Πολ Κρούγκμαν / The New York Times
Έως και τα μέσα του 2021, με φόντο τις εξελίξεις στο μέτωπο του περιορισμού της πανδημίας, πολλοί μιλούσαν για την «ανωτερότητα του κινεζικού συστήματος έναντι των δυτικών κοινωνιών» που, όπως το είχε θέσει τότε ένας σχολιαστής, «δεν είχαν την ικανότητα να οργανώσουν γρήγορα κάθε πολίτη γύρω από έναν στόχο».
Επί του παρόντος ωστόσο, όπως σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν μέσα από τις σελίδες των New York Times, την ώρα που άλλες χώρες επιστρέφουν στην κανονικότητα, η Κίνα κλονίζεται. Κάθε φορά που εμφανίζονται νέα κρούσματα, το Πεκίνο επιβάλλει νέους δρακόντειους περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες, ακολουθώντας μια πολιτική τύπου «zero Covid», πράγμα το οποίο συμπιέζει ωστόσο και περιορίζει την κινεζική οικονομία (οι πόλεις που είναι υπό lockdown αντιστοιχούν περίπου στο 60% του κινεζικού ΑΕΠ) ενώ παράλληλα συνεπάγεται και τεράστιες ταλαιπωρίες σε προσωπικό επίπεδο για τους πολίτες.
Στις αρχές Νοεμβρίου, πολλοί εργαζόμενοι λέγεται πως εγκατέλειψαν το γιγάντιο εργοστάσιο της Foxconn που παράγει iPhone, φοβούμενοι όχι μόνο ότι θα εγκλωβιστούν μέσα σε αυτό αλλά και ότι θα πεινάσουν. Και τις τελευταίες μέρες, πολλοί Κινέζοι σε πολλές πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα διαδηλώνουν ενάντια στις κυβερνητικές πολιτικές αψηφώντας τη σκληρή καταστολή.
Κάθε φορά που εμφανίζονται νέα κρούσματα, το Πεκίνο επιβάλλει νέους δρακόντειους περιορισμούς στις καθημερινές δραστηριότητες.
Βλέποντας την Κίνα να μετατρέπεται μέσα σε διάστημα περίπου ενός έτους από πρότυπο προς μίμηση, που ήταν κατά κάποιους το 2021, σε παράδειγμα προς αποφυγή, ο Πολ Κρούγκμαν επιχειρεί να αντλήσει μια σειρά από διδάγματα μέσα από αυτήν τη μετάβαση.
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μπορούν να αλλάζουν πολιτικές, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες όταν εκείνες μεταβάλλονται και τα νέα στοιχεία που ανακύπτουν στην πορεία, γράφει ο Κρούγκμαν.
Αυτό που βλέπουμε στην Κίνα, σύμφωνα με τον Αμερικανό οικονομολόγο, είναι το πρόβλημα με τις αυταρχικές κυβερνήσεις που δεν μπορούν ούτε να παραδεχθούν τα λάθη τους ούτε να αποδεχθούν όσα από τα νέα στοιχεία δεν εξυπηρετούν το αφήγημά τους.
Κατά τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, ακόμη και οι δρακόντειοι περιορισμοί είχαν νόημα. Οι μάσκες και τα lockdowns δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να αποτρέψουν την εξάπλωση του κορωνοϊού, πλην όμως θα μπορούσαν να επιβραδύνουν και να περιορίσουν αυτήν την εξάπλωση.
Στην αρχή, ο στόχος στις ΗΠΑ και άλλες χώρες ήταν να «επιπεδώσουν / ισιώσουν την επιδημική καμπύλη» αποτρέποντας έτσι και την επιβάρυνση ή κατάρρευση των εθνικών συστημάτων περίθαλψης. Στη συνέχεια, μόλις κατέστη σαφές ότι είναι ζήτημα χρόνου να αρχίσουν να κυκλοφορούν αποτελεσματικά εμβόλια, ο στόχος ήταν ή θα έπρεπε να ήταν η καθυστέρηση των λοιμώξεων προκειμένου να προχωρήσει και να επεκταθεί εν τω μεταξύ ο εμβολιασμός.
