Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο αποτελεί σημαντικό πλήγμα σε μία λαβωμένη δημοκρατία, ισχυρίζονται ειδικοί, οι οποίοι μίλησαν στην Washington Post. Επικίνδυνο, όπως προειδοποιούν, είναι το ότι την ίδια στιγμή, μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τον βλέπει ως σωτήρα του ίδιου πολιτεύματος.
«Εχουμε εισέλθει εδώ και δέκα χρόνια σε φάση δημοκρατική παρακμής», τόνισε ο Ντανιέλ Ζίμπλατ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και συν-συγγραφέας του βιβλίου «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες».
«Αυτές οι εκλογές απλώς επιταχύνουν την πτώση», πρόσθεσε. Ο Τραμπ – ο οποίος παραπέμφθηκε δύο φορές, καταδικάστηκε για κάποια εγκλήματα και κατηγορήθηκε για άλλα, κρίθηκε υπεύθυνος για σεξουαλική κακοποίηση και του επιβλήθηκε πρόστιμο εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε δίκη για πολιτική απάτη – έκανε εκστρατεία για τη θέσπιση σαρωτικών αλλαγών στη χώρα: μαζικές απελάσεις μεταναστών, επιβολή δασμών, δραματική αναθεώρηση κανονισμών για το κλίμα και εκκαθάριση των γραφειοκρατών του «βαθιού κράτους».
Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι πολιτικές προτάσεις του Τραμπ που προκαλούν ανησυχία στους μελετητές της ιστορίας και της δημοκρατίας. Κυρίως, τους ανησυχούν η συνεχιζόμενη άρνηση της πραγματικότητας, ότι δήλαδή έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2020, καθώς και ο ρόλος του στην ενθάρρυνση προς τους υποστηρικτές προκειμένου, στις 6 Ιανουαρίου του 2021, να εισβάλουν βίαια στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.
Η αποτυχία των δικαστηρίων και του Κογκρέσου να τον αναγκάσουν αν λογοδοτήσει για αυτές τις ενέργειες σηματοδοτεί την ανεπίσημη επιρροή μίας χαρισματικής, ισχυρής φιγούρας στη διακυβέρνηση, που έχει αναπροσαρμόσει την εικόνα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στη δική του, όπως λένε ειδικοί. Είναι έτοιμος να ξεκινήσει μία δεύτερη θητεία με διευρυμένη νομική ασυλία, που του παρέχει το ανασχηματισμένο Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο φέρεται να άσκησε σημαντική επιρροή.
Θα περάσουν μήνες μέχρι να ολοκληρωθούν οι μετεκλογικές διαδικασίες, αλλά, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, η επιτυχία του Τραμπ έγκειται στην ανάδειξη μιας συμμαχίας δυσαρεστημένων πολιτών που θέλουν απλώς να «πετάξουν έξω τους αλήτες», ανέφερε ο Μάθιου Ντάλεκ, πολιτικός ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον, ο οποίος έκανε λόγο για ένα είδος «διασταύρωσης» κοινωνικών κρίσεων και πολιτικού μετασχηματισμού.
Η ανατροπή της αλήθειας
Κάποιες δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν πως ο Τραμπ ανέτρεψε την ιδέα ότι συνιστά απειλή για τη δημοκρατία κάνοντας μάλιστα τους δημοκρατικούς αντιπάλους του να μοιάζουν εκείνοι με πραγματική απειλή. Χαρακτήρισε τον εαυτό του θύμα της δημοκρατικής νομοθεσίας, υποστήριξε ότι η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις κατέλαβε την εξουσία χωρίς ούτε μία πρώτη ψήφο και ισχυρίστηκε ότι το εκλογικό σύστημα της χώρας, από τα πιο ασφαλή στον κόσμο, χειραγωγήθηκε σε βάρος του.
Η δημοκρατική διάβρωση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν περιορίζεται στην ηγεσία του Τραμπ. Η άρνησή του να αναγνωρίσει την ήττα του το 2020 προκάλεσε σοβαρή ζημιά, αλλά το ίδιο έκαναν και προσπάθειες πολιτικοποίησης των εκλογικών και περιφερειακών αρχών, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Brookings του 2023, όπως αναφέρει η WP.
Επιπλέον, οι προσπάθειες να λογοδοτήσει ο τέως και μελλοντικός πρόεδρος αποτέλεσε ένα πείραμα. Οπως φαίνεται εκ των υστέρων, η αμερικανική δημοκρατία δεν έχει προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τον αυταρχισμό, άτομα που επιδιώκουν να υπερβούν τo όριo της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζοντας ίσως τον νόμο.
Αποδεικνύεται ότι η δημοκρατία, θεμελιώδης για τον αμερικανικό τρόπο ζωής, είναι πολύ αφηρημένη και απουσιάζει από την καθημερινότητα των περισσότερων Αμερικανών με αποτέλεσμα να έχει εκλείψει κάποιος κοινά αποδεκτός ορισμός της, προστίθεται στην ανάλυση της WP.
