Kathimerini.gr
Πυκνώνουν οι φωνές που μιλούν για επικείμενη ύφεση τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ και προέρχονται από κάθε κατεύθυνση, από μεγάλες επενδυτικές τράπεζες έως και από τα χείλη επιχειρηματιών.
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, τελευταία δυσοίωνη πρόβλεψη είναι εκείνη της Barclays, που προεξοφλεί ότι η Ευρωζώνη θα βυθιστεί σε ύφεση μέσα στο 2023. Εκτιμά, πάντως, πως η ύφεση θα είναι σύντομη, καθώς θα αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός, θα επιταχυνθεί η ονομαστική αύξηση των μισθών και η ιδιωτική κατανάλωση θα πυροδοτήσει την ανάκαμψη από το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Barclays, η ανάπτυξη της Ευρωζώνης θα διαμορφωθεί φέτος στο 2,3%, αλλά το 2023 θα επιβραδυνθεί δραματικά στο 0,5%, ενώ η προηγούμενη πρόβλεψη μιλούσε για 1,8%.
Πιθανότητα 50% στο ενδεχόμενο παγκόσμιας ύφεσης δίνει η Citigroup.
Η Barclays εκτιμά επίσης ότι το καλοκαίρι που αρχίζει η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη του μακροπρόθεσμου δυναμικού της Ευρωζώνης παρά τη δυναμική ανάκαμψη του τουρισμού. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι σε αυτό το περιβάλλον, η αύξηση των επιτοκίων θα εντείνει την πίεση στις οικονομίες καθώς θα περιορίσει τα περιθώρια ελιγμών στη δημοσιονομική πολιτική για όσες χώρες έχουν υψηλό χρέος. Γι’ αυτό και η Barclays προβλέπει πως η στροφή της ΕΚΤ σε περιοριστική πολιτική θα είναι ηπιότερη από τις προβλέψεις των αγορών. Εκτιμά ότι η τράπεζα θα αυξάνει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης σε κάθε συνεδρίασή της από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο, και με μία ακόμη κίνηση τους πρώτους μήνες του 2023 τα επιτόκια θα διαμορφωθούν στο 0,75%.
Σύμφωνα, πάντως, με τις εκτιμήσεις της Barclays, η ΕΚΤ δεν πρόκειται να ενεργοποιήσει το νέο εργαλείο κατά του κατακερματισμού της Ευρωζώνης εξαιτίας των δυσκολιών που παρουσιάζει ο σχεδιασμός ενός λειτουργικού, αξιόπιστου και αποτελεσματικού εργαλείου.
Παραμένει, ωστόσο, αισιόδοξη ως προς το ότι, σε αντίθεση με την κρίση χρέους του 2011-2012, οι χώρες με υψηλό χρέος δεν θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε δημοσιονομική προσαρμογή για να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στις αγορές. Εμφανώς πιο αισιόδοξη είναι η ΕΚΤ, που σε σχετική έκθεσή της εκφράζει την εκτίμηση ότι η Ευρωζώνη δεν θα κινδυνεύσει να διολισθήσει σε στασιμοπληθωρισμό ανάλογο εκείνου της δεκαετίας του 1970, που χαρακτηρίστηκε από γρήγορη άνοδο των τιμών και οριακή ανάπτυξη έως και συρρίκνωση. Μολονότι μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η τράπεζα έχει υποβαθμίσει τις προβλέψεις για ανάπτυξη, θεωρεί πως το επόμενο έτος θα αυξηθεί η οικονομική δραστηριότητα και το δεύτερο εξάμηνο θα επιβραδυνθεί ο πληθωρισμός σε επίπεδο κάτω του στόχου του 2%.
Δεν λείπουν, όμως, οι προβλέψεις για παγκόσμια ύφεση, με τον όμιλο Citigroup να δίνει στο ενδεχόμενο αυτό πιθανότητα 50%. Επικαλείται τη στροφή των κεντρικών τραπεζών σε περιοριστική νομισματική πολιτική και την ταυτόχρονη επιβράδυνση της ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά. Προς το παρόν, η Citigroup εκτιμά πως η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί φέτος κατά 3% και κατά 2,8% το επόμενο έτος. Τονίζει, πάντως, πως αν τελικά διολισθήσει σε ύφεση το πιθανότερο θα είναι να συνοδευτεί από αύξηση της ανεργίας.
Την ίδια στιγμή, η επενδυτική Nomura χαρακτηρίζει «πιθανότατο» να διολισθήσει σε ήπια ύφεση η αμερικανική οικονομία ως συνεπακόλουθο της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων που αποφάσισε η Federal Reserve προκειμένου να ανακόψει την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Η Nomura προειδοποιεί πως θα είναι εφεξής δυσκολότερες οι χρηματοοικονομικές συνθήκες, θα υποχωρήσει το καταναλωτικό κλίμα, θα ενταθούν τα προβλήματα σε ό,τι αφορά την προσφορά ενέργειας και τροφίμων και θα επιδεινωθούν οι προοπτικές για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.
Ευελπιστεί πάντως πως η συρρίκνωση της οικονομίας θα μετριασθεί χάρη στον μεγάλο όγκο αποταμιεύσεων που έχουν συγκεντρώσει οι καταναλωτές. Ομοίως και η Goldman Sachs εκτιμά πως έχει διπλασιαστεί ο κίνδυνος να βυθιστεί στην ύφεση η αμερικανική οικονομία μετά την αύξηση των επιτοκίων της Fed κατά 75 μονάδες βάσης.
Σημειωτέον ότι η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, δήλωσε, την Κυριακή, πως οι «απαράδεκτα υψηλές» τιμές είναι πιθανόν να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για όλο το τρέχον έτος και η αμερικανική οικονομία θα επιβραδυνθεί.
Σε ανάλογα δυσοίωνες προβλέψεις προέβη, άλλωστε, ο γνωστός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η αμερικανική οικονομία θα βυθιστεί σε ύφεση έως τα τέλη του έτους. Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, τόνισε πως οι δείκτες της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, των λιανικών πωλήσεων, της βιομηχανικής δραστηριότητας και της αγοράς στέγης επιβραδύνουν απότομα, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Προέβλεψε, άλλωστε, περαιτέρω πτώση των τιμών των μετοχών και των ομολόγων και υπενθύμισε πως όταν οι ΗΠΑ βρίσκονται σε ύφεση οι μετοχές σημειώνουν συνήθως πτώση 35%, ενώ η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ το 4%.
Εξίσου απαισιόδοξος αλλά και πιο κατηγορηματικός ο Ελον Μασκ, αφού από το βήμα του Οικονομικού Φόρουμ του Κατάρ στην Ντόχα χαρακτήρισε «αναπόφευκτη» την ύφεση και προσέθεσε πως είναι μάλλον πιθανότερο η στιγμή της ύφεσης να είναι στο εγγύς μέλλον. Σε επιστολή του προς τα στελέχη της Tesla, τόνισε μάλιστα πως έχει ένα «πολύ κακό προαίσθημα για την οικονομία», αλλά σε ό,τι αφορά την καινοτόμο αυτοκινητοβιομηχανία του, υπογράμμισε πως τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα εμποδίζουν την ανάπτυξή της πολύ περισσότερο από όσο ο ανταγωνισμός από άλλες εταιρείες.