Kathimerini.gr
Γιάννης Παλαιολόγος
Τις ομοιότητες της τρέχουσας συγκυρίας με το 2020 και τις υπερβάσεις στην οικονομική πολιτική που προκάλεσε η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Γιάκομπ Κίρκεγκααρντ. Ο Δανός αναλυτής, senior fellow στο German Marshall Fund of the US και το Peterson Institute for International Economics, θεωρεί ότι θα υπάρξει ένα νέο εργαλείο που θα χρηματοδοτηθεί από κοινό χρέος για την αντιμετώπιση του ενεργειακού σοκ, μικρότερο όμως από το Ταμείο Ανάκαμψης. Θεωρεί ότι το 2023 το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα παραμείνει σε αναστολή, ενώ προβλέπει ότι ανεξαρτήτως των αποφάσεων της Ε.Ε., η ροή ρωσικού πετρελαίου προς την Ευρώπη θα μειωθεί ταχέως τις επόμενες εβδομάδες.
Ζούμε ξανά στιγμές του 2020; Περιμένετε ότι θα εγκριθεί ένα Ταμείο Ανάκαμψης 2.0; Θα στηρίξουν οι «φειδωλοί» μία τέτοια πρωτοβουλία;
Η εισβολή στην Ουκρανία είναι παρόμοια με το 2020 με την έννοια ότι η Ε.Ε. αντιμετωπίζει ένα εξωτερικό σοκ που επηρεάζει όλα τα μέλη της, ακόμη κι αν επηρεάζονται πιο άμεσα εκείνα που συνορεύουν με την Ουκρανία. Οι κίνδυνοι να επιδεινωθεί η κρίση – δηλαδή να εκδηλωθεί μια ρωσική επίθεση κατά της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ– αν δεν αντιμετωπιστεί είναι παρόμοιοι με την πανδημία, όπως αντίστοιχη είναι και η πιθανότητα επίλυσης ορισμένων από τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της εξάρτησης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, ως απάντηση στην κρίση.
Επιπλέον, ένας από τους κύριους υποστηρικτές του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Εμανουέλ Μακρόν, ηγείται της χώρας που κατέχει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αυτό το εξάμηνο και είναι ο οικοδεσπότης της επερχόμενης Συνόδου Κορυφής των Βερσαλλιών. Η νέα κρίση αποτελεί μία νέα ευκαιρία να προωθήσει τη μακροπρόθεσμη ατζέντα του περί «στρατηγικής αυτονομίας». Άρα υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι η Ε.Ε. να βγάλει ξανά από το συρτάρι την εργαλειοθήκη που χρησιμοποίησε για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα καθώς πολλά από τα παραδοσιακά δημοσιονομικά γεράκια στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία, αλλά και η Γερμανία, ζητούν να αναληφθεί περισσότερη δράση κεντρικά από την Ε.Ε., ενώ αντιμετωπίζουν και σημαντικό δημοσιονομικό κόστος από τη φιλοξενία προσφύγων. Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης πάντως είναι απίθανο να είναι αντίστοιχο με την πανδημία, άρα δεν πρέπει να περιμένουμε το νέο κοινό ταμείο να είναι εξίσου μεγάλο όσο το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πώς θα επηρεάσει η νέα κρίση τις συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης;
Βραχυπρόθεσμα, η εισβολή θα αναστείλει τις διαπραγματεύσεις, καθώς η οικονομική αβεβαιότητα θα καθιστά ολοένα και πιο απίθανο η Επιτροπή να επαναφέρει το ΣΣΑ το 2023. Ακόμη κι αν το κάνει, θα συνοδευτεί από μία σειρά κατευθυντήριων γραμμών εφαρμογής ώστε να μην επηρεάσει στην πράξη τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών. Η χρηματοδότησης της ενεργειακής μετάβασης βρίσκεται στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων σχετικά με τη μεταρρύθμιση του ΣΣΑ, αλλά η άμεση προτεραιότητα πλέον σχετίζεται με την ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία. Μέχρι να υπάρξει συμφωνία επ’ αυτού, συμπεριλαμβανομένου και του ενδεχόμενου νέου κοινού ταμείου, είναι απίθανο να υπάρξουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για το ΣΣΑ. Αυτό θα σημαίνει ότι οι ουσιαστικές συζητήσεις για την αναθεώρησή του θα αναβληθούν για τουλάχιστον έναν χρόνο.
Είναι ρεαλιστικό να επιδιώκουμε μείωση κατά 67% στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου φέτος; Και πρέπει η Ε.Ε. να προχωρήσει σε εμπάργκο του ρωσικού πετρελαίου;
Το 67% είναι πολύ φιλόδοξος στόχος. Πιθανότατα θα απαιτούσε μια σημαντική μεταβολή των χρονοδιαγραμμάτων κατάργησης των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής άνθρακα και πυρηνικής ενέργειας σε όλη την Ευρώπη (καθώς και σταθερά ηλιόλουστο καιρό και συνεχή αέρα!). Αυτό φαίνεται απίθανο να συμβεί, αλλά οι φιλόδοξοι στόχοι είναι απαραίτητοι: συμβάλλουν στο μέγιστο δυνατό πλήγμα στη ρωσική πολεμική μηχανή και ενισχύουν τη δυναμική για κοινές ευρωπαϊκές επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Το εμπάργκο στο ρωσικό αέριο, παρ’ ότι θα έπληττε στο μέγιστο βαθμό τη ρωσική οικονομία, έχει αποκλειστεί από αρκετούς ηγέτες της Ε.Ε. (Σολτς, Ρούτε), ως μη βιώσιμο δεδομένου του οικονομικού κόστους που θα συνεπάγετο για την Ε.Ε. Ωστόσο, η πολιτική πίεση αυξάνεται για ένα εμπάργκο στο πετρέλαιο, μετά την κίνηση του Κογκρέσου των ΗΠΑ σε αυτήν την κατεύθυνση και το διευρυνόμενο μποϊκοτάζ από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό φάνηκε και από την πρόσφατη απόφαση της Shell, μετά την κριτική που δέχθηκε για συναλλαγές την περασμένη εβδομάδα, να σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο στην αγορά spot. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το εάν οι πολιτικοί της Ε.Ε. δεν λάβουν αυτήν την ηθικά σωστή αλλά οικονομικά δύσκολη απόφαση, η ροή ρωσικού πετρελαίου προς την Ευρώπη θα μειωθεί ραγδαία τις επόμενες εβδομάδες.