Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Τολμηρός ή παράτολμος στο όριο της πολιτικής αυτοχειρίας; Ο λόγος για τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ και την απόφασή του για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες μετά τη βαριά ήττα της παράταξής του στις τοπικές εκλογές της περασμένης Κυριακής. Την απάντηση στο ερώτημα θα δώσουν οι Ισπανοί πολίτες στις 23 Ιουλίου, αλλά σε πρώτη ματιά η επιλογή του κεντροαριστερού πολιτικού θυμίζει χαρτοπαίκτη που επιμένει να πηγαίνει κόντρα στην τύχη του, διπλασιάζοντας το χτύπημα ύστερα από κάθε χαμένο γύρο, με την προσμονή να καλύψει τις συσσωρευμένες απώλειες.
Το σοκ για το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα (PSOE) ήταν οδυνηρό. Μέχρι την Κυριακή ήλεγχε 10 από τις 12 αυτόνομες περιοχές της Ισπανίας όπου στήθηκαν κάλπες. Με βάση τα αποτελέσματα, του έμειναν μόνο τρεις από αυτές, ενώ στις υπόλοιπες εννέα κυριάρχησε το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, που ασκεί καθήκοντα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Να σημειωθεί ότι στην Ισπανία οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν σημαντικό πολιτικό βάρος, καθώς οι αυτόνομες περιοχές εκλέγουν τοπικές κυβερνήσεις με ευρείες αρμοδιότητες, ενώ οι κυβερνήτες τους συχνά πρωταγωνιστούν στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Το PSOE υποχώρησε μόλις κατά 1,2%, ωστόσο η θεαματική άνοδος του Λαϊκού Κόμματος κατά 9 μονάδες δημιουργεί μια δυναμική που είναι δύσκολο να ανακοπεί.
Σαν δημοψήφισμα
Ειδικά τη φετινή χρονιά, ο ηγέτης του ΡΡ Αλμπέρτο Νούνιεθ Φεϊχό μετέτρεψε την αναμέτρηση σε δημοψήφισμα υπέρ ή κατά του Σάντσεθ, κάτι που ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός αποδέχθηκε, περιοδεύοντας στις αυτόνομες περιοχές και μιλώντας στις προεκλογικές συγκεντρώσεις των υποψηφίων του. Επιλογή που μάλλον του γύρισε μπούμερανγκ, αφού ακόμη και κατά γενική ομολογία επιτυχημένοι κυβερνήτες ή δήμαρχοι του PSOE απέτυχαν να επανεκλεγούν, με πιο χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις της Βαλένθια και της Σεβίλλης.
Αυτές καθαυτές οι επιδόσεις του PSOE δεν ήταν δα και αποκαρδιωτικές. Επεσε μόλις κατά 1,2% σε σύγκριση με τις προηγούμενες τοπικές εκλογές, υστερώντας του ΡΡ περίπου κατά τρεις μονάδες, μια διαφορά θεωρητικά ανατρέψιμη. Ωστόσο η θεαματική άνοδος της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά εννέα μονάδες της έδωσε δυναμική νίκης, που θα είναι δύσκολο να αντιστραφεί κατά το ερχόμενο δίμηνο. Πολύ περισσότερο, που η μεγάλη εικόνα της αναμέτρησης αναδεικνύει μια σαφέστατη στροφή του κοινωνικού σώματος προς τα δεξιά. Ενώ ο βασικός κυβερνητικός εταίρος του Σάντσεθ, το αριστερό – ριζοσπαστικό κόμμα Podemos, υπέστη συντριπτική ήττα –μεταξύ άλλων έχασε και τους δέκα βουλευτές του στην τοπική Βουλή της Μαδρίτης–, το ακροδεξιό Vox διπλασίασε το ποσοστό του, ξεπερνώντας το 7%.
Μικρό το κακό, θα μπορούσε να πει κανείς, αφού το Vox είχε καταφέρει ήδη στις βουλευτικές εκλογές του 2019 να εκτοξευθεί στο 15% και να αναδειχθεί τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη της Ισπανίας. Το γεγονός όμως ότι κατάφερε να εκπροσωπηθεί σε σειρά τοπικών Κοινοβουλίων όπου ήταν μέχρι χθες ανύπαρκτο, υποδηλώνει ότι έχει πλέον ριζώσει στις τοπικές κοινωνίες και ότι η ανοδική δυναμική του δεν έχει εξαντληθεί. Ηδη ο ηγέτης του Vox Σαντιάγο Αμπασκάλ πρότεινε συγκυβέρνηση με το ΡΡ, τόσο στο επίπεδο των αυτόνομων περιοχών όσο και πανεθνικά. Το ενδεχόμενο να μπουν οι νοσταλγοί του δικτάτορα Φράνκο, με τα εμβλήματα και τους ύμνους της φασιστικής Φάλαγγας, στην κυβέρνηση της Ισπανίας την ώρα που η τελευταία θα προεδρεύει της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να ανατριχιάζει τους δημοκρατικούς πολίτες, αλλά μάλλον δεν θα συναντήσει σοβαρή αντίδραση από τις Βρυξέλλες. Στον βαθμό που ο Αμπασκάλ δεν αμφισβητεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη νατοϊκή συνοχή, ιδίως στο Ουκρανικό, τα υπόλοιπα συγχωρούνται – όπως έχουν ήδη συγχωρεθεί στην Τζόρτζια Μελόνι, στην Ιταλία.
