Kathimerini.gr
Μια πρόταση που θεωρούν ότι δεν θα μπορέσει να αρνηθεί τόσο ο Ζελένσκι όσο και ο Πούτιν εισηγούνται στον Ντόναλντ Τραμπ υπέρμαχοι των καθαρών λύσεων για τη μόνιμη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Δύο είναι οι βασικές παραδοχές της πλατφόρμας που έχει καταγραφεί στα διεθνή fora και διατυπώνεται από διατλαντιστές της ρεαλιστικής σχολής. Πρώτον, η Ρωσία δεν θα δεχθεί να εγκαταλείψει τα εδάφη που έχει προσαρτήσει και, στην πραγματικότητα, τα νέα σύνορα της Ουκρανίας είναι τα σύνορα που προκύπτουν από την παράταξη των δύο στρατών στο πεδίο. Δεύτερον, η Ουκρανία δεν θα αφήσει τα όπλα και η μακροπρόθεσμη ειρήνη δεν θα επιτευχθεί αν η χώρα δεν λάβει αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις ασφαλείας.
Με αυτή την αφετηρία, η εισήγηση στον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ είναι να προσφέρει στον Ζελένσκι την ένταξη στο ΝΑΤΟ ώστε να «ξεχάσει» τα χαμένα εδάφη και να συγκατατεθεί σε μια συμφωνία η οποία θα παρέχει μόνιμες εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία, παρά τις απώλειες των περιοχών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Ρωσίας. Με το ίδιο σκεπτικό, η Ουάσιγκτον θα έχει προσφέρει μια διέξοδο και στον Πούτιν, καθώς θα έχει θωρακίσει τους ρωσόφωνους που διαμηνύει ότι βρίσκονται υπό την προστασία του και θα έχει άλλωστε διευρύνει τα ρωσικά σύνορα με την Ουκρανία.
Οσοι υποστηρίζουν το συγκεκριμένο περίγραμμα συμφωνίας εκτιμούν ότι η πραγματική αιτία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022 δεν είχε να κάνει με την προοπτική ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ, η οποία τότε ήταν ένα μακρινό όνειρο και άπαντες το γνώριζαν: Κίεβο, Βρυξέλλες, Μόσχα, Ουάσιγκτον. Ο στόχος του Πούτιν ήταν να ενώσει Ουκρανούς και Ρώσους σε ένα σλαβικό έθνος, να ανατρέψει τη δημοκρατική, δυτικοκεντρική κυβέρνηση της Ουκρανίας και να αποστρατιωτικοποιήσει τη χώρα. Επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι το γεγονός ότι το Κρεμλίνο δεν απάντησε με κανέναν τρόπο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ των έτερων γειτονικών χωρών, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, τη διετία που μεσολάβησε· εν μέσω ενός πολέμου που δεν απομάκρυνε, αλλά αντιθέτως έφερε πιο κοντά την Ουκρανία με την Ατλαντική Συμμαχία. Σε τελική ανάλυση, ακόμη κι αν στόχος του Κρεμλίνου ήταν να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, εφόσον η χώρα μείνει έξω από τη Συμμαχία εκτιμάται ότι θα έχει σταλεί το μήνυμα πως η Ρωσία επικράτησε σε ένα μπρα ντε φερ με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη· με ό,τι αυτό συνεπάγεται μελλοντικά για τις βλέψεις τόσο της Μόσχας όσο και άλλων αυταρχικών, αντιδυτικών καθεστώτων.
Ομως ο Τραμπ θα πρέπει να πείσει τον Ζελένσκι να σταματήσει να πολεμάει, εγκαταλείποντας την προσπάθεια απελευθέρωσης των ουκρανικών εδαφών που βρέθηκαν υπό την κατοχή των ρωσικών στρατευμάτων. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι καθόλου εύκολη για κανέναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις στην Ουκρανία, έως και το 90% των Ουκρανών εξακολουθεί να πιστεύει ότι η χώρα τους μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο. Εξ ου και οι εισηγήσεις για ένταξη στο ΝΑΤΟ ως αντιστάθμισμα. «Είναι το μόνο χαρτί που μπορεί να παίξει ο Τραμπ για να πείσει τους Ουκρανούς να σταματήσουν να πολεμούν. Είναι επίσης ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί η μόνιμη ειρήνη κατά μήκος των συνόρων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, όπου κι αν τραβηχτεί αυτή η γραμμή», τονίζει με άρθρο του στο Foreign Affairs ο Μάικλ ΜακΦολ, πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία την περίοδο 2012-14 και συγγραφέας του βιβλίου «Από τον Ψυχρό Πόλεμο στην Καυτή Ειρήνη».
Ηττα αλλά και κόπωση
Η συζήτηση διεξάγεται σε μια φάση κατά την οποία η Ουκρανία μάλλον χάνει τον πόλεμο. Από την άλλη, η κόπωση της Ρωσίας στο μέτωπο είναι επίσης δεδομένη, μαζί με τις απώλειες. Ο ΜακΦολ θεωρεί ότι ο Τραμπ θα πρέπει πρώτα να επιταχύνει την παράδοση στην Ουκρανία της στρατιωτικής βοήθειας η οποία έχει ήδη εγκριθεί και στη συνέχεια να εκφράσει την πρόθεση για την παροχή ακόμη περισσότερων όπλων προκειμένου να σταματήσει την επίθεση της Ρωσίας στο Ντονμπάς, στα ανατολικά της Ουκρανίας. Κι αυτό διότι η λογική υπαγορεύει πως ο Πούτιν θα διαπραγματευθεί σοβαρά μόνον όταν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις δεν θα έχουν πλέον την ικανότητα να καταλάβουν περισσότερα ουκρανικά εδάφη, πόσο μάλλον αν αρχίσουν να χάνουν έδαφος. Με άλλα λόγια, ο Πούτιν θα πρέπει πρώτα να πειστεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα εγκαταλείψουν την Ουκρανία.
