Η υπόθεση χρηματισμού της Στόρμι Ντάνιελς θα αρχίσει να εκδικάζεται ενώπιον σώματος ενόρκων στις 25 Μαρτίου στη Νέα Υόρκη.
Η υπόθεση για τα απόρρητα έγγραφα που βρέθηκαν στο Μαρ-α-Λάγκο, θα αρχίσει να εκδικάζεται, κατά πιθανότητα, το καλοκαίρι στη Φλόριντα.
Η υπόθεση που σχετίζεται με τις εκλογές στη Τζόρτζια έχει πια περιπλακεί για άλλους «εξωδικαστικούς» λόγους (καθώς η εισαγγελέας Φάνι Γουίλις αποκαλύφθηκε ότι είχε ερωτικό δεσμό με τον δημόσιο κατήγορο με αποτέλεσμα εκείνη να κινδυνεύει πια να εξαιρεθεί/αντικατασταθεί υπό το βάρος καταγγελιών περί σύγκρουσης συμφερόντων).
Οσο για τις κατηγορίες της συνωμοσίας για την ανατροπή του αποτελέσματος των προεδρικών εκλογών του 2020, που είναι και οι πιο σοβαρές, πάνε πια πίσω χρονικά καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να δεχθεί να εξετάσει το ζήτημα της «ασυλίας» που υποστηρίζει ότι είχε ο Ντόναλντ Τραμπ την επίμαχη περίοδο ως εν ενεργεία τότε πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ κατηγορείται, στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης, ότι συνωμότησε, στρεφόμενος κατά συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, προκειμένου να εξαπατήσει τους Αμερικανούς και να παρεμποδίσει επίσημες διαδικασίες σχετικές με την πιστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Η συγκεκριμένη δίκη κανονικά θα έπρεπε να ξεκινήσει… σήμερα (4 Μαρτίου). Το Ανώτατο Δικαστήριο ωστόσο των ΗΠΑ, όταν αποφάσισε (στις 28 Φεβρουαρίου) να εξετάσει όσα υποστηρίζει η πλευρά Τραμπ περί «προεδρικής ασυλίας», έβαλε την εν λόγω υπόθεση στον πάγο για ένα διάστημα τουλάχιστον τεσσάρων με πέντε μηνών…
Οσοι ήλπιζαν, με άλλα λόγια, ότι η αμερικανική Δικαιοσύνη θα μπορούσε να μπλοκάρει την πορεία του Τραμπ προς τις κάλπες, θα πρέπει τώρα να αναθεωρήσουν… και να στραφούν, αναζητώντας «λύσεις», στους Αμερικανούς ψηφοφόρους.