Kathimerini.gr
Τέσσερις μήνες αφότου ο νέος κορωνοϊός ξεκίνησε τη θανατηφόρα πορεία του στην υφήλιο, η αναζήτηση εμβολίου έχει λάβει μία τόσο επείγουσα διάσταση, πρωτόγνωρη για την ιατρική έρευνα με τεράστιες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, την παγκόσμια οικονομία και την πολιτική. Επτά από τα περίπου 90 σχέδια που έχουν αναλάβει κυβερνήσεις, φαρμακευτικές εταιρείες, επιχειρήσεις βιοτεχνολογικής καινοτομίας και ακαδημαϊκά εργαστήρια έχουν φτάσει στο στάδιο των κλινικών δοκιμών. Με τους διεθνείς ηγέτες, ανάμεσά τους και τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να πιέζουν για την επίτευξη προόδου και τα κέρδη να προδιαγράφονται ιλιγγιώδη για τη βιομηχανία, κατασκευαστές φαρμάκων και ερευνητές αφήνουν να εννοηθεί ότι προχωρούν με αδιανόητες ταχύτητες.
Ωστόσο, η όλη διαδικασία παραμένει αβέβαιη, κυρίως κατά πόσον οποιοδήποτε εμβόλιο θα αποδειχθεί αποτελεσματικό, πόσο γρήγορα θα είναι διαθέσιμο σε εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια ανθρώπους και αν η βιασύνη θα είναι εις βάρος της ασφάλειας, συμπιέζοντας μία διαδικασία που θα έπαιρνε δέκα χρόνια σε διάστημα δέκα μηνών. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι πιο υποσχόμενο πεδίο είναι ίσως η ανάπτυξη θεραπείας για την επιτάχυνση της ανάρρωσης από την COVID-19, τη νόσο που προκαλεί ο ιός. Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχει γεννήσει αισιοδοξία την τελευταία εβδομάδα, μέσω των αρχικά ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων του αντιιικού φαρμάκου κατά του Εμπολα, remdesivir.
Σε μία εποχή έντονου εθνικισμού, η γεωπολιτική διάσταση της κούρσας για το εμβόλιο είναι εξίσου σύνθετη με την ιατρική. Η πολύμηνη αμοιβαία δαιμονοποίηση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για τις απαρχές του ιού έχουν δηλητηριάσει τις προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ τους. Η αμερικανική κυβέρνηση προειδοποιεί ότι οι αμερικανικές καινοτομίες πρέπει να προστατευθούν από κλοπή, δείχνοντας πάνω από όλα προς την πλευρά του Πεκίνου. «Η βιοϊατρική έρευνα έχει επί μακρόν γίνει στόχος κλοπής από την κινεζική κυβέρνηση και τα εμβόλια και οι θεραπείες κατά του κορωνοϊού είναι το Ιερό Δισκοπότηρο του σήμερα», επισημαίνει ο Τζον Σ. Ντίμερς, αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης για την εθνική ασφάλεια. «Βάζοντας στην άκρη την εμπορική αξία, έχει μεγάλη γεωπολιτική σημασία ποιος θα είναι ο πρώτος που θα αναπτύξει τη θεραπεία ή το εμβόλιο. Θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε για να θωρακίσουμε την αμερικανική έρευνα», συμπληρώνει. Η κλίμακα της παγκόσμιας προσπάθειας είναι τέτοια που οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις κατασκευάζουν γραμμές παραγωγής προτού ακόμη αποκτήσουν κάτι χειροπιαστό να παραγάγουν.
Ζήτηση και προσφορά
Ολος ο κόσμος συμφωνεί: χρειαζόμαστε ένα εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Μόλις όμως αποκτήσουμε ένα, θα είναι σαν ανοίγουμε μια κονσέρβα με σκουλήκια. Παρά την αφοσίωση του Ιδρύματος Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, η διεθνής ζήτηση αναμένεται να ξεπεράσει την αρχική προσφορά. Και τότε τι; Πώς θα αποφύγουμε να επαναληφθεί ο γνωστός διαγκωνισμός που είδαμε για την εξασφάλιση προστατευτικού εξοπλισμού και διαγνωστικών τεστ;
Οι πλούσιες χώρες θα ανταγωνιστούν για πρόσβαση σε οποιοδήποτε εμβόλιο κυκλοφορήσει πρώτο στην αγορά. Οι φτωχές χώρες, στο πίσω μέρος της ουράς, θα πρέπει να περιμένουν να αποκτήσει προέγκριση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το εμβόλιο και να διανεμηθεί από τις οργανώσεις αρωγής. Υπάρχουν πάνω από 25 εκατ. πρόσφυγες στον κόσμο και φιλοξενούνται κατά 80% σε αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι αυτοί που είναι λιγότερο πιθανό να συνυπολογιστούν σε κάποια κυβερνητική παραγγελία εμβολίου και εκείνοι που είναι απίθανο να εμβολιαστούν. Οι πληθυσμοί τους μπορεί έτσι να γίνουν εστίες επανεμφάνισης της επιδημίας που όχι μόνο θα οδηγήσει σε διάδοση του ιού αλλά θα τους στιγματίσει περαιτέρω.
