Του Γιάννη Ιωάννου
Oι εξελίξεις στον άξονα Κυπριακού κι ελληνοτουρκικών σχέσεων δείχνουν να αποκτούν ιδιαίτερα ξεχωριστό ενδιαφέρον υπό το βάρος τόσο των δεδομένων που βρίσκονται στο τραπέζι (σ.σ. όχι κάτι συνταρακτικό προς το παρόν) όσο και υπό το φως των εξελίξεων στο εσωτερικό της Τουρκίας –με την χώρα να βρίσκεται ενώπιον προκλήσεων –οικονομικών και πολιτικών- με ορίζοντα το πολύ σημαντικό, για το μέλλον Ερντογάν, 2023. Η αυξανόμενη φημολογία στα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου για ένα ολικό «λίφτινγκ» στο τρέχον υπουργικό συμβούλιο υπό τον Ταγίπ Ερντογάν αυξάνονται καταδεικνύοντας δύο τάσεις που φαίνεται πως επιχειρεί ο Ταγίπ Ερντογάν:
- Mια προσπάθεια για μια σειρά περιφερειακών –και διεθνών- διορθωτικών κινήσεων σε σχέση με τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου και τις σχέσεις στο δίπολο Άγκυρας-Βρυξελλών /και Ουάσινγκτον, με αφορμή και την συνεχιζόμενη κρίση στην Ουκρανία
- Mια απόπειρα –μιας και οι δημοσκοπικές δυσκολίες στο εσωτερικό εμμένουν- ανασχηματισμού η οποία θα ήταν χρήσιμη, στην τρέχουσα μακρά προεκλογική, ενόψει 2023 –ιδίως μετά τις απανωτές τα τελευταία χρόνια παύσεις ανθρώπων στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και στο υπ. Οικονομικών λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης
Ως προς την πρώτη τάση παρά το γεγονός πως η Άγκυρα δουλεύει προς μια διπλωματία βελτίωσης των διμερών της σχέσεων με τα κράτη της περιοχής (πχ Ισραήλ και Αίγυπτος), «ηρεμίας» στα της ανατολικής Μεσογείου σε σχέση με την διετία 2019-2021 και πολλαπλών σινιάλων προς την Ουάσινγκτον, τόσο στην περίπτωση του Κυπριακού όσο και των ελληνοτουρκικών διατηρεί τους υψηλούς τόνους: Στην πρώτη περίπτωση δείχνει –όπως έπραξε ο Ερντογάν και στη συνάντησή τους με τους πρέσβεις της ΕΕ- να προχωρεί κανονικά με το αφήγημα των δύο κρατών και της κυριαρχικής ισότητας. Παίζοντας μάλιστα και ως plan B της προσάρτησης του γεωγραφικού χώρου των Κατεχομένων ως σκληρού διπλωματικού χαρτιού μετά το 2023. Στη δεύτερη περίπτωση, η επιθετική ρητορική της Άγκυρας στο ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου δεν συνάδει με την ευρύτερη αντίληψη περί «θετικής ατζέντας» με την ΕΕ –με τις επιστολές Σινιρλίογλου προς τον ΟΗΕ να σχηματοποιούν τις μαξιμαλιστικές θέσεις τς Άγκυρας παρά τις απόπειρες των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας των τελευταίων μηνών (σ.σ. 22 του τρέχοντος ξεκινά ο 64ος γύρος διερευνητικών Αθήνας-Άγκυρας).
