Kathimerini.gr
Τάσος Ντάφλος
Καθώς η έξαρση των κρουσμάτων που προκάλεσε η άκρως μεταδοτική παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού, εμφανίζει σημάδια υποχώρησης, η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς προχωρούν με γοργούς ρυθμούς προς τη χαλάρωση ή/και άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στον –εξαντλημένο πλέον – πληθυσμό.
Ανάμεσα στις χώρες αυτές είναι και η Ελλάδα, όπου η Επιτροπή των Ειδικών, η οποία συνεδρίασε σήμερα, είπε «ναι» στην αύξηση της πληρότητας στα γήπεδα, σε όρθιους στη διασκέδαση καθώς και στις σχολικές εκδρομές.
Σε ό,τι αφορά την υπόλοιπη Ευρώπη, η Σουηδία, η Δανία και η Νορβηγία έχουν άρει σχεδόν όλους τους περιορισμούς κατά του κορωνοϊού, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να κάνει το ίδιο εντός του μήνα, καταργώντας ακόμη και το μέτρο της υποχρεωτικής καραντίνας μετά από θετικό τεστ Covid.
Επιπλέον, στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο αριθμός των θανάτων από Covid παραμένει υψηλός και τα νοσοκομεία συνεχίζουν να είναι γεμάτα, δέκα κυβερνήτες – πολλοί από τους οποίους είναι γνωστοί για την προσεκτική τους προσέγγιση απέναντι στην πανδημία – ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα την άμεση ή επικείμενη άρση του μέτρου για υποχρεωτική χρήση μάσκας στα σχολεία ή σε όλους τους εσωτερικούς χώρους.
Στο πλαίσιο αυτό, ο CEO της εταιρείας Moderna, Στεφάν Μπανσέλ, εμφανίστηκε αισιόδοξος πως βαίνουμε προς την τελική φάση της πανδημίας. Μιλώντας στο CNBC, ανέφερε πως η εκτίμηση ότι η πανδημία βρίσκεται στα τελευταία της στάδια μπορεί να θεωρηθεί «λογική».
Πολλές από αυτές τις αποφάσεις αποτελούν μέρος της αντίληψης ότι είναι πια καιρός να μάθουμε «να ζούμε μαζί με τη νόσο» και να αντιμετωπίζουμε τον κορωνοϊό ως ενδημικό – δηλαδή ως άλλο ένα παθογόνο που θα κυκλοφορεί πλέον ανάμεσά μας όπως οι ιοί του κρυολογήματος και η γρίπη.
Ωστόσο, οι πολιτικοί και οι υγειονομικοί αξιωματούχοι εμφανίζονται συχνά διχασμένοι σχετικά με το αν η πανδημία πλησιάζει στην ενδημική φάση της, με κάποιους επιστήμονες μάλιστα να κάνουν λόγο και για «ψευδαίσθηση ενδημικότητας».
Πόσο ικανοί είμαστε, τελικά, να ζούμε με τον ιό;
Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί εν μέρει, εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η «εργαλειοθήκη» μας για τη διαχείριση της πανδημίας έχει πλέον γεμίσει.
Όταν ξέσπασε για πρώτη φορά αυτή η υγειονομική κρίση, δεν διαθέταμε κανένα ισχυρό όπλο κατά του κορωνοϊού. Τώρα, όμως, υπάρχουν τα εμβόλια, τα self-test, τα αντιικά φάρμακα και οι θεραπείες αντισωμάτων.
Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, μας θωρακίζει το καθένα από αυτά;
Εμβόλια
Σύμφωνα με τη Washington Post, τα εμβόλια θεωρούνταν αρχικά ως η “γραμμή τερματισμού” της πανδημίας, ο διακόπτης που θα πατούσαμε και θα επιστρέφαμε στην κανονικότητα, καθώς όσοι ήταν ευάλωτοι στον ιό θα αποκτούσαν πλέον ανοσία.
Παρ’ όλο όμως που δεν σήμαναν το τέλος της πανδημίας, τα εμβόλια παραμένουν ισχυρά καθώς «μαθαίνουν» στο ανοσοποιητικό μας να αναγνωρίζει και να εξουδετερώνει τον ιό.
Εάν ένα άτομο εκτεθεί στον κορωνοϊό, τα αντισώματα που τον «μπλοκάρουν», μπορούν και να τον εμποδίσουν από το να μολύνει τα κύτταρα. Άλλα ανοσιακά κύτταρα – τα κύτταρα «Τ» – μπορούν να σκοτώσουν τα μολυσμένα κύτταρα. Επιπλέον, τα Β-κύτταρα μνήμης έχουν τη δυνατότητα να «θυμούνται» τον ιό και να επιστρατεύσουν τα αντισώματα που μπορούν να τον πολεμήσουν.
Παρά τα άκρως σημαντικά οφέλη τους, ωστόσο, τα εμβόλια έχουν και ορισμένους περιορισμούς. Για παράδειγμα, η ανοσία που προσφέρουν μπορεί να φθίνει με το πέρασμα του χρόνου, ενώ νέες παραλλαγές του ιού μπορεί ως ένα βαθμό να διαφεύγουν της προστασίας που μας παρέχουν, με αποτέλεσμα να καταγράφονται μολύνσεις και σε εμβολιασμένα άτομα.
