Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδότησε, όπως ήταν φυσικό, μια μεγάλη συζήτηση για τις αιτίες που την προκάλεσαν. Ένας επιφανής ακαδημαϊκός, που από καιρό είχε τοποθετηθεί για το θέμα, είναι ο Τζον Μερσχάιμερ, ένας από τους πανεπιστημιακούς που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιστορία της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων.
Το φθινόπωρο του 2014 και ενώ η Μόσχα είχε ήδη εισβάλει στην Ουκρανία, αποσπώντας την Κριμαία και μέρος του Ντονμπάς, ο Μερσχάιμερ δημοσίευσε ένα κείμενο στο Foreign Affairs αποδίδοντας την ευθύνη για την κρίση στη Δύση και τη στρατηγική διεύρυνσης του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, υπογράμμιζε ότι η διεύρυνση της Ε.Ε., καθώς και η δυτική υποστήριξη των δημοκρατικών κινημάτων στην Ουκρανία υπήρξαν αποφασιστικοί παράγοντες για τη ρωσική στρατιωτική επέμβαση. Θεώρησε μάλιστα πραξικόπημα την ανατροπή Γιανουκόβιτς το 2014 και έτσι δικαιολόγησε την αρπαγή της Κριμαίας προκειμένου αυτή να μην καταστεί νατοϊκή ναυτική βάση. Για τον Μερσχάιμερ, οι φιλελεύθερες αυταπάτες της Δύσης προκάλεσαν την αντίδραση του Πούτιν. Την κατέστησαν μια διεθνοπολιτική νομοτέλεια.
Όπως όλες οι μεγάλες θεωρητικές παραδόσεις στις διεθνείς σχέσεις, έτσι και ο πολιτικός ρεαλισμός –τον οποίο ασπάζονται οι υπογράφοντες αυτό το άρθρο– έχει μεγάλη επεξηγηματική αξία, αλλά υποφέρει και από αντιφάσεις. Το επιχείρημα λοιπόν που ερμηνεύει τη ρωσική στάση θεμελιώνεται σε μία μάλλον αδύναμη αναλυτικά και ιστορικά παραδοχή: [Οτι] η Μόσχα την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία το μόνο που ήθελε ήταν μια συμφωνία με το ΝΑΤΟ και δεν επιθυμούσε να ανασυγκροτήσει και να διευρύνει τις σφαίρες επιρροής της. Η παραδοχή αυτή, όμως, από μόνη της δεν εναρμονίζεται με τη βασική θεωρητική αφετηρία του «επιθετικού ρεαλισμού», που θεωρεί ότι οι μεγάλες δυνάμεις για να επιβιώσουν εξελίσσονται σε επιθετικούς και βίαιους μεγιστοποιητές ισχύος, που δεν συνεργάζονται όταν η συνεργασία αυξάνει την ισχύ των ανταγωνιστών τους. Ωστόσο, από τα πρώτα μεταψυχροπολεμικά χρόνια, η Μόσχα ασκούσε ηγεμονική πίεση στο εγγύς εξωτερικό της. Υπό αυτόν τον φόβο, άλλωστε, η πλειονότητα των μετασοβιετικών κρατών προσέτρεξε στη Δύση, ώστε μέσα από συνέργειες μαζί της να κοπεί εγκαίρως ο ομφάλιος λώρος με τη Μόσχα και έτσι να κατοχυρώσουν την ανεξαρτησία τους. Γνώριζαν πως όταν η τελευταία στεκόταν πάλι στα πόδια της, θα επιχειρούσε να τα ποδηγετήσει. Αλλωστε, τον Μάρτιο του 1992 που η Ρωσία ακρωτηρίασε τη Μολδαβία και δημιούργησε την Υπερδνειστερία ως de facto κράτος ή όταν ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Αμπχαζία την ίδια περίπου εποχή, δεν υπήρχε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ούτε ως συζήτηση.