Αναφορικά με την δεύτερη τάση, η φημολογία έχει συγκεκριμένο αποτύπωμα, που για την ανάλυση –σε Λευκωσία και Αθήνα, αποκτάει ξεχωριστό ενδιαφέρον: Την αντικατάσταση του υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον Ιμπραχίμ Καλίν –τον εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης Ερντογάν και σύμβουλό του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Τι σηματοδοτεί ο Καλίν
Μια πιθανή τοποθέτηση του Ιμπραχίμ Καλίν στο τιμόνι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πρέπει να ιδωθεί μέσα από ένα συγκεκριμένο, επί της αρχής, πλαίσιο αναφορικά με τις επιδιώξεις της Άγκυρας, μέχρι το 2023. Δεν αλλάζει κάτι επί της ουσίας σε σχέση με τους πάγιους και διακηρυγμένους στρατηγικούς στόχους της σε σειρά ζητημάτων. Οφείλει όμως να ιδωθεί και μέσα από το πλαίσιο της επιχειρούμενης, από τον Ερντογάν, αλλαγής σε ζητήματα επικοινωνίας, αποστολής πολιτικών σινιάλων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο και διόρθωσης ζητημάτων που προέκυψαν, ιδίως μετά το 2016, προκειμένου η επικέντρωση να δοθεί στις εκλογές του 2023, στην πολιτική επιβίωση του ιδίου και στην βελτίωση της τουρκικής οικονομίας. Σε αντίθεση με τον Τσαβούσογλου που τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και ως η εικόνα της τουρκικής διπλωματίας στην εποχή των... «Γαλάζιων Πατρίδων» υπήρξε αρκετά «αντιεπιστημονικός», ο Ιμπραχίμ Καλίν παραμένει μια ιδιάζουσα περίπτωση ατόμου. Γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ του πολιτικού Ισλάμ –όπως αυτό κυριάρχησε εντός της Τουρκίας μετά την άνοδο του AKP στην εξουσία, το 2003- και μιας επιστημονικής προσέγγισης περεννιαλισμού (perennialism). H τελευταία απορρέει τόσο από την ακαδημαϊκή του ιδιότητα (σπούδασε στις ΗΠΑ δίπλα στον γνωστό Ιρανό αντικαθεστωτικό, περεννιαλιστή, θεολόγο Seyyed Hossein Nasr) όσο κι από το πως προσλαμβάνει ο ίδιος, τόσο στα θεωρητικά του γραπτά όσο και στην πολιτική του καριέρα, την λεγόμενη τουρκο-ισλαμική σύνθεση. Ο Kalin είναι μειλίχιος, καλός γνώστης της Αγγλικής σε σχέση με τον Τσαβούσογλου (αλλά και πολλούς Τούρκους πολιτικούς), και τα τελευταία χρόνια συνέδεσε την πολιτική του σταδιοδρομία με πολύ συγκεκριμένα αποτυπώματα: Την ίδρυση και διεύθυνση του πρώτου τουρκικού think-tank (σ.σ. του SETA) που συνδέθηκε με το AKP και τον Ερντογάν, την στελέχωση της δημιουργίας του θεσμού του εκπροσώπου Τύπου της τουρκικής προεδρίας, θέση στην οποία ακόμη υπηρετεί, την εγγύτητα με τον Ερντογάν σε επίπεδο συμβουλευτικής σε δύσκολες περιόδους, στο εσωτερικό της χώρας, για την πολιτική επιβιωσιμότητα προσώπων στο στενό περιβάλλον του Τούρκου Προέδρου. Παράλληλα δείχνει να διατηρεί και μια σκοτεινή πλευρά μιας και τα τελευταία χρόνια εκτός από το leverage που απόκτησε στον ίδιο τον Τούρκο Πρόεδρο και το στενό του οικογενειακό περιβάλλον –ως βασικός σύμβουλός του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής- είχε και πιο αμφιλεγόμενες αναμίξεις στις επικοινωνιακές καμπάνιες της τουρκικής προεδρίας, ως επικεφαλής ουσιαστικά ενός τεράστιου στρατού ηλεκτρονικών trolls στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης που ανά καιρούς διαμόρφωναν αφηγήματα ή επιδίδονταν σε διάφορες μορφές info-wars στην τουρκική δημόσια σφαίρα.