Η στρατηγική αυτή απέδωσε καρπούς σε μέρη όπως η Νέα Ζηλανδία και η Ταϊβάν, που αρχικά επέβαλαν αυστηρούς περιορισμούς κρατώντας τα κρούσματα και τους θανάτους σε χαμηλά επίπεδα, και εν συνεχεία, όταν προχώρησαν οι εμβολιασμοί, χαλάρωσαν αυτούς τους περιορισμούς. Ακόμη και με τα εμβόλια, βέβαια, η έξοδος από lockdown και καραντίνες οδήγησε σε μια αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων πλην όμως όχι τόσο μεγάλη.
Η κινεζική ηγεσία, ωστόσο, μοιάζει ακόμη και σήμερα να πιστεύει ότι τα λοκντάουν θα μπορούσαν να εξαλείψουν οριστικά τον κορωνοϊό.
Παράλληλα, η Κίνα δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα Plan B. Πολλοί ηλικιωμένοι Κινέζοι – η πιο ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού – ακόμη δεν είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Η Κίνα έχει επίσης αρνηθεί να χρησιμοποιήσει εμβόλια προερχόμενα από το εξωτερικό, παρόλο που τα δικά της εγχώρια εμβόλια, τα οποία δεν χρησιμοποιούν τεχνολογία mRNA, είναι λιγότερο αποτελεσματικά από τα εμβόλια που χρησιμοποιεί ο υπόλοιπος κόσμος.
Το καθεστώς του Σι Τζινπίνγκ δείχνει πια να έχει πέσει μέσα σε μια παγίδα για την οποία όμως ευθύνεται το ίδιο. Η πολιτική «zero Covid» προφανώς δεν είναι βιώσιμη, αλλά ο τερματισμός της θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ότι έγιναν λάθη και για τους αυταρχικούς ηγέτες δεν είναι εύκολο να παραδεχθούν τα λάθη τους. Επιπλέον, η χαλάρωση των περιορισμών θα οδηγούσε σε αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων.
Πολλοί από τους πιο ευάλωτους Κινέζους παραμένουν ανεμβολίαστοι ή έχουν εμβολιαστεί αλλά με κατώτερης ποιότητας εμβόλια. Επίσης, λόγω του «zero Covid» και των αλλεπάλληλων λοκντάουν, λίγοι Κινέζοι έχουν αναπτύξει φυσική ανοσία στην Covid ενώ παράλληλα ως χώρα η Κίνα έχει αναλογικά λίγες ΜΕΘ.
Είναι ένας εφιάλτης και κανείς δεν ξέρει πώς τελειώνει, γράφει ο Κρούγκμαν στους New York Times, υποστηρίζοντας ότι για τους προαναφερθέντες λόγους η Κίνα δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια νέα έκρηξη της Covid.
Ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος προχωρά ωστόσο ακόμη παραπέρα, διερωτώμενος τι μπορούμε να μάθουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι από την τρέχουσα κινεζική περιπέτεια.
Πρώτον, η απολυταρχία δεν είναι στην πραγματικότητα ανώτερη από τη δημοκρατία. Οι αυταρχικοί ηγέτες μπορούν να ενεργούν γρήγορα και αποφασιστικά αλλά μπορούν επίσης να κάνουν και τεράστια λάθη επειδή κανείς δεν μπορεί να τους πει πότε κάνουν λάθος. Υπό μια έννοια, θα μπορούσε να δει κανείς σαφείς ομοιότητες ανάμεσα στην άρνηση του Σι Τζινπίνγκ να κάνει πίσω στο θέμα της «zero Covid» και στην άρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν να αποδεχθεί τα καταστροφικά του λάθη στην Ουκρανία.
Δεύτερον, βλέπουμε στην πράξη γιατί είναι σημαντικό οι ηγέτες να είναι ανοιχτοί σε νέα στοιχεία και πρόθυμοι να αλλάξουν πορεία όταν έχει αποδειχθεί ότι κάνουν λάθος.
Κατά ειρωνικό τρόπο, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι πολιτικοί των οποίων ο δογματισμός μοιάζει περισσότερο με τον αντίστοιχο των Κινέζων ηγετών είναι δεξιοί Ρεπουμπλικάνοι.
Αυτό που μπορούμε να μάθουμε από την Κίνα είναι ευρύτερο από την αποτυχία συγκεκριμένων πολιτικών, καταλήγει στο κείμενό του ο Κρούγκμαν. Αυτό που μαθαίνουμε, συνεχίζει, είναι ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στους αυταρχικούς ηγέτες που επιμένουν ότι έχουν πάντα δίκιο.