Αλλά όσοι μελετούν τη δημοκρατία τονίζουν πως το πιο ανησυχητικό στοιχείο της αμερικανικής εκδοχής της αποτελεί η κατάρρευση των ελέγχων και των ισορροπιών που σχεδιάστηκαν για να τη διατηρήσουν υγιή. Ο απόλυτος έλεγχος υποτίθεται ότι βρισκόταν στα χέρια των ψηφοφόρων και «αυτό το προστατευτικό κιγκλίδωμα απέτυχε θεαματικά», σύμφωνα με τη Σάρα Τσόργουελ, καθηγήτρια αμερικανικής λογοτεχνίας και πρόεδρο της δημόσιας κατανόησης των ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. «Και οι άλλοι πυλώνες της αμερικανικής δημοκρατίας δεν ήταν εξοπλισμένοι για να σταματήσουν κάποιον που φιλοδοξεί να γίνει δικτάτορας», πρόσθεσε η ίδια.
Η ατζέντα της επιθετικότητας
Η ατζέντα «Πρώτα η Αμερική» του τέως και επερχόμενου προέδρου, γεμάτη μίσος και ρατσιστική ρητορική, βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνη της Χάρις, της πρώτης μαύρης γυναίκας και του πρώτου ατόμου από τη Νότια Ασία που έθεσε υποψήφια για την προεδρία. Η ήττα της αναδεικνύει ιστορικά ζητήματα που αφορούν τη φυλή και κάποιοι μελετητές κάνουν λόγο για αντίδραση στην πρόοδο προς μία πολυφυλετική δημοκρατία.
«Με τη νίκη του Τραμπ, η αμερικανική δημοκρατία πιθανότατα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο», δήλωσε ο Χαλίλ Τζιμπράν Μουχαμάντ, καθηγητής ιστορίας, φυλής και δημόσιας πολιτικής στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ. «Και όπως τότε, η φυλή και ο ρατσισμός θα είναι η κεντρική αιτία για το τέλος της ίδιας της αμερικανικής δημοκρατίας», πρόσθεσε.
Η λαϊκιστική απογοήτευση για την κατεύθυνση του έθνους και η δυσαρέσκεια ενάντια στις ελίτ αποδείχθηκαν βαθύτερες από ό,τι είχαν αναγνωρίσει πολλοί και στα δύο κόμματα. Η εκστρατεία του Τραμπ με γνώμονα την τεστοστερόνη αξιοποίησε την αντίσταση στην εκλογή της πρώτης γυναίκας προέδρου, επισημαίνουν οι New York Times σε δική τους ανάλυση με τίτλο «Η Αμερική του Τραμπ».
Και ενώ δεκάδες εκατομμύρια ψηφοφόροι εξακολουθούν να ψηφίζουν κατά του Τραμπ, εκείνος για ακόμη μια φορά αξιοποίησε την αίσθηση, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η χώρα που ήξεραν αλλάζει, υπό πολιορκία οικονομική, πολιτιστική και δημογραφική, σύμφωνα με τους ΝΥΤ.
Η νίκη του Τραμπ δεν ήρθε στο κενό, αλλά μάλλον αποτελεί μέρος της παγκόσμιας ανόδου της απολυταρχίας. Καθώς οι μελετητές έψαχναν τα αίτια του θριάμβου του Τραμπ, έδειξαν τον Βίκτορ Ορμπαν, τον αυταρχικό ηγέτη της Ουγγαρίας που έχει γίνει πρότυπο για τον επερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ και τους συμμάχους του για τον ακροδεξιό λαϊκισμό του, τη σφοδρή αντιμεταναστευτική ρητορική, τον χριστιανικό εθνικισμό και την εχθρότητα προς τα δικαιώματα της κοινότητας LGBT.
Ο Ορμπαν έγινε πρωθυπουργός τη δεκαετία του 1990 ως συντηρητικός κεντροδεξιός. «Επέστρεψε το 2010, κέρδισε και η δεύτερη φορά του ξεκίνησε με πολύ μεγαλύτερη επίθεση στη δημοκρατία, ενώ εδραιώθηκε στην εξουσία με νομοθετική μεταρρύθμιση», τόνισε ο Ζίμπλατ.
Ο Τσόργουελ θεωρεί τη νίκη του Τραμπ και τη δεύτερη θητεία του ως συνέχεια ενός διαχρονικού στοιχείου απολυταρχίας στην αμερικανική ιστορία, που χρονολογείται από την εμφάνιση της Κου Κλουξ Κλαν. «Αυτό που βλέπουμε είναι μια πλήρης επίθεση στη συνταγματική τάξη και τους δημοκρατικούς κανόνες των Ηνωμένων Πολιτειών», ανέφερε. Προειδοποίησε ότι μετά την ήττα του Τραμπ το 2020, πολλοί Αμερικανοί απέρριψαν την απειλή του αντιδημοκρατικού κινήματός του.