Θα μπορούσαμε βέβαια να κατανοήσουμε τις ανησυχίες της Ρωσίας για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως, με το ιστορικό βάρος της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και της ιδεολογικής, αλλά κυρίως της στρατηγικής ήττας της ΕΣΣΔ, η σημερινή ηγεσία στη Μόσχα προσλαμβάνει τη διεύρυνση της Συμμαχίας με όρους απειλής και περικύκλωσης, δεδομένου ότι η στρατηγική κουλτούρα των Ρώσων έχει εδραιωθεί στην πεποίθηση ότι λόγω των τεράστιων φυσικών της συνόρων είναι ευάλωτη σε εισβολές από ανατολάς και δυσμάς. Όμως, όλη αυτή η συζήτηση λειτουργεί περισσότερο προσχηματικά ως άλλοθι παρά εδράζεται στην πραγματικότητα. Στην ουσία ουδείς απείλησε τη Ρωσία, ενώ αντιθέτως η Δύση προσπάθησε να την εντάξει στην αρχιτεκτονική ασφαλείας του μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Ηταν μάλλον η ανοχή που επέδειξε η Δύση προς τις ρωσικές επεμβάσεις στο «εγγύς εξωτερικό» της σε συνδυασμό με την άνοδο της Κίνας και τη σχετική παρακμή της Δύσης, που αποθράσυνε τη Ρωσία, παρά η διεύρυνση του ΝΑΤΟ.
Αυτή η θεώρηση εδράζεται σε μια σειρά από λόγους και γεγονότα:
Πρώτον, την εποχή της Γιάλτας ήταν μεν ηθικά προβληματικό αλλά ήταν απολύτως κατανοητό πολιτικά να επιτραπεί στη νικηφόρα Σοβιετική Ένωση να δημιουργήσει σφαίρες επιρροής. Το 1990 όμως, με όρους συσχετισμών ισχύος και γεωπολιτικής πραγματικότητας, ήταν αναμενόμενο για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να επιλέξουν να ενταχθούν στους νικητές του Ψυχρού Πολέμου.
Δεύτερον, είναι σαφές ότι η προοπτική νατοϊκής ένταξης της Ουκρανίας είχε εξανεμιστεί μετά το 2008, παρά τις προσπάθειες του Κιέβου να την αναβιώσει.
Τρίτον, η Ρωσία είχε ήδη εισβάλει και ακρωτηριάσει την Ουκρανία από το 2014 και διατηρούσε τον στρατιωτικό έλεγχο των περιοχών που είτε προσάρτησε, όπως η Κριμαία, είτε «αυτονόμησε», όπως μεγάλο μέρος του Ντονμπάς, στο οποίο οι ουκρανικές αρχές δεν ασκούσαν κανέναν έλεγχο. Εξάλλου, η ευθύνη της μη τήρησης των συμφωνιών του Μινσκ βαρύνει εξίσου τα δύο μέρη. Το κυριότερο όμως είναι ότι η Ρωσία δεν είχε να αντιμετωπίσει καμία ουσιαστική απειλή. Ήδη από τη δεκαετία του 1990 η Δύση συνέδραμε τη Ρωσία τόσο οικονομικά, με προγράμματα δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και με άμεσες ξένες επενδύσεις, όσο και στρατηγικά. Η ένταξη της Ρωσίας στον ΠΟΕ, στον ΟΟΣΑ, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο G8 (χωρίς να το δικαιολογεί το μέγεθος της οικονομίας της), η συμφωνία συνεργασίας και ασφάλειας ΝΑΤΟ – Ρωσίας το 1997, η ίδρυση του Συμβουλίου NATO – Ρωσίας το 2002 με την υπογραφή του Πούτιν έθεσε ένα πολύ ουσιαστικό πλαίσιο συνεργασίας και διαβούλευσης. Η Ουάσιγκτον και οι Ευρωπαίοι έκαναν αρκετά –χωρίς πάντως να εξαντλήσουν τα περιθώρια– για να εντάξουν τη Ρωσία στη μεταψυχροπολεμική αρχιτεκτονική. Αν υπήρχε εξαρχής σχέδιο αποκλεισμού της Ρωσίας και απώτερος στόχος αντιπαράθεσης, η Ευρώπη δεν θα είχε αφεθεί να εξαρτά την ενεργειακή της ασφάλεια από τη Μόσχα, τουλάχιστον από το 2005 και έπειτα, όταν ξέσπασε η πρώτη ενεργειακή κρίση Μόσχας – Κιέβου, παγώνοντας την Ευρώπη.
