ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Μια βαθιά «πληγή» για τα Βαλκάνια

Στην πρώην Γιουγκοσλαβία η βαρβαρότητα του πολέμου και τα εθνικά μίση συντηρούν ακόμη στους ανθρώπους την καχυποψία και την ανασφάλεια

Σταύρος Τζίμας

Η Γιουγκοσλαβία αλλά και η Αλβανία, παρήγαγαν επί εποχής «σοσιαλισμού», όπλα σε αφθονία και όταν άνοιξαν τις αποθήκες πλημμύρισαν τα Βαλκάνια.

Την αρχή έκανε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, όταν με την έναρξη της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, διαβλέποντας την δημιουργία πλέον εθνικών κρατών, όπλισε τους ομοεθνείς του στην Βοσνία και την Κροατία, ώστε να αρχίσουν τον ένοπλο αγώνα προς υλοποίηση του δόγματος «όλοι οι Σέρβοι σε μια Σερβία», με το οποίο πορεύτηκε στην κρίση της ομοσπονδίας.

Σχεδόν όλοι ήθελαν να έχουν στο σπίτι ένα όπλο – ο πατέρας του μαθητή που σκότωσε τους συμμαθητές του είχε πέντε (!).

Το (σερβικό πλέον) Βελιγράδι, δεδομένου ότι ο κρατικός σερβικός στρατός δεν ενεπλάκη επισήμως στον πόλεμο, όπλιζε απλόχερα τις ένοπλες παραστρατιωτικές οργανώσεις, που συγκροτούσαν οι πάσης φύσεως εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου ή φανατικοί εθνικιστές, στο όνομα της υπεράσπισης των «ιερών και οσίων» του έθνους, στις όμορες δημοκρατίες.

«Ηγέτες», όπως ο διαβόητος Αρκάν, ο Κάπτεν Ντράγκαν, ο Σέσελι, κ.α, εκτός από το να σφάζουν στα χωριά αμάχους, επιδίδονταν σε λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων με τα οποία τροφοδοτούσαν τις ελεγχόμενες από τους ίδιους συμμορίες, που έκαναν για λογαριασμό τους μεγάλες δουλειές.

Θυμάμαι, στις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν «τρέχαμε» για την κάλυψη των πολεμικών επιχειρήσεων, στο Βελιγράδι, με διακόσια μάρκα αγόραζες ένα ολοκαίνουργιο πιστόλι Ζάσταβα και με πεντακόσια ένα αστραφτερό γιουγκοσλαβικό καλάσνικοφ.

Μόνο σε υπαίθρια τραπεζάκια στον κεντρικό δρόμο της «Κνεζα Μιχαήλοβα», δεν έβρισκες όπλα προς πώληση, γιατί στα γύρω στενά, οι μαφιόζοι σου εξασφάλιζαν ό,τι επιθυμούσες, από πιστόλι και καλάσνικοφ, μέχρι μπαζούκας και χειροβομβίδες.

Τις νύχτες στο Βελιγράδι, γινόταν κανονικός πόλεμος μεταξύ των συμμοριών, ενώ το εργοστάσιο παραγωγής όπλων και πυρομαχικών στο Κραγκούγεβατς εξασφάλιζε – δουλεύει ακόμα και σήμερα κατασκευάζοντας όπλα τα οποία εξάγει η Σερβία – την επάρκεια όχι μόνο για τους παραστρατιωτικούς πολέμαρχους αλλά και για το λαθρεμπόριο που βεβαίως επεκτεινόταν, σε άψογη συνεργασία και στις άλλες εμπόλεμες περιοχές!

Παρόμοια εικόνα, ειδικά γύρω από το λαθρεμπόριο, ως προς την διακίνηση όπλων καταγραφόταν και στην πλευρά των Κροατών αλλά και των μουσουλμάνων, που κυρίως τα προμηθεύονταν από την Δύση και την παράνομη αγορά και βεβαίως, όπλιζαν τις δικές τους παραστρατιωτικές ομάδες.

Ετσι, όταν μετά το 1995 οι εχθροπραξίες ουσιαστικά έπαψαν, εκατομμύρια όπλα βρέθηκαν στα χέρια συμμοριών που τα έβγαλαν στο «παζάρι» ή και πολιτών που τα έκρυβαν για «ώρα ανάγκης», καθώς ο φόβος ενός νέου γύρου εθνοτικών συγκρούσεων δεν έλλειψε.

