ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Πέντε χρόνια Brexit – Ο αντίκτυπος ενός «τυφλού» άλματος

Πριν από ακριβώς πέντε χρόνια, δύο διαφορετικά πλήθη διαδηλωτών συγκεντρώθηκαν έξω από το βρετανικό Κοινοβούλιο

Kathimerini.gr

Στις 31 Ιανουαρίου του 2020, η Βρετανία αποχώρησε επίσημα από την Ευρωπαϊκή Ενωση έπειτα από σχεδόν πέντε δεκαετίες. Η ένταξη είχε επιτρέψει την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων και το ελεύθερο εμπόριο με 27 ευρωπαϊκές χώρες.

Για τους υποστηρικτές του Brexit, η Βρετανία ήταν πλέον κυρίαρχη χώρα, υπεύθυνη για τη μοίρα της. Για τους επικριτές, η χώρα όδευε ολοταχώς προς την απομόνωση και την υποβάθμιση.

Σε κάθε περίπτωση, ήταν μία χώρα βαθιά διχασμένη έπειτα από ένα «τυφλό άλμα» στο κενό.

Οι μετασεισμοί του Brexit γίνονται αισθητοί ακόμη –πέντε χρόνια μετά– σε όλα τα επίπεδα, επηρεάζοντας την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή στη χώρα.

«Ο αντίκτυπος ήταν πραγματικά μεγάλος», σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Αναντ Μένον, τον οποίο επικαλείται το AP. «Αλλαξε την οικονομία μας και την πολιτική μας ριζικά», ανέφερε. «Είδαμε τον διχασμό γύρω από το Brexit να περνά στην πολιτική», πρόσθεσε ο ίδιος.

Η απόφαση που δίχασε

Η Βρετανία υπήρξε ανήσυχο μέλος της Ε.Ε. Πριν από το δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 2016, ο κόσμος εξέφραζε κατά καιρούς αρκετές αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να παραμείνει ή να αποχωρήσει.

Στη σκιά της αποβιομηχάνισης, των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και των μεγάλων ροών μεταναστών, αναπτύχθηκε η ιδέα ότι το Brexit θα επέτρεπε στη Βρετανία να «ανακτήσει τον έλεγχο» των συνόρων, των νόμων και της οικονομίας της.

Ωστόσο, το αποτέλεσμα –52% υπέρ της αποχώρησης και 48% κατά– αποτέλεσε σοκ για πολλούς.

Ούτε στην κυβέρνηση των Συντηρητικών, η οποία έκανε άλλωστε εκστρατεία υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε., αλλά ούτε και στο «στρατηγείο» των υπέρμαχων του Brexit υπήρχε σχέδιο διάσπασης και διαχείρισης των επιπτώσεών της.

Μετά το δημοψήφισμα, ξέσπασε πολυετής διαμάχη για τους όρους του «διαζυγίου» μεταξύ μιας πληγωμένης Ε.Ε. και μιας διχασμένης Βρετανίας, που οδηγήθηκε σε κοινοβουλευτικό τέλμα και σε πτώση της πρωθυπουργού Τερέζα Μέι.

Η Μέι παραιτήθηκε το 2019 και αντικαταστάθηκε από τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε να «ολοκληρώσει το Brexit». Δεν ήταν τόσο απλό.

Πλήγμα για την οικονομία

Η Βρετανία έμεινε χωρίς συμφωνία για την οικονομική της σχέση με την Ε.Ε., η οποία αντιπροσώπευε το ήμισυ των εμπορίου της.

Την πολιτική αποχώρηση ακολούθησαν 11 μήνες διαπραγματεύσεων για τους όρους του «διαζυγίου». Την παραμονή των Χριστουγέννων του 2020 επιτεύχθηκε συμφωνία.

Η Βρετανία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση. Τα αγαθά μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς δασμούς και ποσοστώσεις, ωστόσο υπήρξαν παράπλευρες απώλειες: Νέα γραφειοκρατία, αυξημένα κόστη και καθυστερήσεις στις εμπορικές συναλλαγές.

