Kathimerini.gr
Είναι μια ασπίδα για τις καταπιεσμένες μειονότητες ή ένα εργαλείο καταπίεσης της πλειονότητας από την ελίτ; Σπάει τα παλαιά στερεότυπα (π.χ. κατά των γυναικών) ή απλώς τα αντικαθιστά με νέα, εξίσου «ρατσιστικά» (όπως ότι όλοι οι άνδρες είναι εκ γενετής «τοξικοί»); Τι είναι τελικά η woke κουλτούρα που έχει φτάσει να ενοχοποιείται για την επανεκλογή του Τραμπ, εισβάλλοντας και στο λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής; Και πόσο καλά την έχουν κατανοήσει όσοι την επικαλούνται;
#StayWoke
Μπορεί ο όρος να έχει κυριαρχήσει στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία χρόνια, αλλά η ιστορία του είναι μακρά και οι ρίζες του βρίσκονται στο κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων στην Αμερική. Η πρώτη φορά που αναφέρθηκε στον Τύπο ήταν το 1962, σε ένα άρθρο του συγγραφέα Ουίλιαμ Μέλβιν Κέλι, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό των New York Times, αλλά φαίνεται να χρησιμοποιούνταν και νωρίτερα από μέλη του κινήματος. Το 1938, ο Αφροαμερικανός τραγουδιστής Λιντ Μπέλι είχε χρησιμοποιήσει τη φράση «stay woke» σε ένα τραγούδι που μιλούσε για μαύρους εφήβους που είχαν κατηγορηθεί ψευδώς για τον βιασμό δύο λευκών γυναικών στην Αλαμπάμα το 1931.
«Το wokeness ιστορικά προκύπτει από την αφροαμερικανική κουλτούρα και την ιδέα της αφύπνισης. Ειδικά τη δεκαετία του ’60, μαύροι διανοούμενοι προέτρεπαν τους νέους να παραμείνουν αφυπνισμένοι ως προς τους τρόπους με τους οποίους ο ρατσισμός συνέχιζε να υπάρχει, ακόμη και αν σε θεσμικό επίπεδο έμοιαζε να έχει επιλυθεί», εξηγεί στην «Κ» η διακεκριμένη Αμερικανίδα πολιτική επιστήμων Ουέντι Μπράουν. «Το να παραμένεις woke σήμαινε να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά σε σχέση με το πώς δουλεύει ο κόσμος», δηλώνει.
Δεν αποτελεί έκπληξη, επομένως, ότι ο όρος πιο πρόσφατα αναβίωσε στις ΗΠΑ με το κίνημα Black Lives Matter. Αλλά από τότε η χρήση του διευρύνθηκε, καταλήγοντας να θεωρείται σήμερα από προσβολή μέχρι κατηγορία. «Τα τελευταία χρόνια, η Δεξιά πήρε τον όρο και τον μετέτρεψε σε εργαλείο ευτελισμού όλων των θεμάτων που απασχολούν την Αριστερά, από τη σεξουαλική ταυτότητα και την ανισότητα των φύλων μέχρι τον ρατσισμό», σημειώνει η κ. Μπράουν, η οποία είναι ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας.
Ιδεολογικά αντίβαρα
«Η Δεξιά έχει καταχραστεί τον όρο σε τέτοιο βαθμό, που όταν έγραψα το βιβλίο μου πάνω στο θέμα, οι φίλοι μου φοβήθηκαν ότι επειδή ήμουν εναντίον του “woke”, θα με εκμεταλλευόταν κι εμένα η Δεξιά», λέει στην «Κ» η Αμερικανίδα φιλόσοφος και διευθύντρια του Αϊνστάιν Φόρουμ στο Βερολίνο, Σούζαν Νάιμαν. Το τελευταίο της βιβλίο, που κυκλοφόρησε πέρυσι, έχει τίτλο «Η Αριστερά δεν είναι woke».
Η κ. Μπράουν τονίζει ότι δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως «woke». «Θα προτιμήσουν να περιγράψουν τους εαυτούς τους ως αντιρατσιστές ακτιβιστές, παραδείγματος χάριν, αλλά όχι woke, γιατί έχει γίνει πια εργαλείο της Δεξιάς», επισημαίνει.
Σύμφωνα με την κ. Νάιμαν, το wokeness είναι μια ασαφής έννοια, θεμελιωμένη σε παραδοσιακά αριστερές πεποιθήσεις αλλά με πολύ δεξιούς συνειρμούς. «Η Αριστερά δεν είναι woke και ούτε θα πρέπει να είναι, αλλά είναι αλήθεια ότι οι Δημοκρατικοί έχουν συχνά υπάρξει woke», αναφέρει. Εδωσαν έμφαση σε συμβολικά, αντί για ουσιαστικά, θέματα, εξηγεί. «Και αυτό έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ».