Η Δύση
«Οι δυτικές πρωτεύουσες, με επικεφαλής το Βερολίνο, έκαναν τα πάντα για να διασφαλίσουν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα παραμείνει σχήμα λόγου και δεν θα γίνει αντικείμενο πράξης. Ομως αυτό δεν απέτρεψε τη ρωσική επιθετικότητα. Το “πάγωμα” της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν θα οδηγήσει σε βιώσιμη ειρήνη. Ακριβώς το αντίθετο. Εάν η Δύση δεν προστατεύει τα σύνορα της Ουκρανίας, πιθανότατα θα ενθαρρύνει τη Ρωσία να προσαρτήσει τη Λευκορωσία, να επαναφέρει τη Μολδαβία στην αποκλειστική σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, με στρατιωτικά ή άλλα μέσα, και να απειλήσει περαιτέρω την Ουκρανία σε έναν νέο γύρο εχθροπραξιών», παρατηρεί σε σχόλιό του για το Carnegie Endowment for International Peace o Αρκαντι Μόσες, διευθυντής του Φινλανδικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων για την περιοχή της Ρωσίας – Ευρασίας.
Οι αναλύσεις που συγκλίνουν στην επιλογή μιας δυναμικής αναβάθμισης στις σχέσεις της Ουκρανίας με το ΝΑΤΟ βασίζονται στην εκτίμηση ότι –ιδίως μετά από τρία χρόνια πολέμου, κατά τον οποίο η Ρωσία μετράει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και έχει προβεί σε εκτεταμένη χρήση του οπλοστασίου της– ο Πούτιν δεν έχει καμία διάθεση να πολεμήσει την πιο ισχυρή συμμαχία στον κόσμο, με τον στρατό των ΗΠΑ στην πρώτη γραμμή. Στον αντίποδα υπογραμμίζουν την παράμετρο ότι στο εσωτερικό θα έχει τη δυνατότητα να «πουλήσει» τη διεύρυνση των ρωσικών συνόρων με την Ουκρανία ως εξέλιξη που επαρκεί για τη λήξη του πολέμου.
Ωστόσο, ίσως ακόμη πιο δύσκολο είναι το εγχείρημα να πειστεί ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ για την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, το οποίο αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως με σκεπτικισμό. Σε μια δεύτερη ανάγνωση όμως πιθανόν να έχει και ο ίδιος να κερδίσει από μια αντίστοιχη εξέλιξη. «Στην πραγματικότητα, μια τέτοια συμφωνία υποστηρίζει αρκετούς από τους στόχους του Τραμπ, όπως ο επιμερισμός των βαρών. Μετά την ένταξη στο ΝΑΤΟ, οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας θα γίνουν εν μια νυκτί ο καλύτερος και πιο έμπειρος ευρωπαϊκός στρατός στη Συμμαχία. Ουκρανοί στρατιώτες θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε άλλα κράτη της πρώτης γραμμής, επιτρέποντας στην Ουάσιγκτον να μειώσει τις δεσμεύσεις των δικών της στρατευμάτων. Η Ουκρανία θα μπορούσε επίσης να προμηθεύσει άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ, ειδικά αυτούς που μοιράζονται τα σύνορα με τη Ρωσία, με αεροσκάφη, θαλάσσια και χερσαία μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έχει εξασφαλίσει ο ουκρανικός στρατός για την άμυνα της χώρας. Ο Τραμπ θα μπορούσε να εξηγήσει στον αμερικανικό λαό ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα επέτρεπε στις ΗΠΑ να ξοδέψουν λιγότερα για την ευρωπαϊκή άμυνα και να απελευθερώσουν πόρους για να περιορίσουν την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού. Μια τέτοια κίνηση θα πρέπει να κερδίσει την υποστήριξη των πολλών γερακιών εναντίον της Κίνας στη νέα κυβέρνηση του Τραμπ», επισημαίνει ο ΜακΦολ.
Νέες επιθέσεις
Ευρέως διαδεδομένη είναι σε κάθε περίπτωση η εκτίμηση ότι μια κατάπαυση του πυρός χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα επιθετική ενέργεια της Ρωσίας στο μέλλον, όπως συνέβη και στο διάστημα μεταξύ 2014 και 2022. Η εκχώρηση περίπου του 1/5 της ουκρανικής επικράτειας στη ρωσική κατοχή και η μόνιμη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ προβάλλεται ως μια επώδυνη συμφωνία που θα προσέφερε πάντως το απαραίτητο δίχτυ προστασίας για τη χώρα και θα έκλεινε ένα μεγάλο μέτωπο για την ασφάλεια της Ευρώπης. Οπως έχει σχολιάσει η διευθύντρια του Διεθνούς Κέντρου για την Αμυνα και την Ασφάλεια Κρίστι Ράικ, «εάν ο Τραμπ δεν θέλει να εμφανιστεί ως χαμένος στα μάτια του Πούτιν, θα πρέπει να βρει μια λύση που να παρέχει αξιόπιστες εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία· το ΝΑΤΟ δεν είναι η μόνη δυνατή λύση, αν και θα ήταν η πιο αποτελεσματική».