ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Πώς τα ορυκτά έγιναν κεντρικό θέμα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ;

Οι σπάνιες γαίες βρέθηκαν στο... κέντρο του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία, ωστόσο, δεν αποτελούν νέο «χαρτί» στα χέρια των Αμερικανών, με το βλέμμα στην Κίνα

Kathimerini.gr

Σε αντίθεση με αυτό που θεωρούν πολλοί, οι έντονες βλέψεις των ΗΠΑ για τον ορυκτό πλούτο της Ουκρανίας δεν είναι ένα τελευταίο «καπρίτσιο» του Ντόναλντ Τραμπ για την ενίσχυση της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανίας.

Οι New York Times αναλύουν το παρασκήνιο των τελευταίων χρόνων σχετικά με το ενδιαφέρον για τα πολύτιμα ορυκτά και φωτίζουν την παρ’ολίγον συμφωνία της προηγούμενης διοίκησης Μπάιντεν με το Κίεβο. 

«Το έντονο ενδιαφέρον του Αμερικανού προέδρου για τους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας φάνηκε να αναδύθηκε από το πουθενά. Απέστειλε τον υπουργό Οικονομικών του στο Κίεβο αυτόν τον μήνα για να διαπραγματευτεί με τον Ουκρανό ηγέτη κι έπειτα άρχισε να εντείνει την πίεση δημοσίως σε αυτό που στα μάτια των επικριτών του έμοιαζε με σχέδιο εκβιασμού νονών της μαφίας» σχολιάζει ο Εντουαρντ Γουόνγκ των New York Times. 

 
Ωστόσο, όπως σημειώνεται στο ίδιο δημοσίευμα, τα κρίσιμα ορυκτά της Ουκρανίας βρίσκονταν στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ τουλάχιστον από το 2017, όταν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα σχετικά με αυτά κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του.

Απασχολούσαν έντονα, δε, και τον τέως πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. 

Ο Τραμπ είχε διατυπώσει την επιθυμία του για την απόκτηση ορυκτών πόρων της Γροιλανδίας και του Καναδά. 

Πλέον, η διεκδίκηση του ορυκτού πλούτου ξένων χωρών έχει γίνει ένας από τους βασικούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, σημειώνει ο Γουόνγκ «και ένα εφαλτήριο για τις πιο ιμπεριαλιστικές του δηλώσεις από τότε που ανέλαβε το αξίωμα. Τα ένστικτά του παραπέμπουν στα κίνητρα περασμένων αυτοκρατοριών, όταν η εξόρυξη πόρων γινόταν το κίνητρο των ηγεμόνων για την επέκταση των επικρατειών τους». 

Διαχρονικό ενδιαφέρον

Σύμφωνα με τον Guardian, ο όρος «κρίσιμα ορυκτά» δεν είναι τόσο επιστημονικός όσο πολιτικός, με την κάθε χώρα να διαφοροποιείται στη σχετική λίστα, αναλόγως των εσωτερικών και γεωπολιτικών της στόχων.

Πρόκειται, σύμφωνα με το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, για μη καύσιμες ουσίες, απαραίτητες για τις ενεργειακές και βιομηχανικές τεχνολογίες και υψηλού ρίσκου για τη διατάραξη της αλυσίδας εφοδιασμού. Βρίσκονται σε όλο τον κόσμο -από τη Χιλή και την Αργεντινή έως το Θιβέτ και το Κονγκό- και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κοινών τεχνολογιών (μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων) και εξειδικευμένων (πυραυλικά συστήματα).

Το 2022, η Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ δημοσίευσε έναν κατάλογο 50 κρίσιμων ορυκτών, από το αλουμίνιο έως το ζιρκόνιο.

Λόγω του ανταγωνισμού με την Κίνα, εδώ και σχεδόν μία δεκαετία, η αναζήτηση κρίσιμων ορυκτών γίνεται όλο και πιο σημαντική για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μάλιστα, ο Μπάιντεν, στο τελευταίο υπερπόντιο ταξίδι της προεδρίας του, επισκέφθηκε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στην Αγκόλα που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και θα συνδράμει στη μεταφορά κρίσιμων ορυκτών για εξαγωγή.

Αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην απελθούσα διοίκηση είχαν συγκροτήσει μία ομάδα συμμαχικών εθνών για να συζητήσουν τη δημιουργία ή την ενίσχυση κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού ορυκτών εκτός Κίνας και ενός φόρουμ ώστε οι πλούσιες σε ορυκτά χώρες να έρχονται σε επαφή με κράτη – επίδοξους πελάτες και ξένες εταιρείες για την ανάπτυξη ορυχείων και μονάδων επεξεργασίας.

Η Ουκρανία, η Γροιλανδία και ο Καναδάς είναι όλες μέρος αυτής της στρατηγικής. Για την ακρίβεια, το περασμένο φθινόπωρο Κίεβο και Ουάσιγκτον έφτασαν κοντά στην υπογραφή μιας συμφωνίας, όπου η Ουκρανία δεσμευόταν να ενημερώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες για πιθανά έργα, επιτρέποντας σε εταιρείες αμερικανικές ή συμμάχων τους την υποβολή προσφορών για συμβάσεις. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα παρείχε επίσης στην Ουκρανία τεχνική βοήθεια για τη χαρτογράφηση και τη σύνταξη κανονισμών.

Όμως, όπως σημειώνουν οι ΝΥΤ, η προσέγγιση του Τραμπ είναι εντελώς διαφορετική. 

«Ο Τραμπ και οι συνεργάτες του μιλούν με έναν τρόπο που είναι αχρείαστα επιθετικός», σχολιάζει ο Χοσέ Φερνάντεζ, αρχιτέκτονας των πρωτοβουλιών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα κρίσιμα ορυκτά στην κυβέρνηση Μπάιντεν. «Πρόκειται για χώρες που θέλουν επενδύσεις. Αλλά θέλουν και συνεργασίες. Δεν αναζητούν μια αποικιακή σχέση».

Το παρασκήνιο μιας παρ’ολίγον συμφωνίας 

Σύμφωνα με τους ΝΥΤ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι άρχισε να παρουσιάζει σε συμμαχικές κυβερνήσεις -αλλά και στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν υποψήφιος πρόεδρος- ένα «σχέδιο νίκης» κατά της Ρωσίας, το οποίο, μεταξύ άλλων, προσέφερε συνεργασίες για κρίσιμα ορυκτά.

Ο Χοσέ Φερνάντεζ αναμενόταν να υπογράψει μνημόνιο κατανόησης τον περασμένο Οκτώβριο με την αναπληρώτρια πρωθυπουργό της Ουκρανίας, τη Γιούλια Σβιριντενκο, όπως γνωστοποιούσε τότε μέιλ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τους δημοσιογράφους. Ωστόσο, στις 29 Οκτωβρίου, την ημέρα της προγραμματισμένης υπογραφής, η Σβιριντένκο δεν εμφανίστηκε στην Ουάσιγκτον.

Οι υπογραφές επαναπρογραμματίστηκαν, με νέα ημερομηνία τη 13η Νοεμβρίου, κατά τη διάσκεψη για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας στη Βαρσοβία. Ωστόσο, και πάλι η Σβιριντένκο δεν εμφανίστηκε. 

Στο μεταξύ, ο Τραμπ είχε κερδίσει τις εκλογές και, σύμφωνα με δύο Αμερικανούς πρώην αξιωματούχους και έναν Ουκρανό με γνώση των γεγονότων, το Κίεβο προτιμούσε να περιμένει ώστε η συμφωνία να υπογραφεί με τη νέα κυβέρνηση. 

Ουκρανοί αξιωματούχοι είχαν ήδη συνομιλήσει με ορισμένους ξένους επιχειρηματίες -μεταξύ αυτών και ο Ρόναλντ Λόντερ, κληρονόμος της αυτοκρατορίας προϊόντων ομορφιάς και προσωπικός φίλος του Τραμπ- σχετικά με επενδυτικές ευκαιρίες στον τομέα των ορυκτών της Ουκρανίας.

Προ ημερών, ο Ουκρανός πρόεδρος αντιτάχθηκε στους όρους που του παρουσίασε στο Κίεβο ο Σκοτ Μπέσεντ, ο υπουργός Οικονομικών.

