Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου. Λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι. Δύο ένοπλοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, εφοδιασμένοι με AK-74 και χειροβομβίδες -μέλη του PKK αμφότεροι, όπως θα γινόταν αργότερα γνωστό- επιτίθενται στις κεντρικές εγκαταστάσεις της Τουρκικής Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας TUSAŞ/TAI στην Αγκυρα. Ο απολογισμός: 5 νεκροί (7, εάν συνυπολογίσουμε τους δράστες της επίθεσης), δεκάδες τραυματίες και… πολλά ερωτηματικά.
Ακριβώς την ίδια ωστόσο, περίπου 350 χιλιόμετρα μακριά, στην Κωνσταντινούπολη, υπογράφονται συμφωνίες πώλησης όπλων, μεταξύ άλλων και από την TUSAŞ/TAI. Ναι, η έκτακτη είδηση της τρομοκρατικής επίθεσης προφανώς «χαλάει το κλίμα» στο περίπτερο της Τουρκικής Αεροδιαστημικής Βιομηχανίας στη Saha Expo… αλλά «οι μπίζνες είναι μπίζνες» και η TUSAŞ έχει εκθέματα προς προώθηση στα οποία έχει επενδύσει σημαντικά κεφάλαια (όχι μόνο οικονομικά) όπως είναι για παράδειγμα το αεροσκάφος Kaan: το πρώτο τουρκικής κατασκευής μαχητικό, το οποίο (θα) είναι μάλιστα 5ης γενιάς.
Η έκθεση αμυντικού υλικού Saha Expo πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα μεταξύ 22 και 26 Οκτωβρίου… δίνοντας πρόσθετη ώθηση στην τουρκική αμυντική βιομηχανία, μια ώθηση η οποία συνοδεύεται βέβαια από ευκαιρίες… αλλά και από κάποιους κινδύνους, όπως γράφει ο Μπαρίν Καγιάογλου σε ανάλυσή του στον ιστοχώρο Al-Monitor.
Κατά την ομιλία που εκφώνησε στο πλαίσιο της Saha Expo στις 25 Οκτωβρίου, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είπε ότι οι συμβάσεις που θα υπογράφονταν φέτος κατά τη διάρκεια της εν λόγω έκθεσης επρόκειτο να αγγίξουν τα 6,2 δισεκατομμύρια δολάρια και ότι σε αυτές θα περιλαμβάνονταν συμφωνίες εξαγωγών ύψους 4,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Νωρίτερα μέσα στον μήνα Οκτώβριο, οι διοργανωτές της Saha Expo είχαν προβλέψει ότι το συνολικό ποσό των συμφωνιών που αναμένετο να υπογραφούν στο πλαίσιο της έκθεσης μπορεί να άγγιζε τα 2 με 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Τουρκικές εταιρείες πούλησαν αμυντικά προϊόντα και αναλόγου τύπου υπηρεσίες συνολικής αξίας 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ξένους αγοραστές μέσα στο 2023 σύμφωνα με τη Διεύθυνση Αμυντικών Βιομηχανιών της τουρκικής προεδρίας, ενώ οι αμυντικές εξαγωγές της Τουρκίας κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2024, πριν από τη διεξαγωγή της φετινής Saha Expo δηλαδή, είχαν ήδη αγγίξει τα 3,7 δισεκατομμύρια δολάρια σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, όπως γράφει ο Καγιάογλου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Saha Expo διοργανώνεται -κάθε δύο χρόνια- από την ένωση Saha Istanbul πρόεδρος της οποίας είναι ο Χαλούκ Μπαϊρακτάρ, ο αδελφός δηλαδή του Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ ο οποίος είναι γαμπρός του Ερντογάν. Τα αδέλφια Μπαϊρακτάρ βρίσκονται, ως γνωστόν, στην κεφαλή της βιομηχανίας Baykar η οποία παράγει drones όπως το Bayraktar TB2.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν στελέχη της διοργανώτριας ένωσης, στη φετινή Saha Expo πήραν μέρος σχεδόν 1.500 εταιρείες και εκατοντάδες αξιωματούχοι από δεκάδες χώρες.
Σύμφωνα με τον απόστρατο ναύαρχο Λεβέντ Κερίμ Ουτσά, ο οποίος έχει πια θέση γενικού γραμματέα στη Saha Istanbul, η Τουρκία εξάγει επί του παρόντος αμυντικά προϊόντα (από απλά εξαρτήματα έως και ολόκληρα συστήματα) σε συνολικά 185 χώρες.
Οι εν λόγω εξαγωγές ωστόσο, συνοδεύονται παράλληλα… από προκλήσεις και κινδύνους, όπως υπογραμμίζουν Τούρκοι αναλυτές.
Ο κύκλος της πλειοδοσίας
(φωτ. tusas.com/en)
Οι επιτυχίες της εγχώριας τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας δίνουν τροφή σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες διαρκούς γιγάντωσης αλλά και σε μια σειρά από υπερβολές, γράφει ο Καγιάογλου, επικαλούμενος ως παράδειγμα την περίπτωση ενός Τούρκου απόστρατου ο οποίος βγήκε δημόσια και υποστήριξε ότι το υπό ανάπτυξη τουρκικό μαχητικό Kaan, ένα αεροσκάφος δηλαδή το οποίο ακόμη… φτιάχνεται, είναι καλύτερο από τα ήδη δοκιμασμένα διεθνώς αμερικανικά F-35…
Πράγματι, μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο οδηγεί σε πλήθος σχετικών τουρκικών δημοσιευμάτων («KAAN F-35’ten daha mı iyi?» «KAAN mı yoksa F-35 mı?»). Από την άλλη πλευρά βέβαια, εάν το KAAN είναι ήδη τόσο «μπροστά», τότε διερωτάται εύλογα κανείς γιατί η τουρκική ηγεσία να θέλει να επιστρέψει στο πρόγραμμα των F-35 από το οποίο εκδιώχθηκε λόγω των S-400;
Ειδικά σε μια χώρα με «παράδοση» υπερκομματικού εθνικισμού όπως είναι η Τουρκία, οι όποιες υπερβολές έρχονται ωστόσο, με τη σειρά τους, να ρίξουν νερό στον φαύλο «μύλο» μιας ακατάσχετης εθνικιστικής πλειοδοσίας, κάθε απόκλιση από την οποία απαξιώνεται σχεδόν αυτόματα ως ηττοπαθής ή ακόμη και εθνικά προδοτική. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εάν κάποιος βγει για παράδειγμα και πει το προφανές, ότι δεν γίνεται δηλαδή το Kaan να θεωρείται «τώρα» καλύτερο από τα F-35 γιατί απλούστατα… δεν είναι έτοιμο ούτε έχει μπει σε γραμμή μαζικής παραγωγής, αυτός θα μπορούσε να βρεθεί στο στόχαστρο εσωτερικής κριτικής ως… μειοδότης, ηττοπαθής ή ακόμη και ως «εγκάθετος της Lockheed Martin».
Τα χρόνια προβλήματα του πρόσφατου παρελθόντος
Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι το επιτυχημένο παράδειγμα των τουρκικών drones δεν αποτελεί γενικό «κανόνα» για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, ή τουλάχιστον δεν αποτελούσε μέχρι πρότινος. Αντιθέτως, η «made in Türkiye» αμυντική παραγωγή αντιμετώπιζε χρόνια προβλήματα, ειδικά στο μέτωπο της παραγωγής κινητήρων, με αποτέλεσμα να πηγαίνουν πίσω μεγαλεπήβολα πρότζεκτ.
Για του λόγου το αληθές, θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς, για παράδειγμα, στο άρμα μάχης Altay, ένα πρότζεκτ το οποίο ξεκίνησε το 2007 και τελικώς μπήκε σε γραμμή παραγωγής προ μηνών, 17 χρόνια μετά, αλλά και στο μαχητικό TF-X το οποίο αναπτύσσεται πια ως Kaan έχοντας όμως πίσω του επίσης πολλές καθυστερήσεις. Ο Τούρκος δημοσιογράφος Μπουράκ Μπεκντίλ έγραφε χαρακτηριστικά, προ τετραετίας, στο DefenseNews για το τουρκικό «χρόνιο πρόβλημα με τις μηχανές» («chronic engine problem»), επικαλούμενος δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων. Για «το πρόβλημα της Τουρκίας με τους κινητήρες» διαβάζαμε την ίδια χρονιά (2020) και στον ιστοχώρο Sada που συνδέεεται με το Middle East Program του Carnegie.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα, που υπήρχαν άλλοτε, θα διαιωνίζονται εσαεί.
Εν έτει 2024 πια, η τουρκική αμυντική βιομηχανία παρουσιάζεται να πλέει σε πελάγη εξαιρετικά υψηλών προσδοκιών. Τα συμβόλαια των πολλών εκατ. δολ. λειτουργούν, όμως, παράλληλα ως κίνητρο και για την είσοδο νέων (μικρότερων ή λιγότερο ανταγωνιστικών) «παικτών» στην εγχώρια αγορά. Οι τουρκικές αμυντικές εταιρείες πληθαίνουν και υπάρχουν φόβοι ότι η όποια «υπερπροσφορά» θα μπορούσε κάποια στιγμή να αρχίσει να ρίχνει την όποια ποιότητα…
Από την άλλη πλευρά βέβαια, αυτό το πλήθος των εταιρειών διαμορφώνει πια ένα ολόκληρο τουρκικό εξοπλιστικό οικοσύστημα το οποίο δεν μπορεί -και δεν πρέπει- σε καμία περίπτωση να υποτιμάται.