«Φαίνεται ότι εκατομμύρια Αμερικανοί πρέπει να βιώσουν την απογύμνωση της δημοκρατίας και την πραγματική καταστροφή της οικονομίας πριν καταλάβουν τις συνέπειες αυτού που μόλις ψήφισαν», πρόσθεσε.
Η ρίζα της εκλογής του Τραμπ, πρόσθεσε ο Τσόργουελ, προέρχεται από την επιθετικότητα. «Αν θεωρείς ότι είσαι ο «πραγματικός Αμερικανός», δεν μπορεί παρά να θεωρείς πως είσαι τόσο σημαντικός για τη χώρα όσο νομίζεις ότι είσαι», τόνισε. «Πρέπει να υπάρχει ένας αποδιοπομπαίος τράγος», όπως ανέφερε.
Για τον Τραμπ και τους συμμάχους του, αυτοί οι αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι πολλοί: μετανάστες, Δημοκρατικοί, ελίτ, ΜΜΕ, πολιτικοί αντίπαλοι και η λίστα μεγαλώνει. Υποσχέθηκε «αντίποινα» σε όσους τον αδίκησαν και δημιούργησε πιστή ομάδα συμβούλων για να πραγματοποιήσει τους στόχους του.
Μέρος του τρόπου λειτουργίας του φασισμού, είπε ο Τσόργουελ, είναι ότι σε έναν περίπλοκο κόσμο με δύσκολα προβλήματα προς επίλυση, «λέει κάποιος, υπάρχει εύκολη λύση – οι Λατίνοι σας έκλεψαν τις δουλειές και είναι σκουπίδια και πρέπει να πετάξουμε τα σκουπίδια. Ετσι, το πρόβλημα λύνεται».
Η αλήθεια για τη δημοκρατία
Καθώς η Χάρις παραδέχθηκε την ήττα της και ο Τραμπ προετοιμάζεται για τη δεύτερη θητεία, ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ έχει αρχίσει να συζητά πώς θα κλείσει τις δύο εκκρεμείς διώξεις σε βάρος του εκλεγμένου προέδρου, σύμφωνα με ένα άτομο που γνωρίζει τις εσωτερικές διαβουλεύσεις.
Από τις τέσσερις ποινικές υποθέσεις που ασκήθηκαν εναντίον του Τραμπ το 2023, μόνο μία πήγε σε δίκη και η εκλογική του νίκη ουσιαστικά διασφαλίζει ότι οι δικηγόροι του θα προσπαθήσουν να καθυστερήσουν την επερχόμενη ακρόαση στο Μανχάταν, όπου καταδικάστηκε στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης την άνοιξη για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων και απόκρυψη από τους ψηφοφόρους χρηματισμού ηθοποιού ταινιών πορνό με αντάλλαγμα τη σιωπή της το 2016.
Οι υποθέσεις αρχικά φάνηκε ότι θα μείωναν τις πιθανότητες του Τραμπ να επανεκλεγεί σε δημόσιο αξίωμα. Ωστόσο, αρνήθηκε ότι διέπραξε αδίκημα, διαβεβαιώνοντας ότι οι κατηγορίες ήταν η απόδειξη για το ότι η κυβέρνηση προσπαθούσε να τον βλάψει πολιτικά.
Σύντομα, ο αριθμός των υποστηρικτών του εκτινάχθηκαν στα ύψη. Οι Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι συσπειρώθηκαν γύρω του, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς ότι το δικαστικό σύστημα ήταν «στημένο» και «ελεγχόμενο». Το αδύναμο μέλλον αυτών των κάποτε τρομερών υποθέσεων υπογραμμίζει ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης «ήταν πολύ αργό» και αναδεικνύει μία αλήθεια συντριπτική για τη δημοκρατία: Κάποιοι είναι υπεράνω του νόμου, κάτι που δεν φαίνεται να ενοχλεί το εκλογικό σώμα, καταλήγει η ανάλυση της Washington Post.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί πλέον το πολιτικό κατεστημένο να διαγράψει τον Τραμπ ως προσωρινό διάλειμμα από τη μακρά πορεία προόδου, έναν τυχαίο που με κάποιο τρόπο μπήκε κρυφά στον Λευκό Οίκο σε μια ιδιόμορφη, εφάπαξ νίκη πριν από οκτώ χρόνια, επισημαίνουν από την πλευρά τους οι New York Times. Με τη νίκη του και την επιστροφή του για να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία, ο Τραμπ έχει πλέον καθιερωθεί ως μια μετασχηματιστική δύναμη που αναδιαμορφώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες με τη δική του εικόνα.
Πηγή: WP, ΝΥΤ