Τέταρτον, είναι αληθές ότι οι επεµβάσεις σε Ιράκ (2003) και Λιβύη (2011), η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου το 2008 και οι «έγχρωμες επαναστάσεις» που επιχείρησαν να εγκαθιδρύσουν φιλοαμερικανικά καθεστώτα σε Γεωργία και Ουκρανία το 2003 και 2004, καλλιέργησαν την πεποίθηση στον Πούτιν ότι οι δυτικοί εκμεταλλεύονται τις συνθήκες αδυναμίας της Μόσχας. Το συμπέρασμά του ήταν πως αφενός δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις προθέσεις των Δυτικών και αφετέρου πως πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να τους διχάσει – διαιρέσει. Από την άλλη, η Δύση ελάχιστα «ενόχλησε» τη Μόσχα όταν ισοπέδωνε την Τσετσενία ή όταν διαμέλιζε Μολδαβία και Γεωργία. Αλλά ακόμη και το 2014 στην Κριμαία, η αντίδραση της Δύσης κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατευναστική.
Πέμπτον, η Ρωσία παραμένει η μεγαλύτερη με όρους ποσότητας πυρηνική δύναμη. Διαθέτει πάνω από 6.000 πυρηνικές κεφαλές, προηγμένη βαλλιστική τεχνολογία, δυνατότητα δεύτερου και τρίτου πλήγματος, η πυρηνική τριάδα της είναι αρκετά σύγχρονη. Οι ΗΠΑ προσέφεραν πολλές φορές μια συμφωνία που θα απέκλειε τις Βαλτικές Χώρες από την εγκατάσταση βαλλιστικών πυραύλων. Το σίγουρο είναι πως με το πυρηνικό οπλοστάσιο που διαθέτει, άμεση απειλή για την ασφάλεια της Ρωσίας δεν υφίσταται από κανέναν. Αρα, είναι κυρίως η αναζήτηση επιρροής και ελέγχου του εγγύς περιβάλλοντος, παρά λόγοι ανασφάλειας που εξηγούν τις ενέργειες της Μόσχας.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Μερσχάιμερ διατύπωσε την άποψη ότι ο Πούτιν καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να κατακτήσει την Ουκρανία και να αναστήσει έτσι μια μεγάλη Ρωσία. Μόνο που αυτό δεν συνάδει με το διάγγελμα του τελευταίου στις 21.2.2022, τρεις ημέρες πριν από την εισβολή, σύμφωνα με το οποίο η Ουκρανία έχει χάσει το δικαίωμα να υφίσταται ως κυρίαρχη και ανεξάρτητη χώρα.
Η Ρωσία το 2008 εισέβαλε στη Γεωργία με πρόσχημα την προσπάθεια της τελευταίας να ανακαταλάβει τη Νότια Οσετία. Στην Ουκρανία όμως δεν υπήρξε αντίδραση σε κάποιο γεγονός, αλλά προσχεδιασμένη στρατηγική. Στο διάγγελμα στις 21.2.2022 ο Πούτιν προανήγγειλε τις επόμενες επιθετικές κινήσεις του. Προέβαλε το (τελείως αβάσιμο) επιχείρημα περί γενοκτονίας των ρωσόφωνων από τις ουκρανικές αρχές για να δικαιολογήσει τόσο την απόσχιση Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ και την αναγνώρισή τους ως κράτη, όσο και την εισβολή την οποία παρουσίασε ως συλλογική άμυνα. Αυτό επικαλέστηκε, ενώ τα περί ασφάλειας της Ρωσίας ενώπιον ενδεχόμενης ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ –που διαψεύστηκε– ήταν καταφανώς μια ακόμα πρόφαση. Η εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου είναι επεκτατικός πόλεμος. Με πόλεμο και εγκλήματα κατά αμάχων επιδιώκει να προσαρτήσει τις ρωσόφωνες περιοχές εις βάρος της ακεραιότητας της Ουκρανίας, ευθύνεται δε εξ ολοκλήρου για τη βάναυση παραβίαση του θεμελιώδους διεθνούς δικαίου και ακυρώνει ό,τι προσπάθησε το σύγχρονο διεθνές θεσμικό σύστημα να προλαμβάνει για να διατηρηθεί η διεθνής ειρήνη.
Για τον Μερσχάιμερ –και αυτό είναι ένα ακόμη αμφιλεγόμενο σημείο της επιχειρηματολογίας του– η Ρωσία είναι πιο σημαντική από την Ευρώπη. Είναι αυτή που μπορεί να βοηθήσει τις ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της ανόδου της Κίνας και όχι η Ευρώπη. Μια τέτοια θεώρηση παραβλέπει την κατανομή ισχύος. Η Ευρώπη είναι με κάθε κριτήριο και σε κάθε τομέα πιο ισχυρή από τη Μόσχα. Προφανώς μία ακόμη στενότερη σινορωσική προσέγγιση θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα για τις ΗΠΑ, αλλά αυτό μόνο αν θεωρηθεί –και πάλι– νομοτελειακή η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον – Πεκίνου. Σε κάθε περίπτωση η Ρωσία ως ελάσσων εταίρος της Κίνας μικρή επίδραση θα έχει σε αυτή τη δυναμική. Για τις ΗΠΑ στο πεδίο του Ινδοειρηνικού είναι απείρως περισσότερο σημαντική η Ινδία από τη Ρωσία.
Αλλά και από μια καθαρά ρεαλιστική οπτική, ο κερδισμένος της ρωσικής αντίδρασης δεν είναι η Μόσχα. Δεν έχει γίνει πιο ασφαλής. Δεν έχει κανένα απτό, γεωπολιτικό όφελος. Η επόμενη ημέρα τη βρίσκει πιο αδύναμη και τη Δύση πιο ενωμένη και πιο αποφασισμένη να βελτιώσει τους όρους ασφάλειάς της, υιοθετώντας ένα νέο δόγμα ανάσχεσης και περιορισμού της Μόσχας. Και σε μια συγκυρία που ο συσχετισμός ισχύος είναι συντριπτικός εις βάρος της. Σε αντίθεση με την εποχή του Ψυχρού Πολέμου όταν η ΕΣΣΔ απολάμβανε μια σχετική ισορροπία. Σύμφωνα με κάθε θεωρητική εκδοχή του πολιτικού ρεαλισμού, ο ανορθολογικός παίκτης είναι ο Πούτιν και όχι η Δύση. Είναι χαρακτηριστική η άποψη του Λόρενς Φρίντμαν, ότι η Ρωσία δεν μπορεί να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο όση βία και εάν ασκήσει. Στην ίδια τη χώρα, κανένας αξιόπιστος αναλυτής δεν πίστευε ότι ο Πούτιν θα επιλέξει τον πόλεμο, εφόσον ήλεγχε ήδη Κριμαία και Ντονμπάς. Δεν το πίστευαν, όχι γιατί δεν κατανοούν τη λογική μιας στρατιωτικής επέμβασης, αλλά ακριβώς για το αντίθετο. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για αυτό το ρίσκο και την αβεβαιότητα του πολέμου. Και ξέρουν ότι τουλάχιστον από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπάρχει πόλεμος που να τελείωσε θετικά για αυτόν που τον ξεκίνησε – με την εξαίρεση απελευθερωτικών και αντιαποικιακών εξεγέρσεων. Γι’ αυτό και οι ρεαλιστές παρότι πιστεύουν ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να εξοβελιστεί από τη διεθνή πολιτική, θεωρούν ότι τα κράτη δεν είναι ανίκανα για συλλογική μάθηση. Εντέλει, η ρωσική ηγεσία επιχείρησε να μετατρέψει μια δια-περιφερειακή υπερδύναμη σε παγκόσμια και απέτυχε παταγωδώς. Τώρα, σε ένα ακόμη πιο ρευστό περιβάλλον, θα αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα.
* Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος (ε.α) Π.Ν., πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής IGA και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος