ΠΗΓΗ: Reuters
«Ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία υπάρχει μόνο κατ’ όνομα. Στο παρασκήνιο, δυναμώνουν οι συζητήσεις για πιθανή διάλυση της κυβέρνησης πριν από τον επόμενο Σεπτέμβριο, οπότε προβλέπεται να γίνουν οι εκλογές. Ορισμένοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να σώσει την κυβέρνηση είναι ο φόβος επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ».
Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε το χθεσινό ρεπορτάζ του πρακτορείου Bloomberg για τις φυγόκεντρες τάσεις στον συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελεύθερων ύστερα από τα αρνητικά και για τα τρία κόμματα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών σε τρία ανατολικά κρατίδια της χώρας. Την ίδια ώρα, διεξάγονταν στο Βερολίνο δύο εκδηλώσεις, που έρχονταν να επιβεβαιώσουν με το παραπάνω τις εκτιμήσεις του ρεπορτάζ.
Ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Ολαφ Σολτς φιλοξενούσε στην καγκελαρία σύσκεψη με διευθυντικά στελέχη μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων με αντικείμενο την αναζωογόνηση της γερμανικής βιομηχανίας που χωλαίνει.
Παράλληλα, ο Φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ οργάνωνε τη δική του σύσκεψη με εκπροσώπους μικρομεσαίων επιχειρήσεων και επιμελητηρίων. Απών και από τις δύο συσκέψεις ήταν ο Πράσινος υπουργός Οικονομικών Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα είχε παρουσιάσει τη δική του πλατφόρμα, ζητώντας τη δημιουργία Γερμανικού Ταμείου Επενδύσεων.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε τροχιά ύφεσης από τον περασμένο Απρίλιο, καθώς η βιομηχανία της πιέζεται από το υψηλό κόστος ενέργειας, λόγω και των κυρώσεων στη Ρωσία, τη μείωση της ζήτησης από την Κίνα και τις ελλείψεις εργατικών χεριών. Σοκ προκάλεσε η είδηση πως ο γίγαντας της βιομηχανίας Volkswagen ετοιμάζεται να κλείσει τρία εργοστάσια στη Γερμανία.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής καχεξίας εντείνει τις αντιθέσεις στις γραμμές της κυβέρνησης Σολτς. Ο Κρίστιαν Λίντνερ επιμένει στη γραμμή της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, κάτι που περιορίζει τα περιθώρια για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και κοινωνική πολιτική, προκαλώντας αντιδράσεις από τους δύο άλλους κυβερνητικούς εταίρους. Το κόμμα του Λίντνερ, FDP, θεωρείται ο αδύναμος κρίκος του κυβερνώντος συνασπισμού καθώς οι δημοσκοπήσεις το εμφανίζουν να μένει εκτός Βουλής στις επόμενες εκλογές, γεγονός που τροφοδοτεί προβληματισμούς για το αν είναι περισσότερο συμφέρον να δώσει τη μάχη του μένοντας στην κυβέρνηση ή από τις θέσεις της αντιπολίτευσης.
Αρκετοί αναλυτές θεωρούν ότι, παρά τις εντεινόμενες αντιθέσεις, το πιθανότερο σενάριο είναι να διεξαχθούν κανονικά οι εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2025, αφού όποιος αναλάβει την ευθύνη για τη διάλυση της κυβέρνησης είναι πιθανό να τιμωρηθεί αυστηρά από το εκλογικό σώμα. Ωστόσο, ο νέος γενικός γραμματέας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, SPD, Ματίας Μίερς, δεν απέκλεισε σε πρόσφατες δηλώσεις του το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας αν το FDP ή οι Πράσινοι αποφασίσουν να αποχωρήσουν από τη συμμαχία.
Στο μεταξύ, συνεχίζονται με σοβαρές δυσκολίες οι διαβουλεύσεις μεταξύ των κομμάτων για τον σχηματισμό κυβερνήσεων στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας, της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου ύστερα από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αντικείμενο των διαβουλεύσεων είναι η δημιουργία συμμαχιών που θα αποκλείουν το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο αποκόμισε μεγάλα κέρδη κατά την τελευταία αναμέτρηση. Το σοβαρότερο πρόβλημα εστιάζεται στην απαίτηση του νέου αριστερού κόμματος BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ να υιοθετηθούν, στο προοίμιο της συμφωνίας για συνεργασία, οι θέσεις του για διπλωματική επίλυση του Ουκρανικού και εναντίον της εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων στη Γερμανία.
Ο αναπληρωτής πρόεδρος της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU), Αντρέας Γιουνγκ, κατηγόρησε το BSW ότι τορπιλίζει τις προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης, ειδικά στη Θουριγγία, υποστηρίζοντας ότι «το θεμελιώδες ερώτημα είναι αν η φασαρία γίνεται για τη Θουριγγία ή για το πολιτικό προφίλ της κ. Βάγκενκνεχτ». Στο Βρανδεμβούργο, πάντως, οι τοπικές οργανώσεις του SPD και του BSW υπέγραψαν κοινή δήλωση με την οποία τάσσονται υπέρ της άμεσης ειρήνευσης στην Ουκρανία μέσω της διπλωματίας και εναντίον της εγκατάστασης αμερικανικών πυραύλων.
Εκτέλεση Ιρανογερμανού στο Ιράν
Την έντονη αντίδραση του Βερολίνου και των Βρυξελλών προκάλεσε η εκτέλεση, το πρωί της Δευτέρας, του Ιρανογερμανού Τζαμσίντ Σαρμάχντ στο Ιράν. Ο 69χρονος Σαρμάχντ είχε καταδικαστεί σε θάνατο τον Φεβρουάριο του 2023 από δικαστήριο της Τεχεράνης, κατηγορούμενος για διαφθορά και για ανάμειξη σε επίθεση εναντίον τζαμιού στην πόλη Σιράζ, όπου 14 άνθρωποι σκοτώθηκαν και περίπου 300 τραυματίστηκαν, τον Απρίλιο του 2008. Ο Σαρμάχντ, ο οποίος διέμενε στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνελήφθη τον Αύγουστο του 2020 από τις ιρανικές υπηρεσίες ασφαλείας ενώ βρισκόταν στην αναμονή ενδιάμεσης πτήσης, στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ο καγκελάριος Σολτς χαρακτήρισε «σκάνδαλο» την εκτέλεση, ενώ το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τον Ιρανό επιτετραμμένο στο Βερολίνο. Τη λήψη απαντητικών μέτρων κατά της Τεχεράνης εξετάζει η Ε.Ε., όπως ανακοίνωσε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, Ζοζέπ Μπορέλ. Απαντώντας, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγκτσί δήλωσε ότι «κανένας τρομοκράτης δεν απολαμβάνει ασυλία στο Ιράν, ακόμη και αν υποστηρίζεται από τη Γερμανία».