Το γραφείο Προϋπολογισμού της βρετανικής κυβέρνησης εκτιμά ότι οι εξαγωγές και οι εισαγωγές θα μειωθούν κατά περίπου 15% μακροπρόθεσμα από ό,τι αν η χώρα είχε παραμείνει στην Ε.Ε. Επιπλέον, η παραγωγικότητα εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4% αντίστοιχα, σύμφωνα με το ίδιο γραφείο.

Οι υποστηρικτές του Brexit υποστηρίζουν ότι οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις θα αντισταθμιστούν από την ελευθερία της Βρετανίας να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες σε όλο τον κόσμο. Μετά το Brexit, έχει υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με χώρες όπως η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και ο Καναδάς.

Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, παρόλο που οι μεγάλοι «παίκτες» δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα, οι μεσαίοι δίνουν μάχη για να διατηρήσουν τη θέση τους.

Τα μαθήματα

Κατά κάποιον τρόπο το Brexit δεν εξελίχθηκε όπως περίμεναν ούτε οι υποστηρικτές ούτε οι αντίπαλοι.

Η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία προκάλεσαν απρόβλεπτες οικονομικές αναταραχές και κατέστησαν πιο δύσκολη μία ασφαλή εκτίμηση για τον ακριβή αντίκτυπο της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε.

Σε ένα κεντρικό ζήτημα, όπως η μετανάστευση, υπήρξαν τα αντίθετα αποτελέσματα από το αναμενόμενο.

Η επιθυμία ελέγχου των μεταναστευτικών ροών αποτέλεσε σημαντικό επιχείρημα των υποστηρικτών της αποχώρησης από την Ε.Ε.

Ωστόσο η μετανάστευση σήμερα έχει αυξηθεί σημαντικά συγκριτικά με την περίοδο πριν από το Brexit, καθώς ολοένα περισσότεροι καταφθάνουν από όλο τον κόσμο στη Βρετανία αναζητώντας εργασία.

Εν τω μεταξύ, η άνοδος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ έχει αυξήσει το ρίσκο για το Λονδίνο, που έχει πάρει πλέον αποστάσεις απέναντι στους κοντινούς της γείτονες στην Ευρώπη και βασίζεται περισσότερο στην υπερατλαντική «ειδική σχέση» της με την Ουάσιγκτον.

Ηταν λάθος;

Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η κοινή γνώμη στη Βρετανία έχει μετατοπιστεί, με την πλειοψηφία των πολιτών να θεωρούν ότι το Brexit ήταν λάθος.

Ταυτόχρονα, όμως, η επανένταξη φαντάζει πολύ μακρινή. Ελάχιστοι θα ήθελαν να βιώσουν ξανά το διχαστικό κλίμα και την ένταση των διαφωνιών του δημοψηφίσματος, με τις αναμνήσεις εκείνης της περιόδου ακόμη νωπές.

Ο πρωθυπουργός του Εργατικού Κόμματος Κιρ Στάρμερ, που εξελέγη τον Ιούλιο του 2024, έχει υποσχεθεί να «αποκαταστήσει» τις σχέσεις με την Ε.Ε., αλλά έχει αποκλείσει την επανένταξη στην τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά.

Στοχεύει σε περιορισμένες αλλαγές, όπως η διευκόλυνση των καλλιτεχνών που επιθυμούν να περιοδεύσουν και των επαγγελματιών που επιθυμούν να αναγνωριστούν τα προσόντα τους και όπως η στενότερη συνεργασία για την επιβολή του νόμου και για την ασφάλεια.

Οι ηγέτες της Ε.Ε. χαιρέτισαν τη διαφαινόμενη αλλαγή, ωστόσο είναι πλέον περισσότερο απασχολημένοι με δικά τους προβλήματα και η Βρετανία δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα για κανέναν.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση