Η νίκη της Δεξιάς στις χθεσινές εκλογές στην Ιταλία είχε προαναγγελθεί τόσο καθαρά από τις δημοσκοπήσεις (και τον «σφυγμό» της κοινής γνώμης) που η επόμενη μέρα προδιαγράφεται το ίδιο υποτονική όπως όλες οι προηγούμενες.
Σημάδι της υποτονικότητας το ρεκόρ αποχής: 36% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου έμειναν στο σπίτι τους, έναντι 27% το 2018.
Όπως αναμενόταν, ο συνασπισμός της Κεντροδεξιάς επικράτησε καθαρά (43,9%) έναντι εκείνου της Κεντροαριστεράς (26,5%), χωρίς πάντως να κερδίζει τα δύο τρίτα των εδρών που θα του επέτρεπαν να αλλάξει το Σύνταγμα, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι στιγμής.
Όπως μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι πρώτοι που συνεχάρησαν τους νικητές ήταν οι πρωθυπουργοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Σε επίπεδο κομμάτων, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι (26,3%) άφησαν σε απόσταση το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (19,3%). Στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς, η λεπενική (και φιλοπουτινική) Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι καταποντίστηκε (8,9%), η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκράτησε τον κύριο όγκο των δυνάμεών της (8,0%). Εκτός των δύο συνασπισμών, το Κίνημα Πέντε Αστέρων υπό την ηγεσία του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε ξεπέρασε τις προσδοκίες (15%), ενώ το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε Τρίτο Πόλο έμεινε τέταρτο (7,8%).
Στις μονοεδρικές περιφέρειες (λίγο πάνω από το ένα τρίτο όλων των εδρών), ο χάρτης βάφτηκε μπλε, με λίγες κόκκινες νησίδες στην Εμίλια-Ρομάνια και στην Τοσκάνη, και ακόμη πιο λίγες κίτρινες (Κ5Α) στην Απουλία και στην Καμπανία.
Στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, όπου βουλευτές και γερουσιαστές εκλέγονται με απλή αναλογική (εάν το κόμμα τους περάσει το 3%), η εκλογική γεωγραφία παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, η Κεντροδεξιά (34%) ηττήθηκε από την Κεντροαριστερά (38%), ενώ οι Καλέντα-Ρέντσι διπλασίασαν το εθνικό ποσοστό τους (16%). Αντίθετα, 770 χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Νάπολι, όπου οι βασικοί εργοδότες είναι το Δημόσιο και η Καμόρρα, η Κεντροδεξιά έμεινε στο 21% και η Κεντροαριστερά στο 24%, ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων θριάμβευσε (43%). Το μυστικό της δημοτικότητας του Κόντε, τον οποίο οι Ναπολιτάνοι υποδέχθηκαν περίπου σαν να ήταν ο μικρός αδελφός του Μαραντόνα, είναι το λαοφιλές «Εισόδημα του Πολίτη», που δίνει μέχρι 780 ευρώ το μήνα σε όσους δεν διαθέτουν (δηλωμένα) εισοδήματα. Ο σοφός Μάριο Ντράγκι είχε αναγνωρίσει ότι το «Εισόδημα του Πολίτη» συνιστούσε βήμα εξευρωπαϊσμού της ιταλικής πολιτικής κατά της φτώχειας, επέμενε όμως ότι έχρηζε επείγοντος ανασχεδιασμού. Μια τέτοια διάκριση παραείναι λεπτή για την Κεντροδεξιά, που έχει υποσχεθεί ότι θα το καταργήσει.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Federico Fubini, οικονομικού συντάκτη της Corriere della sera, το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά την παρακμή της μεσαίας τάξης σε μια στάσιμη οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ τόνωσε την αξία των περιουσιακών στοιχείων, και κατά συνέπεια τα εισοδήματα όσων διαθέτουν περιουσία, κινητή και ακίνητη. Στην άλλη άκρη της εισοδηματικής κατανομής, το «Εισόδημα του Πολίτη» βελτίωσε τη θέση των φτωχών. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω. Η παρακμή της μεσαίας τάξης συμπαρέσυρε το Κέντρο, η κοινωνική πόλωση ενίσχυσε την εκλογική.
Τι θα γίνει τώρα; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, που όταν γίνει πρωθυπουργός θα είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας. (Στο νεαρόν της ηλικίας την είχει ξεπεράσει ο Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος το 2014 ήταν 39 ετών.)
Κατά τα άλλα, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 2018, όταν κυβέρνηση είχαν σχηματίσει η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα είχε αναγκαστεί να βάλει βέτο στην επιλογή για τη θέση του υπουργού οικονομικών ενός οπαδού της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τις εξελίξεις: το περιθώριο κινδύνου (spread) στα ιταλικά ομόλογα έχει ήδη αυξηθεί, και δεν προβλέπεται να αυξηθεί άλλο βραχυπρόθεσμα. Σε λίγους μήνες όμως, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να εκχωρεί ομόλογα, το δυσθεώρητο χρέος της Ιταλίας (2 τρις 770 δις ευρώ, περίπου 15 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα ξαναμπεί στο μικροσκόπιο των αγορών, που ως γνωστόν έχουν την τάση να υπεραντιδρούν σε ο,τιδήποτε εκλαμβάνουν ως απειλή στη δανειοληπτική ικανότητα των κυβερνήσεων. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι καθηγητής δημόσιας οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, και επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.