Ολα αυτά εγείρουν το ερώτημα: μήπως έχουμε υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες; Μήπως έχουμε επενδύσει πολλές ελπίδες και αποθέματα εις βάρος των άλλων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας.
Η σύγχρονη πίστη μας στην ισχύ των εμβολίων εδραιώθηκε στη δεκαετία του 1970. Εκείνη την εποχή αξιωματούχοι των υπηρεσιών υγείας ήθελαν να ενισχύσουν τη διεθνή αφοσίωση στην καταπολέμηση των ασθενειών και τη βελτίωση της δημόσιας υγείας σε όλο τον κόσμο. Σε ένα φιλόδοξο συνέδριο στο Αλμάτι του
Καζαχστάν το 1978, ηγέτες του τομέα σε όλο τον κόσμο υπέγραψαν διακήρυξη με την οποία ανέφεραν ότι η κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία και πως η περίθαλψη θα πρέπει να ενσωματωθεί σε στόχους όπως η πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και η διασφάλιση ασφαλών εργασιακών συνθηκών. Επικριτές της διακήρυξης, ανάμεσά τους και αρκετοί από τις ΗΠΑ, ισχυρίστηκαν ότι οι στόχοι ήταν μη ρεαλιστικοί και δαπανηροί. Αντ’ αυτού, είπαν, η έμφαση έπρεπε να δοθεί στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων ασθενειών μέσω αποτελεσματικών μέσων, όπως τα εμβόλια. Οι επικριτές της διακήρυξης επικράτησαν.
Το πρόβλημα είναι πως τα εμβόλια και η διεθνής πολιτική είναι άμεσα συνδεδεμένα. Και αυτήν τη φορά θα ισχύσει το ίδιο. Με δεδομένο μάλιστα ότι η πανδημία αποδεκάτισε οικονομίες, «πάγωσε» την καθημερινότητα και συγκλόνισε την πολιτική σκηνή, η μάχη για το εμβόλιο θα είναι βιαιότερη από ποτέ.
Πολλά τα προσδοκώμενα κέρδη
Η ανάπτυξη νέου εμβολίου στοιχίζει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Οι φαρμακευτικές εταιρείες όμως αποφεύγουν να αποκαλύψουν τα κέρδη τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η παραγωγή εμβολίου HPV για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας απέφερε πέντε φορές την αρχική επένδυση. Το βέβαιο είναι ότι η ταχύτατα αυξανόμενη αγορά εμβολίων έχει γίνει η μεγαλύτερη πηγή ανάπτυξης της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Πρόσφατα, ο πρώην επίτροπος της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων, Σκοτ Γκότλιμπ, ανέφερε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να κερδίσουν τον αγώνα δρόμου για το εμβόλιο, για να επικρατήσουν της Κίνας και να εξασφαλίσουν τη γραμμή παραγωγής. Πάντως, όποιο εμβόλιο κι αν φτάσει πρώτο στην αγορά, η προσφορά θα υπολείπεται κατά πολύ της διεθνούς ζήτησης για αρκετούς μήνες. Η μάχη για τον προστατευτικό εξοπλισμό ήταν ενδεικτική, όταν οι ΗΠΑ κατηγορήθηκαν για σύγχρονη πειρατεία μετά την προσπάθειά τους να υποκλέψουν μάσκες που προορίζονταν για την Ευρώπη. Η Κίνα από την άλλη χρησιμοποίησε τη διανομή εξοπλισμού και τεστ για να ασκήσει επιρροή. Φανταστείτε τι θα γίνει με το εμβόλιο.