Σε συνθήκες «ειρήνης» έκτοτε, ο πλήρης «αφοπλισμός» – παρά τις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας που φοβόταν ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει μια «βόμβα» στα θεμέλια της εύθραυστης ειρήνης – δεν κατέστη δυνατός στις χώρες της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας. Μεγάλες ποσότητες είχαν ήδη διοχετευθεί στο λαθρεμπόριο και τα υπόλοιπα παρέμεναν κρυμμένα στα «σεντούκια» και τα υπόγεια των σπιτιών.

Σχεδόν όλοι ήθελαν να έχουν στο σπίτι ένα όπλο – ο πατέρας του μαθητή που σκότωσε τους συμμαθητές του είχε πέντε (!) – «γιατί έχει και ο γείτονας» και βεβαίως οι ουκ ολίγοι μαφιόζοι για «επιχειρησιακούς λόγους».

Ωσάν να μην έφταναν οι «κρουνοί» της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ήρθε και το αλβανικό τσουνάμι, του 1997, για να «υπερχειλίσει» με όπλα την αγορά όχι μόνο των Βαλκανίων, αλλά και της μισής Ευρώπης.

Ο Ενβερ Χοτζα, μέσα στην παράνοια του περί εχθρικής περικύκλωσης, παρήγαγε μαζικά σε εργοστάσια όπως το Μπεράτι και τον αλβανικό βορρά, τεράστιες ποσότητες όπλων, εκρηκτικών τα όποια αποθήκευε σε κρύπτες μέσα στα βουνά και τις χαράδρες, ενώ εκπαίδευε όλους – γυναίκες και άντρες – στη χρήση τους.

Οταν όμως τον Μάρτιο του 1997 το κράτος κατέρρευσε, υπό το βάρος του σκανδάλου των πυραμίδων, οι Αλβανοί λεηλάτησαν τις αποθήκες και άρπαξαν γύρω στο ένα εκατομμύριο όπλα, όλων των διαμετρημάτων, από τα οποία ελάχιστα μαζεύτηκαν αργότερα, σε μια εκστρατεία πειθούς από πλευράς του διεθνούς παράγοντα, να αποτραπεί η ροή προς το εξωτερικό.

Η μεγάλη πλειονότητα είτε πρόλαβε και διοχετεύτηκε στην διεθνή αγορά, με μεγαλύτερο «πελάτη», καθώς λέγεται, λόγω εύκολης μεταφοράς, την Ελλάδα και τις συμμορίες της, είτε παραμένει στην κατοχή των πολιτών που ουκ ολίγες φορές, όπως και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τα χρησιμοποιούν για «επίλυση» των διαφορών τους ή για να σκοτώσουν αθώους ανθρώπους, όπως εν προκειμένω στην Σερβία.

Ενας Αλβανός οπλαρχηγός του 19ου αιώνα, ο Ισά Μπολετίνι, είχε πει πως «ο Αλβανός δεν αποχωρίζεται πότε το όπλο του» και φαίνεται ότι αυτή η «κουλτούρα» δεν έχει εκλείψει ακόμα και σήμερα αν κρίνει κανείς από την εκτεταμένη οπλοκατοχή στην κοινωνία.

Στην πρώην Γιουγκοσλαβία η βαρβαρότητα του πολέμου και τα εθνικά μίση συντηρούν ακόμη στους ανθρώπους την καχυποψία και την ανασφάλεια και πιθανότατα αισθάνονται (αυτό)προστατευμένοι έχοντας ένα ή και περισσότερα όπλα στο σπίτι τους. Εκείνο που σίγουρα κερδίζει είναι το λαθρεμπόριο.

Στο ερώτημα γιατί το κράτος, η πολιτική εξουσία δεν ξεριζώνουν αυτό το επικίνδυνο φαινόμενο, μια απάντηση που συνήθως δίνουν ψύχραιμες φωνές είναι ότι δεν μπορούν να το κάνουν «διότι το ίδιο το λαθρεμπόριο που θησαυρίζει από τις πωλήσεις όπλων, έχει αγκαλιάσει σφιχτά και τις ίδιες τις δομές τους».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση