Kathimerini.gr
Γιάννης Παλαιολόγος
Πόσο πραγματική είναι η απειλή που συνιστά ο Ντόναλντ Τραμπ για την αμερικανική δημοκρατία; Λιγότερο από ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024, τα δεδομένα –δημοσκοπικά και των εκπεφρασμένων προθέσεών του– είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητικά.
Ο Τραμπ, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα είναι για τρίτη συνεχόμενη φορά ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία και καταγράφει αισθητό προβάδισμα έναντι του Τζο Μπάιντεν στις κρίσιμες αμφίρροπες πολιτείες. Οσο για τα σχέδιά του για τη δεύτερη θητεία, δείχνουν να οδηγούν αναπόφευκτα στη χειρότερη συνταγματική κρίση της χώρας μετά τον Εμφύλιο.
Ας ξεκινήσουμε από τους αριθμούς των δημοσκοπήσεων. Στον μέσο όρο του ιστοτόπου εκλογικής ανάλυσης Fivethirtyeight, ο Τραμπ προηγείτο την Τετάρτη στην κούρσα για το χρίσμα με 58,6% των προτιμήσεων των Ρεπουμπλικανών, έναντι 14,1% για τον δεύτερο και καταϊδρωμένο κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Αϊόβα, όπου θα γίνει η πρώτη προκριματική αναμέτρηση στις 15 Ιανουαρίου (η διαφορά του με τον Ντε Σάντις εκεί αγγίζει τις 29 μονάδες). Παράλληλα, σε μεγάλη πρόσφατη δημοσκόπηση των New York Times και του Siena College, προκύπτει πλεονέκτημα του Τραμπ έναντι του Μπάιντεν, μεγαλύτερο του στατιστικού λάθους, σε πέντε από τις έξι πολιτείες (Μίσιγκαν, Αριζόνα, Νεβάδα, Τζόρτζια, Πενσιλβάνια) που θα κρίνουν το αποτέλεσμα.
Εν τω μεταξύ, καθώς οι εκλογές πλησιάζουν και το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, η ρητορική του Τραμπ γίνεται ολοένα και πιο εμπρηστική. Σε πολιτική συγκέντρωση στο Νιου Χαμσάιρ, το προηγούμενο Σάββατο, δεσμεύθηκε να «ξεριζώσει» τους «κομμουνιστές, μαρξιστές, φασίστες και τους ριζοσπάστες αριστερούς τραμπούκους που ζουν σαν παράσιτα μέσα στη χώρα μας». Ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ τόνισε μάλιστα ότι «η απειλή από εξωτερικές δυνάμεις είναι πολύ λιγότερο καταχθόνια, επικίνδυνη και σοβαρή από την απειλή εκ των έσω».
Τη Δευτέρα, μετά τον ορυμαγδό κριτικής ότι υιοθετούσε τη γλώσσα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, το επιτελείο του επανήλθε δριμύτερο. Εκπρόσωπός του χαρακτήρισε τον παραλληλισμό «φαιδρό» και όσους τον διατύπωσαν υπερευαίσθητους» («snowflakes» στην αμερικανική anti-woke διάλεκτο), που πάσχουν από σύνδρομο διαταραχής Τραμπ (Trump Derangement Syndrome). «Η θλιβερή, μίζερη ύπαρξή τους θα συντριβεί όταν ο πρόεδρος Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο», κατέληγε η δήλωση, που δεν ήταν ακριβώς μνημείο μεταμέλειας.
Μεγαλώνει η λίστα εχθρών
Μιλώντας την περασμένη Δευτέρα στο «Μornin’ Joe», τη δημοφιλή πολιτική εκπομπή του MSNBC, ο επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο UCL Μπράιαν Κλάας τόνισε ότι «είναι σαφές ότι δανείζεται όχι απλά τη ρητορική αλλά και το σχέδιο δράσης του από το εγχειρίδιο του αυταρχισμού. Κάθε εβδομάδα, διαβάζουμε μια νέα είδηση για το πώς προετοιμάζονται να πολιτικοποιήσουν το υπουργείο Δικαιοσύνης και να κυνηγήσουν όσους αντιλαμβάνονται ως εχθρούς».
Το πιο πρόσφατο περιστατικό ήταν οι σκέψεις που μοιράστηκε ο Τραμπ σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 10 Νοεμβρίου στο τηλεοπτικό δίκτυο Univision News. Κατηγορώντας την κυβέρνηση Μπάιντεν για εργαλειοποίηση του δικαστικού συστήματος, προειδοποίησε ότι «αυτό είναι σίγουρα κάτι που θα μπορούσε να γίνει και αντίστροφα». Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι εννοούσε, συνέχισε: «Αν τυχαίνει να είμαι πρόεδρος και δω κάποιον που με κερδίζει πολύ άσχημα, θα πω “πηγαίνετε και ασκήστε του δίωξη”. Και βασικά, έτσι, θα έβγαινε από το παιχνίδι. Θα ήταν εκτός, εκτός των εκλογών».
«Θα διαλύσω το βαθύ κράτος»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έλεγε κάτι τέτοιο. Τον περασμένο Ιούνιο, στον απόηχο μιας ακόμη άσκησης δίωξης εναντίον του, είχε δεσμευθεί ξεκάθαρα για τις προθέσεις του σε περίπτωση επανεκλογής: «Θα διορίσω ειδικό εισαγγελέα που θα κυνηγήσει τον πιο διεφθαρμένο πρόεδρο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τον Τζο Μπάιντεν, και ολόκληρη την εγκληματική οικογένεια Μπάιντεν. Θα διαλύσω ολοκληρωτικά το βαθύ κράτος».
Οι σύγχρονοι όροι λειτουργίας του ομοσπονδιακού υπουργείου Δικαιοσύνης τέθηκαν στον απόηχο του Watergate. Μετά τις προσπάθειες του προέδρου Νίξον να επιστρατεύσει το υπουργείο –στο οποίο υπάγονται οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς– για τη δίωξη των πολιτικών του εχθρών, καθιερώθηκε η σχετική ανεξαρτησία του από τον εκάστοτε ένοικο του Λευκού Οίκου. Ο πρόεδρος είθισται να θέτει τις γενικές προτεραιότητες του υπουργείου, αλλά να αποφεύγει την εμπλοκή σε αποφάσεις επί συγκεκριμένων υποθέσεων (π.χ. όσον αφορά σε ποιον να ασκηθεί δίωξη).
Παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη
Οπως σημείωναν τον περασμένο Ιούνιο οι New York Times, «έκτοτε έχει γίνει ρουτίνα στις ακροάσεις για τους υποψηφίους για τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης να αποσπούν οι γερουσιαστές υποσχέσεις ότι (οι υποψήφιοι) θα αντιστέκονται σε οποιαδήποτε προσπάθεια εκ μέρους του προέδρου να πολιτικοποιήσει τη διαδικασία εφαρμογής του νόμου επεμβαίνοντας σε θέματα δικαιοδοσίας και κρίσης των εισαγγελέων».
Στο ίδιο ρεπορτάζ, οι Times αναδείκνυαν τον ρόλο δύο πρώην αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ, του Τζέφρι Κλαρκ και του Ράσελ Βοτ, μέσω της οργάνωσης Center for Renewing America, να διαμορφώσουν μια νέα προσέγγιση στο ζήτημα αυτό, βάσει της οποίας το υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI θα περάσουν υπό τον απευθείας έλεγχο του Λευκού Οίκου.
Ο Κλαρκ, μετά τις εκλογές του 2020, ήταν το μόνο υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Δικαιοσύνης που είχε επιχειρήσει να βοηθήσει τον Τραμπ να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Εχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον τέως πρόεδρο και αναμένεται να τοποθετηθεί σε κορυφαία θέση στο υπουργείο σε περίπτωση επανεκλογής του.
Το μένος του Τραμπ κατά του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI πηγάζει από την αντίδραση στην απόφασή του να αποπέμψει τον τότε διευθυντή της ομοσπονδιακής αστυνομίας, Τζέιμς Κόμι, η οποία οδήγησε στον διορισμό του Ρόμπερτ Μιούλερ ως ειδικού εισαγγελέα για τη διερεύνηση των σχέσεων Τραμπ – Ρωσίας. Η καχυποψία αυτή έχει υιοθετηθεί από όλο το φάσμα των MAGA (Make America Great Again) Ρεπουμπλικανών, ενώ σκεπτικισμό για την ανεξαρτησία του υπουργείου Δικαιοσύνης έχει εκφράσει και ο Ρον ντε Σάντις.
Προετοιμάζει στρατό πιστών
Πέραν των σχεδίων επιθετικής εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης, ο Τραμπ προετοιμάζει έναν στρατό αφοσιωμένων οπαδών του, τους οποίους προτίθεται να διορίσει σε όλα τα επίπεδα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ώστε να προωθήσουν την ανατρεπτική ατζέντα του. Ηταν μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει στην ύστερη περίοδο της προεδρίας του – αλλά που τώρα, όπως φαίνεται, θα λάβει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ την περασμένη εβδομάδα των πολύπειρων Τζιμ βαν ντε Χέι και Μάικ Αλεν (του ιδρυτή και πρωτεργάτη του Politico αντίστοιχα) στο Axios, εκατοντάδες στελέχη του συντηρητικού ιδρύματος Heritage εξετάζουν τα βιογραφικά και τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενός τεράστιου αριθμού υποψηφίων. Η πρωτοφανούς κλίμακας διαδικασία αυτή, με τη συνδρομή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης της Oracle του δισεκατομμυριούχου Λάρι Ελισον και με στόχο τη στρατολόγηση 20.000 κυβερνητικών στελεχών, εντάσσεται στο πλουσιοπάροχα χρηματοδοτούμενο «Project 2025» του Heritage.
Το πρόγραμμα «Project 2025» θεωρητικά προορίζεται για τη στήριξη οποιουδήποτε Ρεπουμπλικανού εκλεγεί το 2024. Οπως δήλωσε στο Axios ο επικεφαλής του εγχειρήματος, Πολ Ντανς: «Ποτέ στο παρελθόν το (συντηρητικό) κίνημα στο σύνολό του… δεν έχει συνδυαστεί για να οικοδομήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποδόμησης του εκτός τόπου και χρόνου και εργαλειοποιημένου ρυθμιστικού κράτους».
Ωστόσο, οι συντάκτες του Axios μιλούν για ένα «εγχείρημα που αναμφίβολα καθοδηγείται από τον Τραμπ». Ενδεικτικά, αναφέρουν ότι από τους βασικούς συμβούλους του «Project 2025» είναι ο Τζον Μάκεντι, ο οποίος είχε παίξει στους τελευταίους μήνες της προεδρίας Τραμπ τον ρόλο του οργάνου επιβολής της αφοσίωσης των κυβερνητικών στελεχών. Ζωτικό ρόλο έχει και ο ακροδεξιός πρώην κορυφαίος σύμβουλος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο Στίβεν Μίλερ – ο οποίος, μιλώντας το περασμένο Σάββατο στους New York Times, περιέγραψε γλαφυρά το πρόγραμμα μαζικών απελάσεων παρακάμπτοντας τις τυπικές διαδικασίες που σχεδιάζει ο Τραμπ για τη δεύτερη θητεία του.