Ορισμένους ψηφοφόρους τούς απασχόλησε το θέμα των τρανς αθλητριών και αθλητών, και το αν αγωνίζονται στις σωστές ομάδες, λέει η κ. Μπράουν, αλλά η ίδια δεν θεωρεί ότι το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών μπορεί να αποδοθεί στο wokeness. «Ο Τραμπ υποσχέθηκε να φτιάξει την οικονομία, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν υποσχέθηκαν τίποτα. Εδωσαν έμφαση σε θέματα φύλου, αλλά όσοι θα ψήφιζαν με αυτό το κριτήριο, θα ψήφιζαν ήδη τους Δημοκρατικούς. Το βάρος γι’ αυτή την άνιση έμφαση πέφτει στην Κάμαλα Χάρις, όχι στην Αριστερά», υπογραμμίζει.
Υπερβολές και αναγκαιότητες
Οσον αφορά τον συσχετισμό του wokeness με την πολιτική ορθότητα και την «κουλτούρα ακύρωσης», η κ. Μπράουν θεωρεί ότι πρώτη ως έννοια εμφανίστηκε η πολιτική ορθότητα, η οποία αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί από τον Στάλιν και τον Μάο Τσετούνγκ. «Αλλά πιο πρόσφατα, η Δεξιά και το Κέντρο χρησιμοποίησαν και την πολιτική ορθότητα για να αποδοκιμάσουν την έκφραση ανησυχιών σε σχέση με το φύλο», εξηγεί. «Η πολιτική ορθότητα και το wokeness είναι πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα, ενώ η “κουλτούρα ακύρωσης” (η καταγγελία και ο «εξοστρακισμός» προσώπων κυρίως μέσω των κοινωνικών δικτύων) χρησιμοποιείται τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά», τονίζει η κ. Νάιμαν.
Το 1938, ο τραγουδιστής Λιντ Μπέλι είχε χρησιμοποιήσει τη φράση «stay woke» σε ένα τραγούδι που μιλούσε για μαύρους εφήβους που είχαν κατηγορηθεί ψευδώς για τον βιασμό δύο λευκών γυναικών στην Αλαμπάμα το 1931.
Η αριστερή πολιτική φύλου μπορεί να γίνει εξαντλητική, σημειώνει η κ. Μπράουν, και είναι λεπτή η γραμμή που διαχωρίζει την κριτική από την «ακύρωση». Εχουν γίνει υπερβολές τα τελευταία χρόνια, αναφέρει, σημειώνοντας όμως ότι πολλά περιστατικά έχουν μεγεθυνθεί στα media, και από τη Δεξιά, ιδίως σε σχέση με τα πανεπιστήμια. Κινήματα όπως το #MeToo, όμως, αλλάζουν τον κόσμο και το τι είναι αποδεκτή συμπεριφορά, λέει.
«Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε πως όταν τέτοια κινήματα “σκάνε” μπορεί να γίνουν και υπερβολές. Η Αριστερά έχει αυτές τις ηθικοπλαστικές τακτικές: “Η είσαι μαζί μας ή απέναντί μας” και κάποια πράγματα πρέπει και να μπορούν να πέσουν κάτω. Μπορεί να είναι κάποιος σε συνεχή επαγρύπνηση σχετικά με τον σεξισμό ή τον ρατσισμό, αλλά για να είναι αποτελεσματικός ακτιβιστής θα πρέπει και να μπορεί να ακούει, και να συζητάει με άτομα με τα οποία διαφωνεί. Πρέπει να υπάρχουν οι χώροι στους οποίους θα μπορείς να πεις “συγγνώμη, αν αυτό που λέω σε προσβάλλει, θέλω να το καταλάβω”», αναφέρει.
Σε αυτό δεν έχουν βοηθήσει καθόλου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λέει η κ. Νάιμαν. «Διστάζω όμως να πω ότι τα social media αποτελούν το πιο βασικό πρόβλημα, γιατί και τα ΜΜΕ έχουν υπάρξει πολύ προβληματικά, υπερβολικά woke και νεοφιλελεύθερα», σημειώνει, ενώ κρούει τον κώδωνα κινδύνου στην Αριστερά. «Αν δεν κάνει την αυτοκριτική που πρέπει, το wokeness θα χρησιμοποιηθεί ακόμη πιο πολύ από τη Δεξιά εναντίον της».
Παρότι πηγάζει από τις ΗΠΑ, είναι ένα θέμα που απασχολεί και άλλες κοινωνίες παγκοσμίως, τονίζει στην «Κ». «Τις ίδιες συζητήσεις έκανα πριν από λίγο καιρό στη Χιλή και στη Βραζιλία – είναι ένα διεθνές πρόβλημα γιατί η Αριστερά έχει χάσει τον προσανατολισμό της και γιατί πολλοί δυσαρεστούνται με πράγματα που θεωρούνται woke, αλλά φοβούνται να το πουν».
Εισαγόμενη κουλτούρα
Στην Ελλάδα, φαίνεται να συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ το wokeness, με την έννοια της αφύπνισης ως προς τη συστημική ανισότητα μεταξύ διαφορετικών φύλων και άλλων κοινωνικών και φυλετικών ομάδων, μοιάζει να μην ήρθε ποτέ, υπάρχουν πολλοί πολέμιοί του. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για την «τυραννία των μειονοτήτων», αναφερόμενος στη «woke κουλτούρα των ΗΠΑ», τροφοδοτώντας την αντιπαράθεση για το θέμα και στην Ελλάδα.
«Εχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό ότι το φαινόμενο, έτσι όπως περιγράφεται και αναλύεται σε άλλες χώρες, δεν αφορά άμεσα την ελληνική κοινωνία», λέει στην «Κ» ο Βασίλης Βαμβακάς, καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ. «Το βιώνουμε εξ αντανακλάσεως», συμπληρώνει, «μέσω παγκοσμιοποίησης όλα αυτά τα βιώνουμε σαν να είναι δικά μας, χωρίς αυτό να ισχύει απολύτως».
Η καλοκαιρινή διαμάχη για τον σεξισμό του Μ. Καραγάτση ήταν αποτέλεσμα της woke κουλτούρας, υπογραμμίζει, αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση έγινε απλά ένας δημόσιος διάλογος πάνω στο ζήτημα. «Το είδαμε περισσότερο στο ελληνικό #MeToo, αλλά ούτε εκεί αυτοί που το εξέφρασαν ήταν εκπρόσωποι της woke κουλτούρας». Αντιθέτως, ο φόνος του Ζακ Κωστόπουλου σε άλλες χώρες θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει ένα κύμα «αφυπνιστικής διάθεσης», τονίζει ο κ. Βαμβακάς, «αλλά εδώ μια μειονότητα συντάχθηκε με αυτή την ιστορία, παρότι ήταν γεγονός που θα μπορούσε να είχε πάρει μεγαλύτερη δυναμική».
«Ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει καν τι είναι», δηλώνει στην «Κ» η Βάσω Κιντή, ομότιμη καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ, και πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Στα ελληνικά πανεπιστήμια, σχολιάζει, υπάρχει μια «ιδιότυπη λογοκρισία από δυνάμεις που υποτίθεται ότι αντιτίθενται σε τέτοιου είδους κινήσεις». Εχει επιβληθεί κάποιους είδους σκέψη που δεν επιτρέπει να ακούγονται διαφορετικές φωνές, αναφέρει, αλλά με πιο σιωπηρό τρόπο από ό,τι στις ΗΠΑ.
Εκτός των πανεπιστημίων και ορισμένων άλλων χώρων όπως της διανόησης και του πολιτισμού, όμως, ακόμη και η αμφισβήτηση του wokeness έρχεται ως σχόλιο αναφορικά με το τι έγινε στις ΗΠΑ, λέει η κ. Κιντή. «Εμείς δεν έχουμε το φαινόμενο του συστημικού ρατσισμού που γνησίως προξένησε αυτή την αντίδραση στις ΗΠΑ. Οι γυναίκες βιώνουν διακρίσεις και προκαταλήψεις εναντίον τους στην Ελλάδα, υπάρχει “γυάλινη οροφή”, αλλά ούτε τα φεμινιστικά κινήματα εδώ ήταν τα τελευταία χρόνια πολύ ισχυρά», συμπληρώνει.
Στην Ελλάδα, λόγω της αντιπαράθεσης μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αναγκαστήκαμε να προβούμε σε έναν αναστοχασμό της Ιστορίας μας, λέει ο κ. Βαμβακάς. Οχι ότι για πολλούς δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές που θεωρούνται «woke», όπως η ομοφυλοφιλία στην αρχαιότητα, και προκαλούν anti-woke αντιδράσεις. «Γίνεται μια συζήτηση που αντιδρά στη γνώση για το παρελθόν μας, αλλά είναι μάλλον περιθωριακή».
Οσον αφορά τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ο ίδιος τονίζει ότι, πρώτον, η ομοφοβία δεν είναι αντανακλαστικό απέναντι στη woke κουλτούρα και, δεύτερον, θεωρεί ότι αν υπήρχε πιο δυναμικό «woke» κίνημα στη χώρα, μπορεί οι συντηρητικοί να είχαν «τρομάξει πολύ περισσότερο» και να μην περνούσε το νομοσχέδιο στη Βουλή.
Το γεγονός ότι τώρα κάποιοι αισθάνονται την ανάγκη να αντιταχθούν στη woke κουλτούρα έχει περισσότερο να κάνει με τις ΗΠΑ. «Δεν συντάσσονται με τον Τραμπ, αλλά θέλουν να ξεκαθαρίσουν ότι δεν συντάσσονται ούτε με τη λογική του ακραίου δικαιωματισμού», εξηγεί ο κ. Βαμβακάς. «Στην Ελλάδα δεν έχει βάθος αυτή η συζήτηση», λέει η κ. Κιντή, «μόλις τελειώσει όλο το θέμα με τον Τραμπ, θα ξεφουσκώσει και αυτό».