Η πρόταση προέβλεπε ότι η Ουκρανία θα κατέβαλε στις Ηνωμένες Πολιτείες το ήμισυ των εσόδων της από τους φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, καθώς και τα έσοδα από τα λιμάνια και άλλες κρίσιμες υποδομές.

Επιπλέον, ο Αμερικανός πρόεδρος αξίωσε αρχικά 500 δισεκατομμύρια δολάρια, επικαλούμενος την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν. 

Οι επικριτές του Τραμπ χαρακτήρισαν τους όρους αυτούς επαχθείς, ληστρικούς και αποικιοκρατικούς. 

Η Ουάσιγκτον διά των διαύλων της μετρίασε τις αξιώσεις της, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να φτάσουν σε συμφωνία για τα ορυκτά – αν και χωρίς αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας που το Κίεβο θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ. 

«Πολλές χώρες θεωρούν τους φυσικούς τους πόρους ως κεντρικό στοιχείο της εθνικής κυριαρχίας και των δυνατοτήτων οικονομικής ανάπτυξης», εξηγεί η Αμπιγκέιλ Χάντερ, εκτελεστική διευθύντρια του Center for Critical Minerals Strategy στο SAFE, μιας ερευνητικής ομάδας για την ενεργειακή ασφάλεια. «Αυτό καθιστά τις διαπραγματεύσεις για τα κρίσιμα ορυκτά ιδιαίτερα ευαίσθητες, με τις κυβερνήσεις να είναι επιφυλακτικές απέναντι στον ξένο έλεγχο ή την εκμετάλλευση».

Ο ρόλος της Κίνας 

Εδώ και χρόνια, η Κίνα προσπαθεί να αποκτήσει παγκόσμια κυριαρχία στην εξόρυξη και την επεξεργασία κρίσιμων ορυκτών. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάζονται να εισάγουν σημαντικές ποσότητες κρίσιμων ορυκτών για εμπορική και στρατιωτική χρήση.

Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτό το μήνα από το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισάγουν από 50 έως 100% των 41 από τα 50 κρίσιμα ορυκτά που βρίσκονται στη λίστα του αμερικανικού γεωλογικού ινστιτούτου. Η Κίνα είναι ο υπ’αριθμόν ένα παραγωγός για 29 από αυτά. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση, η Κίνα αυτή τη στιγμή διυλίζει μεταξύ 40-90% της παγκόσμιας προμήθειας σπάνιων γαιών, γραφίτη, λιθίου, κοβαλτίου και χαλκού. 

Και «η Κίνα έχει επανειλημμένα δείξει την προθυμία της να εργαλειοποιήσει ως όπλο αυτά τα ορυκτά», αναφέρει η έκθεση, επικαλούμενη μεταξύ άλλων, την επιβολή ελέγχων και απαγορεύσεων εξαγωγών τα τελευταία δύο χρόνια σε μια σειρά από ακατέργαστα ορυκτά.

Το εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ το 2017 είχε ως στόχο να «διασφαλίσει τον ασφαλή και αξιόπιστο» εφοδιασμό με κρίσιμα ορυκτά. Μάλιστα, κάποιοι ξένοι ηγέτες προσπάθησαν να αξιοποιήσουν αυτό το αμερικανικό ενδιαφέρον.

Ο Άσραφ Γάνι, τότε πρόεδρος του Αφγανιστάν, προώθησε -ανεπιτυχώς- τον ορυκτό πλούτο της χώρας του στον Τραμπ, ώστε εκείνος να διατηρήσει τα αμερικανικά στρατεύματα στη χώρα, με φόντο την εξέγερση των Ταλιμπάν. 

Αν και η πρόταση Γάνι ναυάγησε, τα ορυκτά παρέμειναν στο μυαλό του Τραμπ.

Τον Σεπτέμβριο του 2020, υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα με το οποίο πίεζε τις υπηρεσίες να αντιμετωπίσουν την «αδικαιολόγητη εξάρτηση» της χώρας από «ξένους αντιπάλους» για κρίσιμα ορυκτά, δηλαδή την Κίνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

Το πρώτο Υπουργικό λειτούργησε σαν αντανάκλαση των όσων -καταιγιστικών- έχουν συμβεί αυτές τις πέντε εβδομάδες κι όλων όσα ...
Kathimerini.gr
 |  ΚΟΣΜΟΣ