Kathimerini.gr
Ο πρόεδρος Ερντογάν ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι κρίσεις μπορούν να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Οι Τούρκοι, άλλωστε, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα τους, αλλά επενδύοντας και στην παρουσία τους σε διαφορά μέτωπα της ευρύτερης περιοχής, αναζητούν στις περισσότερες κρίσεις (στις οποίες έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη συμβολή) ρόλο και λόγο.
Και έχουν καταφέρει να έχουν θέση στο τραπέζι των διαβουλεύσεων σε Λιβύη, Συρία και Καύκασο, κυρίως γιατί δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα και εργαλεία που έχουν στη διάθεση τους (μισθοφόρους, ερείσματα σε τοπικές κυβερνήσεις/πληθυσμό, πληροφορίες μέσω των καναλιών της MIT, οικονομική και τεχνική βοήθεια, κ.α.) σε περιφρόνηση διεθνών οργανισμών και κανόνων.
Μπορεί, λοιπόν, αρχικά να κατακρίνονται και να καταδικάζονται οι μέθοδοι της Άγκυρας, αλλά εν συνέχεια δεν μπορούν οι υπόλοιποι δρώντες να τη θέσουν εκτός, γιατί έχει φροντίσει να αποκτήσει χρησιμότητες, τις οποίες εξαργυρώνει επί του διπλωματικού πεδίου. Είναι χαρακτηριστική η στάση/απάντηση των ΗΠΑ όταν αντιδράσαμε για το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, μεταφέροντας μας ότι η Τουρκία τους παρείχε το 70% των πληροφοριών που αφορούσαν στη Λιβύη αλλά και στον ρόλο της Ρωσίας, όπου δυτικοί κύκλοι θεωρούν ότι μετριάζεται από την τουρκική εμπλοκή.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η Τουρκία κράτησε εξαρχής τις ισορροπίες. Και ναι μεν η εκτίμηση είναι ότι αυτό αργότερα κινδυνεύει να της γυρίσει μπούμερανγκ, εντούτοις, για την ώρα της δίνει τη δυνατότητα να ελίσσεται και να «πουλάει» τις καλές της υπηρεσίες εκατέρωθεν. Το κλείσιμο των Στενών έγινε με χαρακτηριστική καθυστέρηση για να ικανοποιηθεί μεν η Δύση, αλλά να μη θιγεί και η Ρωσία, γιατί δεν επηρεάζεται πλέον επιχειρησιακά. Η Άγκυρα καταδίκασε απερίφραστα τις ενέργειες της Μόσχας, όμως, δεν έχει αποκαλέσει εισβολή τις επιχειρήσεις της αλλά επίθεση.
Ο Καλίν μόλις σήμερα μίλησε για παράλογα αιτήματα της Ρωσίας (ενδιαφέρον ότι σε αυτά έχει ονομαστικά συμπεριλάβει την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας), ωστόσο, δεν συντάσσεται ούτε καν λεκτικά με τους νατοϊκούς της εταίρους, απορρίπτοντας την ιδέα της απομόνωσης της Ρωσίας. Έτσι, η Τουρκία επαναφέρει την πρόταση, που είχε διατυπώσει καιρό πριν ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες, για διαμεσολάβησή της στην κρίση Μόσχας-Κιέβου. Δίνει σάρκα και οστά στην πρόταση της, επιδιώκοντας συνάντηση των υπουργών εξωτερικών των δύο χωρών στο Φόρουμ Διπλωματίας στην Αττάλεια μεταξύ 11 και 13 Μαρτίου.
