Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Οι ηγέτες έξι αντιπολιτευόμενων κομμάτων της Τουρκίας συναντώνται στις 12 Φεβρουαρίου, για πρώτη φορά με αυτήν τη σύνθεση, ως «εξάδα» δηλαδή, προκειμένου να χαράξουν (κοινή;) στρατηγική στον δρόμο προς τις επόμενες εκλογές, είτε εκείνες διεξαχθούν το 2023 είτε νωρίτερα.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), η Μεράλ Ακσενέρ του επονομαζόμενου Καλού Κόμματος (İYİ), ο Τεμέλ Καραμολάογλου του Κόμματος Ευδαιμονίας (Saadet), ο Γκιουλτεκίν Ουισάλ του Δημοκρατικού Κόμματος (DP), ο Αλί Μπαμπατζάν του Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA) και ο Αχμέτ Νταβούτογλου του Κόμματος του Μέλλοντος (Gelecek) αναμένεται να έχουν την πρώτη τους συνάντηση με το βλέμμα στραμμένο όχι μόνο στις επόμενες εκλογές αλλά και σε όσα πρόκειται να ακολουθήσουν έπειτα από την κάλπη.
Η σύνθεση της εξάδας «εντυπωσιάζει», καθώς είναι η πρώτη φορά που θα καθίσουν μαζί στο ίδιο τραπέζι Κεμαλιστές (CHP), εθνικιστές (İYİ), κεντροδεξιοί (DP), αντιδυτικοί ισλαμιστές (Saadet) και πρώην υπουργοί του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης AKP που έχουν πια αποχωρήσει και περάσει στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης όπως ο (αγαπητός στη Δύση) Αλί Μπαμπατζάν και ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Οι παρατάξεις CHP, İYİ, DP και Saadet έχουν ήδη «ενωθεί» υπό την σκέπη της επονομαζόμενης Συμμαχίας του Έθνους (Millet İttifakı), όπως ονομάζεται ο αντιπολιτευόμενος συνασπισμός που έχει συσταθεί ενάντια στην κυβερνώσα ισλαμοεθνικιστική Συμμαχία του Λαού (Cumhur Ittifaki) των Ερντογάν (AKP) και Μπαχτσελί (MHP).
Οι προερχόμενοι από την παράταξη του Ερντογάν κ.κ. Μπαμπατζάν και Νταβούτογλου έρχονται πια και εκείνοι να «συμπαραταχθούν» για πρώτη φορά με το εν λόγω αντιπολιτευόμενο σχήμα, με τους αναλυτές ωστόσο να διερωτώνται εάν θα μπορέσουν στην πράξη να διατηρηθούν οι ισορροπίες μεταξύ των αντιπολιτευόμενων κομματικών ηγετών.
Οι εν λόγω αντιπολιτευόμενες δυνάμεις έχουν πάντως ήδη, σύμφωνα με όσα γράφονται, καταλήξει μέσες άκρες σε έναν οδικό χάρτη για την επιστροφή της χώρας στο προηγούμενο σύστημα διακυβέρνησης: εκείνο που ήταν σε ισχύ προτού ο Ερντογάν τροποποιήσει το Σύνταγμα με την υποστήριξη του Μπαχτσελί (βλ. δημοψήφισμα 2017) και συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του προέδρου (βλ. εκτελεστική υπερπροεδρία, από το 2018 και έπειτα).
Εάν το AKP ηττηθεί στις επόμενες εκλογές όποτε και αν εκείνες διεξαχθούν, τα κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης έχουν καταστήσει σαφές πως θα προωθήσουν νέα αλλαγή του Συντάγματος αναιρώντας πολλά από όσα (εάν όχι όλα όσα) κόμισε ο Ερντογάν.
Η τουρκική αντιπολίτευση φέρεται να έχει ήδη συμφωνήσει σε ένα προσχέδιο νέου Συντάγματος, με την υποσημείωση ωστόσο ότι η όποια νέα συνταγματική τροποποίηση θα χρειαστεί τη σύμφωνη γνώμη τουλάχιστον 360 βουλευτών (σε σύνολο 600) προκειμένου να μπορέσει να περάσει στο επόμενο στάδιο της έγκρισης μέσω δημοψηφίσματος.
Τι γίνεται όμως έως τότε; Και πόσο καθοριστική μπορεί να είναι η προοπτική μιας νέας μεταρρύθμισης του Συντάγματος στα μάτια ενός λαού όπως είναι ο τουρκικός που βλέπει τα οικονομικά του να έχουν επιδεινωθεί δραματικά το τελευταίο διάστημα;
2023 ή 2022;
Οι επόμενες διπλές (προεδρικές και βουλευτικές) εκλογές στην Τουρκία είναι κανονικά προγραμματισμένες για το καλοκαίρι του 2023. Υπάρχει ωστόσο και το σενάριο που θέλει τον Ερντογάν να πηγαίνει σε εκλογές φέτος, ενδεχομένως το φθινόπωρο, προκειμένου να προλάβει τον επόμενο χειμώνα και όσα αρνητικά (πχ άνοδο στις τιμές της ενέργειας) εκείνος θα μπορούσε να φέρει.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εάν θέλει να πάει στις επόμενες εκλογές με αέρα νίκης, η τουρκική αντιπολίτευση θα πρέπει να καταφέρει ωστόσο να συμφωνήσει και σε κάποια θέματα πέραν της αναθεώρησης του Συντάγματος: στη διαμόρφωση για παράδειγμα ενός πειστικού οικονομικού προγράμματος αλλά και στην επιλογή ενός κοινού προεδρικού υποψηφίου (έχουν ακουστεί ως πιθανά τα ονόματα των προερχόμενων από το CHP δημάρχων της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς), αν και έχει διατυπωθεί παράλληλα και η άποψη ότι μια «πρόωρη» επιλογή υποψηφίου θα μπορούσε να λειτουργήσει σε βάρος της αντιπολίτευσης καθώς θα έδινε μεγαλύτερο χρονικό περιθώριο στην πλευρά Ερντογάν προκειμένου να «αποδομήσει» τον όποιο νέο προεδρικό της αντίπαλο.
Δημοσκοπήσεις
Οι δημοσκοπήσεις στην Τουρκία παρουσιάζουν τον Ερντογάν (που γίνεται 68 ετών σε λίγες ημέρες) και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – AKP (που φέτος συμπληρώνει 20 χρόνια στην εξουσία: 2002-2022) να έχουν πια υποχωρήσει σημαντικά σε σύγκριση με τις εποχές της αδιαφιλονίκητης αυτοδυναμίας τους, ενώ το AKP έχει εν τω μεταξύ, ήδη από το 2019, χάσει και τους δήμους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης.
Όσο για τις δημοσκοπήσεις, εκείνες παρουσιάζουν πια την κυβερνώσα συμμαχία των AKP και MHP, την επονομαζόμενη και Συμμαχία του Λαού, να συγκεντρώνει ποσοστό κάτω από 40% (από σχεδόν 54% που είχαν εξασφαλίσει μαζί τα εν λόγω δύο κόμματα στις βουλευτικές εκλογές του 2018), με το AKP να κινείται κοντά στο 31% (από 42,6% που είχε εξασφαλίσει το 2018) και το MHP κοντά στο 7% (από 11,1% που είχε εξασφαλίσει το 2018).
Δεν αρκεί ωστόσο μόνο ο Ερντογάν να χάσει τις εκλογές. Θα πρέπει παράλληλα και η τουρκική αντιπολίτευση να τις κερδίσει, και ειδικά ως προς αυτό το δεύτερο σκέλος τα πράγματα δεν είναι ακόμη τόσο ξεκάθαρα όσο θα ήθελαν όσοι προβλέπουν το πολιτικό τέλος του Τούρκου προέδρου.
Αναποφάσιστοι και αντιπολίτευση
Σε πρόσφατη μελέτη-ανάλυσή του για τη Διπλωματική Ακαδημία του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, o ερευνητής, συγγραφέας και επιστημονικός συνεργάτης του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, Ευάγγελος Αρεταίος, εστιάζει σε ένα ενδιαφέρον στοιχείο: εκείνο της αύξησης του ποσοστού των αναποφάσιστων στην Τουρκία που γυρνούν μεν την πλάτη στο AKP (ακόμη και ισλαμιστές ψηφοφόροι δηλώνουν πλέον δυσαρεστημένοι λόγω της οικονομικής κατάστασης) χωρίς όμως να μετακινούνται στη δεξαμενή των ψηφοφόρων της αντιπολίτευσης.
«Βαθιοί φόβοι για τον τρόπο με τον οποίο η αντιπολίτευση θα διοικήσει την Τουρκία εάν ο Ερντογάν και το AKP χάσουν την εξουσία […] φόβοι για ρεβανσισμό από την πλευρά της αντιπολίτευσης αλλά και φόβοι ότι θα μπορούσαν να χαθούν δικαιώματα και ελευθερίες (σ.σ. θρησκευτικές για παράδειγμα) […] εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικά εμπόδια για μια αποφασιστική στροφή των ψηφοφόρων (σ.σ. προς την πλευρά της αντιπολίτευσης)», γράφει ο Ε. Αρεταίος στην ανάλυσή του (με τίτλο «Attempting to Map the Turkish Electorate») επικαλούμενος τα στοιχεία σειράς δημοσκοπήσεων, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν μέσα από πρόσφατη ανάλυσή του.
Ο Μ. Γετκίν επικαλείται, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα δημοσκόπησης της εταιρείας MetroPoll από τον Ιανουάριο του 2022. Σύμφωνα με αυτά, το 47,1% των ερωτηθέντων θεωρεί πως η τουρκική αντιπολίτευση δεν είναι ακόμη έτοιμη να κυβερνήσει, ενώ ποσοστό ελαφρώς μικρότερο (46%) θεωρεί πως είναι.