Μια πιτσαρία στο Νόριτς της Βρετανίας ζητά από τους πελάτες της να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, αν επιλέξουν την χαβανέζικη εκδοχή του ιταλικού πιάτου.
Η ακραία υπερτίμηση ενός κομματιού ζυμαριού με λίγο ζαμπόν και πολύ ανανά δεν οφείλειται στην ποιότητα των υλικών ή σε λόγους μάρκετινγκ, αλλά στην… απέχθεια των ιδιοκτητών της πιτσαρίας Lupa στον ανανά!
Κοινώς, ενέταξαν στο μενού την πίτσα με τον ανανά, αλλά τη χρεώνουν αδιανόητα ακριβά, ώστε να αποτρέπουν τους πελάτες να την παραγγέλνουν.
«Ναι, με 100 λίρες μπορείς να την πάρεις. Παράγγειλε και σαμπάνια. Εμπρός, Τέρας!» γράφει στο μενού.
«Απεχθάνομαι τον ανανά πάνω στην πίτσα» παραδέχεται ο συνιδιοκτήτης της πιτσαρίας, Φράνσις Γουλφ. Και ο head σεφ συμφωνεί: «Λατρεύω την πίνα κολάντα, αλλά ανανά σε πίτσα; Ποτέ. Προτιμώ να βάλω μια καταραμένη φράουλα στην πίτσα, παρά αυτή την τροπική απειλή».
Το 2017, η YouGov έκανε δημοσκόπηση για τη χαβανέζικη πίτσα που έδειξε πως ενώ το 84% των Βρετανών δήλωνε ότι του αρέσει η πίτσα και το 82% ότι του αρέσει ο ανανάς, μόλις το 53% παραδεχόταν πως του αρέσει ο ανανάς στην πίτσα.
Η χαβανέζικη πίτσα δεν αποτελεί επινόηση κάποιου Χαβανέζου, αλλά έμπνευση μάλλον ελληνική. Συχνά, αποδίδεται στον Σαμ Πανόπουλο, έναν Ελληνα μετανάστη στον Καναδά της δεκαετίας του ’50 που διατηρούσε διάφορα εστιατόρια στο Οντάριο, μαζί με τα δύο αδέρφια του.
Ο Πανόπουλος άρχισε να προσθέτει κομμάτια ανανά στις πίτσες του τη δεκαετία του ’60, λίγο μετά την προσχώρηση της Χαβάης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λέγεται πως ονόμασε την πίτσα «χαβανέζικη» από τη μάρκα του κονσέρβας ανανά που χρησιμοποιούσε.
Πηγή: Guardian