Σε χαμηλό τριών δεκαετιών βυθίζονται οι τιμές φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, καθώς ο πιο ζεστός χειμώνας στην ιστορία της χώρας μειώνει τη ζήτηση για καύσιμα, ενώ η παραγωγή εκτοξεύεται σε επίπεδα ρεκόρ. Οι χειμερινοί μήνες φέτος, όταν η ανάγκη για θέρμανση είναι μεγαλύτερη, είναι οι πιο ήπιοι από το 1950 οπότε άρχισαν να τηρούνται αξιόπιστα αρχεία, λένε οι αναλυτές, με αποτέλεσμα η ζήτηση φυσικού αερίου να είναι πολύ χαμηλότερη από την αναμενόμενη. Σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παραγωγή φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, η οποία έφτασε τα 105 δισ. κυβικά πόδια ημερησίως τον Δεκέμβριο, οδήγησε τις τιμές σε ελεύθερη πτώση, με αποτέλεσμα να καταγράψουν βουτιά έως και 50% τουλάχιστον από τα μέσα Ιανουαρίου.
Την Παρασκευή (16/2), τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου (Henry Hub) για τον Μάρτιο διαμορφώθηκαν σε 1,61 δολ. ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες ($/mmbtu), οριακά αυξημένο από 1,58 $/mmbtu την Πέμπτη. Εκτός από λίγες ημέρες στα μέσα του 2020, όταν η πανδημία είχε συντρίψει τη ζήτηση, πρόκειται για τη χαμηλότερη τιμή κλεισίματος από το 1995.
Η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε ολοένα και πιο ζεστούς χειμώνες σε όλο τον κόσμο. Στοιχεία που δημοσιεύθηκαν αυτόν τον μήνα έδειξαν ότι η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ξεπέρασε για πρώτη φορά το σημείο αναφοράς του 1,5 βαθμού Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα σε περίοδο 12 μηνών. Το γεγονός αυτό έχει υπονομεύσει τη ζήτηση για καύσιμα θέρμανσης, έστω και αν η απομάκρυνση από τον άνθρακα προωθεί τη χρήση φυσικού αερίου. Ο αριθμός των βαθμοημερών θέρμανσης –μια μέτρηση που βασίζεται στο πόσο συχνά πέφτουν οι θερμοκρασίες κάτω από ένα συγκεκριμένο σημείο αναφοράς– έχει μειωθεί κατά 7% τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ.
Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, αναλυτές εκτιμούν ότι η τελευταία χειμερινή περίοδος από τον Δεκέμβριο έως τον Φεβρουάριο θα είναι η θερμότερη από τότε που εγκαταστάθηκε αξιόπιστος εξοπλισμός παρακολούθησης στα αεροδρόμια των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950. Η CWG εκτιμά πως θα είναι 3% θερμότερη από το προηγούμενο ρεκόρ, που σημειώθηκε το 2015-16. Η παραγωγή φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, η οποία έχει αυξηθεί από την αρχή της επανάστασης του σχιστόλιθου πριν από 15 χρόνια, έχει φτάσει σε νέα ύψη. Ο Λουκ Λάρσεν, διευθυντής έρευνας στη S&P, προειδοποιεί ότι οι εταιρείες φυσικού αερίου θα πρέπει σύντομα να μειώσουν την παραγωγή. «Πιστεύω ότι πιθανότατα θα αντιμετωπίσουμε ζητήματα εάν συνεχίσουμε σε αυτό το επίπεδο. Μπορεί κάλλιστα να δούμε παύση παραγωγής», σημείωσε.
Οι μεγάλοι παραγωγοί φυσικού αερίου διεμήνυσαν ότι σκοπεύουν να περιορίσουν τα προγράμματα γεώτρησης, καθώς οι χαμηλές τιμές ασκούν πίεση στα περιθώρια κέρδους τους. Η Comstock Resources σκοπεύει να μειώσει τις εξέδρες της στον τομέα από επτά σε πέντε και να αναστείλει το μέρισμά της μέχρι να αυξηθούν οι τιμές. Η Antero Resources το ίδιο, ενώ η EQT, ο μεγαλύτερος παραγωγός της χώρας, δήλωσε έτοιμη να περιορίσει την παραγωγή ανάλογα με το πώς κινούνται οι τιμές.
Η υποτονική ζήτηση έχει επίσης μειώσει τις τιμές και έχει αυξήσει τα επίπεδα αποθήκευσης σε άλλα μέρη του κόσμου. Στην Ευρώπη, το εικονικό σημείο συναλλαγών Τitle Transfer Facility ή Ταμείο Μεταφοράς Τίτλων της Ολλανδίας, (TTF) έχει μειωθεί κατά 22% φέτος και διαπραγματεύεται περίπου 25 ευρώ ανά μεγαβατώρα, λιγότερο από το ένα δέκατο από αυτό που ήταν στο απόγειο της ενεργειακής κρίσης το καλοκαίρι του 2022. Η τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου που παραδίδεται στη βορειοανατολική Ασία έχει μειωθεί κατά 23% φέτος και διαπραγματεύεται σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί για τελευταία φορά το 2021. Οι έμποροι εκτιμούν πως η ανισορροπία προσφοράς – ζήτησης θα πάρει χρόνο για να αποκλιμακωθεί.
Την ίδια στιγμή, το επιχειρηματικό μοντέλο της Gazprom καταρρέει αφού η Ευρώπη, ο μεγαλύτερος πελάτης της, περιόρισε τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στον απόηχο του πολέμου στην Ουκρανία. Το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου του μπλοκ μειώθηκε περισσότερο από 40% το 2021 σε 8% πέρυσι, σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Ε. – ενώ οι τιμές έχουν καταρρεύσει από τα υψηλότερα επίπεδα στις πρώτες ημέρες του πολέμου. Η Ε.Ε. έχει στόχο να εξαλείψει όλες τις εισαγωγές ρωσικών ορυκτών καυσίμων έως το 2027.