Το τέλος μιας εποχής
Τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής προοιωνίζονται το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με την οξεία οικονομική κρίση του 2010, το κίνημα των Αγανακτισμένων, τη συγκρότηση των Podemos και τον πολιτικό σεισμό στις εκλογές του 2015. Τότε οι δύο πυλώνες του παραδοσιακού δικομματισμού, το PP και το PSOE, συρρικνώθηκαν αθροιστικά στο 50%, ενώ οι Podemos συγκέντρωσαν, με την πρώτη εκλογική τους κάθοδο, ποσοστό 21%, μόλις μία μονάδα λιγότερο από τους σοσιαλιστές, ενώ ένα άλλο νεοπαγές κόμμα, οι κεντρώοι Ciudadanos, απέσπασαν 14%, εισπράττοντας ψήφους διαμαρτυρίας εντός του συστημικού μπλοκ. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο δικομματισμός επανέρχεται στο προσκήνιο, με το ΡΡ να απορροφά σχεδόν ολοκληρωτικά τους Ciudadanos και το PSOE να κυριαρχεί στον αριστερότερα του Κέντρου πολιτικό χώρο.
Παίρνοντας πάνω του τη μάχη των τοπικών εκλογών, ο Πέδρο Σάντσεθ πόνταρε στις επιδόσεις της κυβέρνησής του αναφορικά με την οικονομία και τα εργασιακά. Για την εποχή που ζούμε, ο απολογισμός του δεν ήταν ευκαταφρόνητος. Η κυβέρνησή του ανέβασε τον κατώτατο μισθό κατά 47%, δρομολόγησε προοδευτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, περιορίζοντας την επισφάλεια και επέβαλε, παρά τις αντιδράσεις των Βρυξελλών, ανώτατο όριο στα τιμολόγια ενέργειας. Παρότι αποτελούν ανάθεμα για τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, αυτές οι πολιτικές όχι μόνο δεν έφεραν την καταστροφή, αλλά συνοδεύτηκαν από σημαντική μείωση της ανεργίας και περιορισμό του πληθωρισμού στο 4%, ενώ η οικονομία της Ισπανίας αναπτυσσόταν ταχύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπό αυτό το πρίσμα, η ήττα του Σάντσεθ (όπως και η νίκη του Ερντογάν σε εποχή δεινότατης οικονομικής κρίσης στην Τουρκία), μας υποχρεώνει να αναθεωρήσουμε την κληροδοτημένη από την εποχή Κλίντον αποστροφή: ΔΕΝ είναι ΜΟΝΟ η οικονομία, ανόητε! Απέναντι σε μια σκληρή Δεξιά με σαφή φυσιογνωμία και στρατηγική εξουσίας, ο Σάντσεθ ηγούνταν εξαρχής ενός παρδαλού και εύθραυστου πολιτικού συνασπισμού, που δεν είχε καμία πιθανότητα να κερδίσει τους «πολέμους ταυτοτήτων» απλούστατα γιατί δεν είχε ο ίδιος σαφή ταυτότητα. Το γεγονός ότι ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός ήταν υποχρεωμένος να στηρίζεται στα αυτονομιστικά κόμματα των Καταλανών και των Βάσκων, όπως και σε μια διασπασμένη ριζοσπαστική Αριστερά (η προερχόμενη από τους Podemos αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιολάντα Ντίαθ συγκρότησε το δικό της κίνημα Sumar), έσπρωχνε τους ψηφοφόρους του συστημικού Κέντρου στην αγκαλιά της Δεξιάς.
Οπως ο Θαπατέρο;
Τούτων δοθέντων, τι θα μπορούσε να ελπίζει ο Σάντσεθ από αυτές τις παράξενες εκλογές, μέσα στο κατακαλόκαιρο; Ισως κάποιοι από το περιβάλλον του ονειρεύονται μια επανάληψη του 2008, όταν ο σοσιαλιστής προκάτοχός του Χοσέ Λουίς Ροδρίγκεθ Θαπατέρο διέλυσε τη Βουλή ύστερα από την ήττα του στις τοπικές εκλογές και κατάφερε, προς γενική έκπληξη, να επικρατήσει του ΡΡ. Με δεδομένα, όμως, το μέγεθος της ήττας στις φετινές εκλογές και τη γενική στροφή προς τα δεξιά, η επανάληψη του 2008 μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός. Ασφαλώς ο Σάντσεθ θα εκμεταλλευτεί τη σύμπραξη PP – Vox σε τοπικό επίπεδο (το Λαϊκό Κόμμα χρειάζεται τις ψήφους της Ακροδεξιάς για να συγκροτήσει κυβερνήσεις σε έξι αυτόνομες περιοχές) ώστε να κινητοποιήσει τη βάση του και να ερεθίσει τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των κεντρώων ψηφοφόρων. Κάτι τέτοιο μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία ψηφοφόρων του PSOE και να ενισχύσει τον ηγεμονικό του ρόλο στην Κεντροαριστερά, αλλά πολύ δύσκολα θα αποτρέψει την πολιτική αλλαγή στην Ισπανία.