Σε αδημοσίευτο δοκίμιό του για συνέδριο του Miller Center του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια με θέμα την αμερικανική προεδρία, ο Ουίλιαμ Χάουελ, καθηγητής Αμερικανικής Πολιτικής στην έδρα Sydney Stein του Πανεπιστημίου του Σικάγου, παρουσιάζει συνοπτικά τα τρία στάδια επέκτασης της προεδρικής ισχύος: τη δημιουργία του παρεμβατικού, προοδευτικού ρυθμιστικού κράτους (από τον Τέντι Ρούζβελτ έως τον FDR και τον Λίντον Τζόνσον)· τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Λευκού Οίκου από συντηρητικούς ενοίκους του ώστε –μεταξύ άλλων– να χαλιναγωγήσουν το ρυθμιστικό κράτος, βάσει της θεωρίας της «ενιαίας εκτελεστικής ισχύος»– και τη νέα, πιο επικίνδυνη εκδοχή, που πρεσβεύει ο Τραμπ, την «προεδρία του ισχυρού άνδρα» (strongman presidency).
Λαϊκιστική εκδοχή ηγέτη
Ο Τραμπ, εξηγεί ο Χάουελ, είναι ο ιδανικός ηγέτης για την ακραία-λαϊκιστική εκδοχή του ρεπουμπλικανισμού, του οποίου οι υποστηρικτές είναι οι λευκοί ηττημένοι της παγκοσμιοποίησης – λιγότερο μορφωμένοι, πιο θρησκευόμενοι και πολύ πιο οργισμένοι με το σύστημα. «Εντός του λαϊκιστικού κινήματος», γράφει ο Χάουελ, «οι Δημοκρατικοί αποτελούν θανάσιμους εχθρούς αντί για αξιότιμους πολιτικούς αντιπάλους. Η μάχη κατά του προοδευτισμού και του προοδευτικού μεγάλου κράτους είναι μια αποκαλυψιακή μάχη ανάμεσα στον “λαό” και σε ένα διεφθαρμένο, μη νόμιμο “σύστημα” – μια μάχη που, αν χαθεί, θα σημάνει το τέλος της Αμερικής που αγαπούν».
Αυτό ο ακραίος λαϊκισμός, καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου, «έχει κυριεύσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα». Οξύνει το μίσος του κόμματος για το ρυθμιστικό κράτος και «αγκαλιάζει την προεδρία του ισχυρού άνδρα ως πολιορκητικό κριό για να επιτεθεί ευθέως» σε αυτό, «απειλώντας τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας».
Απρόβλεπτη εξωτερική πολιτική
H λογική του «ισχυρού άνδρα» ενδέχεται να είναι ακόμη πιο έντονη στην εξωτερική πολιτική μιας δεύτερης θητείας Τραμπ. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Ιαν Λέσερ, αντιπρόεδρος τoυ German Marshall Fund of the United States και ειδικός σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, «ο Τραμπ ήδη από την προηγούμενη θητεία του έδειξε μια περιφρόνηση για τα μέλη του κατεστημένου εθνικής ασφαλείας, αμφοτέρων των δύο κομμάτων. Σε μια πιθανή δεύτερη θητεία του, θα είναι ακόμη πιο απρόθυμος να προσλάβει τέτοια άτομα – και οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί θα είναι ακόμη πιο απρόθυμοι να υπηρετήσουν στην κυβέρνησή του». Αυτό, συνεχίζει, σε συνδυασμό με την αδιαφορία του για τις υφιστάμενες συμμαχίες των ΗΠΑ και την τάση του να προσωποποιεί τις σχέσεις της Ουάσιγκτον με άλλες χώρες (ανάλογα με την προσωπική του χημεία με τον εκάστοτε ηγέτη), σημαίνει ότι μια δεύτερη θητεία του προδιαγράφεται «οτιδήποτε εκτός από προβλέψιμη». Κρίσιμο ερωτηματικό, συμπληρώνει ο Λέσερ, παραμένει ο ρόλος της Γερουσίας ως ανασταλτικού παράγοντα για τις πιο «εκκεντρικές» επιδιώξεις του Τραμπ. Η απάντηση «θα εξαρτηθεί από το ποιο κόμμα θα έχει τον έλεγχο» του σώματος, «αλλά και τι είδους γερουσιαστές θα εκλέξουν οι Ρεπουμπλικανοί, πόσο αφοσιωμένους» στον Τραμπ.