Ο Καλίν γνωρίζει καλά τα ελληνοτουρκικά (σ.σ. συμμετείχε στους γύρους των διερευνητικών) και το Κυπριακό, έχει καλές διασυνδέσεις σε ΗΠΑ –με άτομα όπως ο Jake Sullivan- και ΕΕ και θεωρείται πως ως συνομιλητής, αν επιβεβαιωθεί η υπουργοποίησή του, θα κινηθεί σε λιγότερο βιτριολικές τοποθετήσεις σε σχέση με τον Τσαβούσογλου στον τρόπο που θα εμπλέκεται σε συνομιλίες ή θα προβαίνει σε δηλώσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Το αν η «νταβουτογλική» -ιδεολογικά, πολιτικά και σε επίπεδο φαινομενολογίας- περσόνα του θα επαναφέρει και μια στρατηγικά στοχευμένη πολιτική εκ μέρους της Άγκυρας, στην τρέχουσα συγκυρία, για μερική επαναφορά της αντίληψης «περί μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» είναι κάτι που μένει να διαφανεί –όχι τόσο στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό ωστόσο. Σε επίπεδο επικοινωνίας πάντως ο ρόλος του Καλίν εξυπηρετεί, τέλεια, ένα τέτοιο αφήγημα ενώ η ανάμιξή του στην πρόσφατη προσπάθεια της Τουρκίας για βελτίωση των σχέσεων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ (σ.σ. συνάντησε πρόσφατα τον ΓΔ του Ισραηλινού ΥΠΕΞ, στην πρώτη σημαντική επίσκεψη μετά από 6 χρόνια Ισραηλινού διπλωμάτη στην Τουρκία) και στις συνομιλίες Ουάσινγκτον-Άγκυρας, με φόντο το Ουκρανικό, δείχνουν πως αποκτά ρόλο στην διαμόρφωση των διπλωματικών κινήσεων της Τουρκίας τους τελευταίους μήνες.
Τι να αναμένουμε στο Κυπριακό
Tόσο η επίσημη τοποθέτηση του Ερντογάν ενώπιον πρέσβεων της ΕΕ σε σχέση με την εγκατάλειψη της ΔΔΟ και το αφήγημα των «δύο κρατών» στο Κυπριακό όσο και η νέα, επιθετική, πολιτική «διεθνοποίησης» που επιχειρείται στο Αιγαίο (με φόντο την Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 και την Συνθήκη των Παρισίων το 1947) περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, στα ελληνοτουρκικά δείχνουν πως καθώς η προεκλογική στην Τουρκία κορυφώνεται κι ο χρόνος προχωρά προς το 2023, τα αναθεωρητικά τουρκικά επιχειρήματα εξαιρούν τα δύο ζητήματα σε σχέση με την στροφή στην realpolitik που συμβαίνει, παράλληλα, στα περιφερειακά στις ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Στα καθ’ ημάς, στο Κυπριακό, αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως πλέον η όλη προσπάθεια για την λειτουργία ενός πακέτου ΜΟΕ (Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης) με την Τουρκία που προωθεί η πλευρά μας είναι μια δύσκολη εξίσωση ως προς τα δυνητικά της αποτελέσματα: Πέραν της διαπραγματευτικής διασύνδεσης –σε καθαρά τεχνικό επίπεδο- της Αμμοχώστου με το παράνομο αεροδρόμιο στην Τύμπου, η προσπάθεια επανεκκίνησης του διαλόγου στο Κυπριακό και η γεφύρωση του τεράστιου χάσματος που προέκυψε μετά το 2017 δεικνύον και το που βρίσκόμαστε στην παρούσα φάση. Με τα πράγματα να είναι άσχημα, πριν γίνουν.. χειρότερα. Ως προς το δεύτερο αυτό σκέλος, το κόστος απώλειας της Αμμοχώστου θα είναι δυσβάσταχτο στη σχετική ζυγαριά από την οποία η πλευρά μας εκκινεί από μειονεκτική θέση. Κι ως προς τα δεδομένα, στο τραπέζι, εδώ που βρισκόμαστε σημασία δεν έχει αν στη θέση του ΥΠΕΞ, το αμέσως επόμενο διάστημα, θα βρίσκεται ο Καλίν ή ο Τσαβούσογλου και αν μετά το 2023 ο Ερντογάν θα παραμένει Πρόεδρος στην Τουρκία ή θα έχει πάει σπίτι του. Καλό να αρχίσουμε να το συνειδητοποιούμε αυτό αναφορικά με την στρατηγική μας στο Κυπριακό και τους τρόπους πρόσληψης (κι ανάλυσης) της Τουρκίας.