Το γεγονός αυτό έχει αποτελέσει κίνητρο για τους επιστήμονες να εργαστούν ακόμη πιο εντατικά για την ανάπτυξη εμβολίων που θα προσφέρουν ισχυρή προστασία και σε ακόμη πιο μακροπρόθεσμο στάδιο. Επιπλέον, τα εμβόλια σε μορφή ρινικού σπρέι ίσως να είναι πιο αποτελεσματικά από τα υπάρχοντα εμβόλια στο να αποτρέπουν τη μόλυνση και κατ’ επέκταση τη μετάδοση του κορωνοϊού.
Πάντως, τα σκευάσματα που είναι διαθέσιμα προσφέρουν τη βέλτιστη προστασία κατά του κινδύνου νοσηλείας και θανάτου, ενώ βρίσκονται υπό ανάπτυξη και εμβόλια που θα μας θωρακίζουν απέναντι στις παραλλαγές του ιού και θα μπορούν ακόμη και να εμποδίσουν τυχόν νέους κορωνοϊούς από το να πυροδοτήσουν νέες πανδημίες στο μέλλον.
Self-tests
Πριν ξεσπάσει η πανδημία της Covid-19, τα άτομα που εμφάνιζαν συμπτώματα κρυολογήματος δεν έκαναν τεστ προκειμένου να διαπιστώσουν ποιος ήταν ο ιός που τους τα προκάλεσε.
Η τρέχουσα υγειονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα να γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας η τακτική διενέργεια τεστ, με πολλούς ειδικούς μάλιστα να θεωρούν πως δεν πρόκειται για προσωρινές αλλαγές.
Τα τεστ μπορούν να διενεργηθούν και από εμάς τους ίδιους στο σπίτι (self-tests), ως ένας αποτελεσματικός και εύκολος τρόπος εντοπισμού ενεργών μολύνσεων.
Αυτό επιτρέπει σε άτομα που είναι θετικά στην Covid, να ειδοποιήσουν τα άτομα με τα οποία έχουν έρθει σε επαφή καθώς και να αναζητήσουν εγκαίρως θεραπεία.
Αντιικά φάρμακα
Τα πρώτα αντιικά χάπια κατά της Covid είναι πλέον διαθέσιμα και χορηγούνται μέσω αγωγής πέντε ημερών, μειώνοντας σημαντικά τον κίνδυνο να καταλήξει κάποιος στο νοσοκομείο.
Μέχρι στιγμής, τα χάπια αυτά φαίνεται να βοηθούν μόνο τα άτομα που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο λόγω ηλικίας ή άλλων παραγόντων. Ωστόσο, οι εταιρείες πραγματοποιούν δοκιμές σχετικά με το κατά πόσο μπορούν να μειώσουν τη διάρκεια της νόσου ή να περιορίσουν τα συμπτώματα και σε άτομα, για τα οποία ο κίνδυνος είναι μικρότερος.
Τα χάπια αυτά θα μπορούσαν επίσης να χορηγηθούν και σε άτομα που είναι γνωστό ότι έχουν εκτεθεί στον ιό, εάν αποδειχθούν αποτελεσματικά και για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει στον περιορισμό της μετάδοσης εντός των σπιτιών, των κέντρων φροντίδας και των χώρων εργασίας.
Πολλοί ειδικοί πιστεύουν πως ένα μόνο φάρμακο δεν θα είναι αρκετό για την αντιμετώπιση των μολύνσεων. Ο συνδυασμός των φαρμάκων αυτών ή η χορήγηση άλλων που χρησιμοποιούν διαφορετικούς μηχανισμούς προστασίας, θα μπορούσαν να προσφέρουν θωράκιση απέναντι στον κίνδυνο να αναπτύξει αντιστάσεις ο ιός.
Η Pfizer και η Merck ανήκουν στις εταιρείες που έχουν αναπτύξει αντιικά χάπια κατά της Covid. Η Pfizer, μάλιστα, εργάζεται ήδη για την ανάπτυξη ενός χαπιού δεύτερης-γενιάς που θα μπορούσε να δρα αποτελεσματικά απέναντι σε πολλούς κορωνοϊούς.
Αντισώματα
Μπορεί κανείς να περιγράψει τα αντισώματα ως «μαχητές κατά των ιών» που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα αφότου εκτεθεί σε έναν ιό ή ένα εμβόλιο.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι η εργαστηριακή εκδοχή εκείνων των πρωτεϊνών που το σχήμα τους θυμίζει το γράμμα «Υ» και χρησιμεύουν στην ουσία σαν «πολεμιστές» που υπερασπίζονται το ανοσοποιητικό μας. Αυτά τα φάρμακα χορηγούνται συνήθως μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης ή ένεσης.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία ενός μολυσμένου ασθενή, ενώ θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιηθούν για την προστασία ενός ατόμου που έχει εκτεθεί στον ιό.
Κάποια από αυτά είναι σχεδιασμένα να παραμένουν στον οργανισμό για αρκετό διάστημα – παρέχοντας προστασία σε άτομα που ο οργανισμός τους δεν ανταποκρίνεται στα εμβόλια, όπως κάποιοι καρκινοπαθείς ή ανοσοκατεσταλμένοι.
Καθώς ο ιός εξελίσσεται, ωστόσο, αναπτύσσει και μεγαλύτερη αντίσταση στα μονοκλωνικά αντισώματα. Η παραλλαγή Όμικρον, για παράδειγμα, μπορεί να διαφύγει της δράσης δύο βασικών φαρμάκων που είχαν αποτελέσει σημαντικό μέσο θεραπείας κατά το περασμένο έτος.
Γιατί οι ειδικοί μιλούν για «ψευδαίσθηση ενδημικότητας»;
Αφού λοιπόν το «οπλοστάσιό» μας κατά της Covid έχει πλέον ενισχυθεί, ποιοι είναι οι λόγοι που πολλοί ειδικοί παραμένουν επιφυλακτικοί σε ό,τι αφορά την άρση μέτρων κατά του ιού και την αντιμετώπιση του ως «ενδημικού»;
Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η νέα αυτή προσέγγιση «διαβρώνει» την πολιτική των κυβερνήσεων για παρακολούθηση και διαχείριση της πανδημίας – με κίνδυνο πολλές χώρες να ακολουθήσουν μια τυφλή πορεία και να μείνουν απροετοίμαστες για την πιθανή εμφάνιση νέων παραλλαγών του ιού.
«Ψευδαίσθηση ενδημικότητας είναι ο όρος που το περιγράφει καλύτερα», δήλωσε στο Science ο Κρίστιαν Άντερσεν, Δανός ειδικός στον τομέα των μολυσματικών ασθενειών στο ερευνητικό κέντρο Scripps, ο οποίος έχει επικρίνει έντονα τις πρόσφατες αποφάσεις της χώρας του σε ό,τι αφορά την πανδημία, μεταξύ των οποίων και μια ανακοίνωση ότι η Covid-19 δεν θα κατηγοριοποιείται πλέον ως «επικίνδυνη για την κοινωνία ασθένεια» παρόλο που συνεχίζουν να αυξάνονται οι θάνατοι και οι νοσηλείες στη χώρα.
Για να γίνει μια ασθένεια ενδημική, πρέπει να περάσει μια μεταβατική διαδικασία, η οποία διαρκεί για μεγάλο διάστημα. Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που καθιστούν «ενδημικό» ένα παθογόνο, όπως π.χ. το πόσο ευάλωτος είναι ο πληθυσμός σε αυτό, οι αλλαγές στη συμπεριφορά των ανθρώπων που ίσως επηρεάσουν τη μετάδοσή του καθώς και ο βαθμός στον οποίο μεταβάλλεται ο ίδιος ο μικροοργανισμός.
Ωστόσο, οι επιδημιολόγοι και οι υγειονομικοί αξιωματούχοι δεν συμφωνούν πάντα σε ό,τι αφορά τον ορισμό της λέξης «ενδημικότητα».
Σε γενικές γραμμές, μια ασθένεια που είναι ενδημική χαρακτηρίζεται από προβλέψιμα «μοτίβα» εκδήλωσης κρουσμάτων, είτε αυτό σημαίνει ότι είναι εποχιακή ή ότι παρουσιάζει μια σταθερή γεωγραφική εξάπλωση, αναφέρει στην ιστοσελίδα Changing America η επιδημιολόγος Ντελιβέτ Κάστορ από το τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια. «Πρέπει να αποφασίσουμε ποιο επίπεδο κρουσμάτων θεωρείται αποδεκτό, προκειμένου να τη χαρακτηρίσουμε ως ενδημική ασθένεια», προσθέτει.
Οι ειδικοί διαφωνούν σχετικά με το πώς θα είναι ο κόσμος μετά την Όμικρον. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι κανένας μας δεν έχει μια κρυστάλλινη σφαίρα που προβλέπει το μέλλον. Ένα μόνο είναι ξεκάθαρο: Ο κόσμος μετά την Covid δεν θα μοιάζει με το πώς ήταν πριν από αυτήν, τουλάχιστον από την άποψη ότι πλέον διαθέτουμε εμβόλια, φάρμακα, θεραπείες και τεστ.
Και παρ’ όλο που κανένα από τα υπάρχοντα «όπλα» κατά της Covid δεν αποτελεί το υπέρτατο κλειδί της εξόδου από την πανδημία, όλα μαζί μπορούν να καταστήσουν τον ιό έναν πιο διαχειρίσιμο κίνδυνο, επιτρέποντάς μας να αγκαλιάσουμε ξανά τους δικούς μας ανθρώπους, να βγαίνουμε πιο συχνά έξω με τους φίλους μας και να ταξιδεύουμε με λιγότερο φόβο.