Kathimerini.gr
ΚΟΛ ΣΤΑΝΓΚΛΕΡ / THE NEW YORK TIMES
«Αυτή η κυβέρνηση δεν μας ακούει», λέει ο Ρενάλ, ένας 50χρονος ηλεκτρολόγος μηχανικός στο λιμάνι της Μασσαλίας, καθώς οι συνάδελφοί του υψώνουν οδόφραγμα στον δρόμο που οδηγεί προς μια αποθήκη καυσίμων. «Υπάρχει μεγάλη οργή εδώ πέρα», συμπληρώνει.
Αρκετοί ελπίζουν ότι η εφαρμογή του νομοσχεδίου μπορεί να αποτραπεί. Υπάρχει το προηγούμενο με ψηφισμένο νόμο το 2006. Επιπλέον, το επίμαχο νομοσχέδιο πρέπει να περάσει από το Συνταγματικό Συμβούλιο, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, που θα εξετάσει τον αμφιλεγόμενο τρόπο προώθησης της νομοθεσίας (επιβλήθηκε με προεδρικό διάταγμα).
«Αυτή η κυβέρνηση δεν μας ακούει», βροντοφωνάζουν χιλιάδες πολίτες.
Eάν τελικά η κυβέρνηση καταφέρει να εφαρμόσει το νομοσχέδιο, όπως φαίνεται πιθανό ότι θα συμβεί, θα πρόκειται για πύρρειο νίκη. Ο Γάλλος πρόεδρος έκοψε τις γέφυρες με δυνητικούς συμμάχους του, δηλητηρίασε τις σχέσεις του με πιθανούς εταίρους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και συσπείρωσε εναντίον του την πλειονότητα των Γάλλων.
Με δυο λόγια, θα είναι στο εξής πιο δύσκολο για τον Μακρόν να κυβερνά τη χώρα. Χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, το κόμμα του, «Αναγέννηση», στηριζόταν στην υποστήριξη των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών, αλλά 19 Ρεπουμπλικανοί βουλευτές υποστήριξαν την πρόταση δυσπιστίας.
Το κυριότερο, ο πρόεδρος έχει χάσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, εξαντλώντας ό,τι αποθέματα καλής θέλησης διατηρούσε μετά τις περυσινές εκλογές, καθώς αγνόησε ότι εκατομμύρια πολίτες τον ψήφισαν όχι επειδή τους άρεσε, αλλά για να αποτρέψουν την εκλογή της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Με τη μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, τα ποσοστά δημοτικότητας του προέδρου έπεσαν κάτω από 30%. Η σημερινή πολιτική συγκυρία έχει πολλά κοινά στοιχεία με την αρχή του κινήματος «Κίτρινα Γιλέκα», το 2018, για την αύξηση του φόρου στα καύσιμα. Και τότε υπήρχε υποβόσκουσα οργή στα λαϊκά νοικοκυριά, που δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα, μεγάλη λαϊκή υποστήριξη σε δυναμικές μορφές κινητοποίησης και εντυπωσιακή αδυναμία των ελίτ να αφουγκραστούν τον κοινωνικό σφυγμό. Οπως και το 2018, έτσι και στην κρίση του συνταξιοδοτικού ο Μακρόν για εβδομάδες απέφευγε να απευθυνθεί στην κοινή γνώμη, αφήνοντας το βαρύ φορτίο στην πρωθυπουργό Ελιζαμπέτ Μπορν.
«Υπάρχει κάτι σαν διάρρηξη της επικοινωνίας», υποστηρίζει ο Λοράν Μπερζέρ, γενικός γραμματέας της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής ομοσπονδίας, της CFDT, η οποία διακρίνεται για την τάση της να διαπραγματεύεται και να έρχεται σε συμβιβασμό.
Μία λύση είναι εκείνη που προτείνει ο ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας Πατρίκ Βέιλ: Να παρεμβάλλεται μεγαλύτερο διάστημα ανάμεσα στις προεδρικές και στις βουλευτικές εκλογές. Αυτό θα επέτρεπε στους Γάλλους ψηφοφόρους να εκφράζουν τη γνώμη τους στο μέσον της θητείας του προέδρου, όπως οι Αμερικανοί με τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο και οι Γάλλοι πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του 2002. Στο μεταξύ, οι διαδηλώσεις ριζοσπαστικοποιούνται. Ακτιβιστές μπλοκάρουν αυτοκινητοδρόμους, κατεβαίνουν στις σιδηροτροχιές και οργανώνουν επεισοδιακές νυχτερινές διαδηλώσεις. Ο πρόεδρος της χώρας αποδοκίμασε τις πράξεις βίας, φτάνοντας στο σημείο να συγκρίνει τους πρωταγωνιστές τους με την έφοδο οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο. Οι Γάλλοι γνωρίζουν από τη δική τους ιστορία, από το 1789 και το 1968 μέχρι τα «Κίτρινα Γιλέκα», ότι η άμεση δράση που στηρίζεται στην αποδοχή της κοινής γνώμης συχνά φέρνει αποτελέσματα, έστω κι αν είναι θορυβώδης και χαώδης.
Ο Ρενάλ, ο ηλεκτρολόγος που μοιράστηκε τις απόψεις του μαζί μας έξω από την αποθήκη καυσίμων, συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο την ατμόσφαιρα της στιγμής: «Αυτή η κυβέρνηση δεν θέλει να διαπραγματευθεί. Λοιπόν, κάποια στιγμή θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα λαό ο οποίος δεν θα θέλει, ούτε αυτός, να διαπραγματευθεί μαζί της».