Η μακρά ιστορία της διαφθοράς στην Ινδία εξηγεί την αποτυχία της χώρας να ανταποκριθεί στο δυναμικό ανάπτυξής της. Οι κατηγορίες για δωροδοκία που απήγγειλαν οι ΗΠΑ εις βάρος του Ινδού μεγιστάνα Γκαουτάμ Αντάνι θα πρέπει επομένως να πλήξουν ψυχολογικά την καπιταλιστική ελίτ. Ο κίνδυνος, ωστόσο, είναι οι επιχειρήσεις να πάρουν το λάθος μάθημα από την υπόθεση και να γίνουν πιο επιφυλακτικές απέναντι στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, αντί να φροντίσουν να τακτοποιήσουν και να εκκαθαρίσουν τα του οίκου τους. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς ένα πιο απτό παράδειγμα δωροδοκίας από το να συμφωνήσει κάποιος να πληρώσει 265 εκατ. δολάρια σε κρατικούς αξιωματούχους για να εξασφαλίσει υπερτιμημένα συμβόλαια ηλιακής ενέργειας, όπως κατηγορούν οι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς των ΗΠΑ τον Γκαουτάμ Αντάνι και αρκετούς άλλους. Ο όμιλός του με ναυαρχίδα την Adani Enterprises χαρακτήρισε τις κατηγορίες «αβάσιμες» και τις αρνήθηκε. Ισως παραδόξως, οι ισχυρισμοί δεν έχουν ακόμη προκαλέσει μια έκρηξη οργής στην Ινδία, ούτε κάποια τεράστια βιασύνη από τις 28 πολιτείες της και τις 8 περιφέρειές της που φέρεται να εμπλέκονται, ώστε να σπεύσουν να αναθεωρήσουν τα δικά τους συμβόλαια ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Τα ανωτέρω φανερώνουν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ο πολυετής αγώνας του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι κατά της δωροδοκίας. Το κόμμα του ανήλθε στην εξουσία το 2014 με απόλυτη πλειοψηφία. Υποσχέθηκε χρηστή διακυβέρνηση μετά από διαμάχες σχετικά με την κατανομή των μπλοκ γαιάνθρακα και του τηλεπικοινωνιακού φάσματος, που έπληξαν την προηγούμενη κυβέρνηση. Κατόπιν υπήρξε ευρεία καταστολή και ο Μόντι απαγόρευσε ξαφνικά τα τραπεζογραμμάτια υψηλής αξίας. Τα τηλεοπτικά κανάλια μετέδωσαν ζωντανά πλάνα της αστυνομίας να πηδάει πάνω από τοίχους για να συλλάβει έναν πρώην υπουργό Οικονομικών, ενώ ορισμένοι βιομήχανοι έχασαν περιουσιακά στοιχεία τους. Αυτοί οι μεγιστάνες βίωσαν δύσκολες στιγμές, προκλήθηκε σοβαρή κρίση με επισφαλείς πιστώσεις για τις τράπεζες, οπότε χρειάστηκε να εξομαλυνθεί ο τρόπος λειτουργίας τους και να αποκατασταθεί η δραστηριότητα των μεγιστάνων. Πάντως, η εν λόγω εκστρατεία καταστολής απέδωσε καρπούς, ακόμη και σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Η βαθμολογία της Ινδίας στον δείκτη αντίληψης για τη διαφθορά, που κατήρτισε η Διεθνής Διαφάνεια, βελτιώθηκε κατά τρεις μονάδες, φθάνοντας τις 39 μεταξύ 2013 και 2023 και ξεπερνώντας το ποσοστό βελτίωσης της Κίνας. Η βαθμολογία των ΗΠΑ εξασθένησε κατά τέσσερις βαθμούς.
Το πρόβλημα για τον Μόντι και την Ινδία, ωστόσο, είναι ότι η διαφθορά εξελίσσεται αντί να εξαφανίζεται σε μεγάλες και ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες. Σήμερα η χώρα, της οποίας μεγάλο μέρος πάσχει από έλλειψη υποδομών, ρίχνει ασύστολα τσιμέντο σε έργα αυτού του είδους, όπως γέφυρες και δρόμοι. Πολλοί από τους πολίτες, που θαυμάζουν τον κατασκευαστικό οργασμό, πιστεύουν ότι δεν θα προχωρούσαν οι εργασίες χωρίς κάποιες δωροδοκίες. Η εκστρατεία Μόντι κατά της διαφθοράς καθιστά τη διαδικασία αυτή δυσκολότερη, όπως και τη φοροδιαφυγή, αλλά αρκετοί πληρώνουν ακόμη για να εξυπηρετηθούν ή να παρακάμψουν τα πρόστιμα. Είναι αλήθεια ότι οι κατηγορίες κατά του Γκαουτάμ Αντάνι, που περιγράφονται λεπτομερώς από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ σε μια κατάθεση 54 σελίδων, παραπέμπουν σε μια πολύ παλαιότερη και λιγότερο περίπλοκη εποχή απάτης. Το κατηγορητήριο αναφέρει ότι ο μεγιστάνας συμμετείχε προσωπικά και ότι ο ανιψιός του, Σαγκάρ, χρησιμοποίησε το κινητό του για να παρακολουθεί συγκεκριμένες λεπτομέρειες των δωροδοκιών, που τις είχαν υποσχεθεί. Τέλος, η οικονομία της Ινδίας, των 3,9 τρισ. δολαρίων, με το χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ των 2.700 δολαρίων, είναι γεμάτη υποσχέσεις, αλλά και ένα δύσβατο μέρος για το επιχειρείν.