Ανεξάρτητα από την έκβαση, εφόσον είναι άγνωστο αν θα είναι δόκιμες οι συνθήκες για να βρεθούν ο Λαβρώφ με τον Κουλέμπα, η Άγκυρα επιχειρεί να επανακάμψει, με την ανάληψη μίας πρωτοβουλίας φαινομενικά καταδικασμένης σε αποτυχία και οπωσδήποτε αταίριαστης με τις πρακτικές (καταναγκασμού και απειλών) και την εικόνα της (παραβάτης ψηφισμάτων και εμπάργκο ΟΗΕ, κατοχική δύναμη). Έχει, παρόλα αυτά, πολλά ακόμη βήματα να διανύσει η τουρκική ηγεσία για να αποκαταστήσει και σε πολύ σχετικό βαθμό τη χαμένη της αξιοπιστία. Και ένα από αυτά, που θα πρέπει να αναδείξει μεθοδικά η ελληνική πλευρά, είναι ο επιθετικός αναθεωρητισμός της. Όσο αυτός βρίσκεται στο προσκήνιο, η Άγκυρα θα παραμένει μία αντικανονική, ανεύθυνη, απρόβλεπτη για τους συμμάχους της και ικανή για όλα χώρα.
Πάντως, η (πρόσκαιρη;) επιτυχία της Τουρκίας συνίσταται στο ότι δίνει την εικόνα του σχετικά προσανατολισμένου στις συμβατικές υποχρεώσεις δυτικού εταίρου, και έχοντας παράσχει drones στους Ουκρανούς σε ανύποπτο χρόνο δεν αμφισβητείται η θετική της επίδραση υπέρ του Κιέβου, ωστόσο, δεν συμμετέχει στις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, «σπάζοντας» το μέτωπο σε βάρος της τελευταίας. Τόσο γιατί δεν το αντέχει η οικονομία της όσο και για να πιστοποιήσει τη διαφορετικότητά και την ανεξαρτησία της πολιτικής της, κάτι που αρέσει πολύ στον Πούτιν.
Η στάση του Ερντογάν έχει την ανοχή της Δύσης, ίσως γιατί τον χρειάζεται ως δίαυλο επικοινωνίας με τον Πούτιν, ενδεχομένως γιατί η Τουρκία έχει ρίξει τους τόνους και προσπαθεί να βρει ένα modus operandi με συμμάχους των ΗΠΑ, όπως το Ισραήλ, και δεν επιθυμούν να χαλάσει το κλίμα μαζί της ή ακόμη και γιατί δεν υπάρχει πίστη στους δυτικούς κύκλους ότι η τουρκική παρέμβαση θα είναι καταλυτική. Ας σημειώσουμε ότι το Ισραήλ αποτελεί μία πιο φερέγγυα λύση ως κανάλι επαφής της Δύσης με τον Πούτιν, εντούτοις, στην εξίσωση υπεισέρχεται και η νέα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που λίγο πριν την ολοκλήρωσή την τορπίλισε η Μόσχα.
Το πρόβλημα για την Τουρκία θα προκύψει εφόσον μεγαλώσει το ρήγμα στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας, γιατί η στάση του Πόντιου Πιλάτου θα δοκιμαστεί σοβαρά, μιας και οι δυτικοί δεν εμπιστεύονται τον Ερντογάν και τις προθέσεις του. Και η ουκρανική κρίση, εφόσον δεν αποσοβηθεί έγκαιρα, θα έχει προκύψει σε μία ακατάλληλη στιγμή, πάνω που η Τουρκία επιχειρούσε την προσέγγιση με τη Δύση, ειδικότερα με την Ουάσιγκτον.
Αν, λοιπόν, χρειαστεί να δώσει διαπιστευτήρια καλής διαγωγής σε συνθήκες παρατεταμένης κρίσης, θα πρέπει να το κάνει χωρίς αστερίσκους. Και από τη στιγμή που η Ρωσία πρόκειται να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα, θα κριθεί η προσήλωση της Άγκυρας στο ΝΑΤΟ. Κρατώ την προ ετών αποστροφή έμπειρου Τούρκου διπλωμάτη ότι στη Μαύρη Θάλασσα έχουν λόγο μόνο οι Ρώσοι και οι Τούρκοι και καμία άλλη δύναμη ή οργανισμός.
* Κωνσταντίνος Φίλης, Διευθυντής IGA και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλους το βιβλίο του «Διεκδικητικός Πατριωτισμός. Ανατομία μίας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ».